Τέσσερις από τις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου, οι New York Times, ο βρετανικός Guardian, η ισπανική El Pais, η γαλλική Le Monde και το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel ζητούν την αμερικανική κυβέρνηση να αποσύρει τις κατηγορίες εναντίον του ιδρυτή του WikiLeaks, Τζούλιαν Ασάνζ, για μαζική διαρροή εγγράφων.
«Η συλλογή και η διάδοση ευαίσθητων πληροφοριών όταν αυτό είναι απαραίτητο για το δημόσιο συμφέρον συνιστά ένα ουσιώδης μέρος της καθημερινής δουλειάς των δημοσιογράφων», γράφουν οι αρχισυντάκτες και οι διευθύνοντες σύμβουλοι των πέντε μέσων ενημέρωσης στη κοινή τους δήλωση. «Εάν αυτή η δουλειά ποινικοποιηθεί, όχι μόνο η ποιότητα του δημόσιου διαλόγου αλλά και οι δημοκρατίες μας θα αποδυναμωθούν σημαντικά». «Δώδεκα χρόνια μετά τις πρώτες δημοσιεύσεις, ήρθε η ώρα η κυβέρνηση των ΗΠΑ να αποσύρει τις κατηγορίες κατά του Τζούλιαν Ασάνζ», αναφέρουν.
Ο 51χρονος Αυστραλός διώκεται με εμμονή από την κυβέρνηση των ΗΠΑ επειδή δημοσίευσε από το 2010 περισσότερα από 700.000 εμπιστευτικά έγγραφα για αμερικανικές στρατιωτικές και διπλωματικές δραστηριότητες, ιδίως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, οι οποίες αποτέλεσαν πηγή μιας σειράς αποκαλύψεων από αυτά τα πέντε μέσα ενημέρωσης. Οι αποκαλύψεις κλόνισαν το αμερικάνικο αφήγημα αποκαλύπτοντας σειρά από ψευδείς ειδήσεις και γεγονότα που κατασκεύασε το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα. Ο Ασάνζ σε περίπτωση που εκδοθεί τελικά στις ΗΠΑ, αντιμετωπίζει ποινή κάθειρξης 175 ετών.
Συνελήφθη από τη βρετανική αστυνομία το 2019 ύστερα από επτά χρόνια παραμονής του στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο και αυτήν τη στιγμή κρατείται σε φυλακή υψίστης ασφαλείας κοντά στο Λονδίνο, εν αναμονή της εκδίκασης της προσφυγής του κατά της απόφασης της βρετανικής κυβέρνησης να τον εκδώσει στις ΗΠΑ.
Οι αρχισυντάκτες των πέντε μέσων ενημέρωσης αναφέρουν πως «έκριναν απαραίτητο να επικρίνουν δημόσια τη στάση του το 2011, όταν δημοσιεύτηκαν τα πλήρη κείμενα διπλωματικών τηλεγραφημάτων, και ορισμένοι από εμάς εξακολουθούμε να ανησυχούμε για την κατηγορία ότι (ο Ασάνζ) βοήθησε στην απόκτηση ηλεκτρονικής πρόσβασης σε μια απόρρητη βάση δεδομένων». «Όμως σήμερα εκφράζουμε από κοινού τη μεγάλη μας ανησυχία για τις ατελείωτες νομικές διαδικασίες στις οποίες υποβάλλεται ο Τζούλιαν Ασάνζ», τονίζουν.
Οι συντάκτες του κειμένου επισημαίνουν ότι η προσφυγή, που ξεκίνησε υπό την αμερικανική προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, και βασίζεται σε μια νομοθεσία που χρονολογείται από το 1917 για την καταπολέμηση της κατασκοπείας «δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ εναντίον δημοσιογράφων, μέσων ενημέρωσης ή ραδιοτηλεοπτικών φορέων». «Ένα τέτοιο κατηγορητήριο δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο» και «απειλεί την ελευθερία της ενημέρωσης», υπογραμμίζουν.
Τον περασμένο μήνα, ο υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Μέρικ Γκάρλαντ εξέδωσε νέες, πιο προστατευτικές κατευθυντήριες γραμμές για δημοσιογράφους, αλλά δεν άφησε να διαφανούν οριστικές συνέπειες για τον Τζούλιαν Ασάνζ. Αυτές οι νέες κατευθυντήριες γραμμές εξουσιοδοτούν τη δίωξη δημοσιογράφων που κρίνονται ύποπτοι ότι ενεργούν ως πράκτορες ξένων δυνάμεων και στηρίζουν μια κατά περίπτωση προσέγγιση σε υποθέσεις που αφορούν άτομα που δεν είναι απαραίτητα δημοσιογράφοι με την παραδοσιακή έννοια του όρου.