αναδημοσίευση του ρεπορτάζ που υπογράφει ο Χρήστος Ιερείδης στην ιστοσελίδα topontiki.gr
“Ειδήσεις από Τεχνητή Νοημοσύνη έως το 2026 – Ανησυχητικές οι προβλέψεις της Οξφόρδης”
Μάλλον δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις των ερευνητών οι οποίοι μελετούν τους μετασχηματισμούς και τις εξελίξεις στον χώρο των ΜΜΕ και στο παραγόμενο ενημερωτικό περιεχόμενο των οργανισμών ενημέρωσης.
«Η καταλυτική δύναμη της Τεχνητής Νοημοσύνης (AI) θα σαρώσει τον χώρο της πληροφορίας φέτος, σε μια εποχή έντονης πολιτικής και οικονομικής αστάθειας σε όλο τον κόσμο», προειδοποιεί το ινστιτούτο Ρόιτερς του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που μελετά το μέλλον της δημοσιογραφίας.
Στην έκθεση με τις προβλέψεις για το 2024 στο χώρο των μίντια, η οποία μόλις κυκλοφόρησε, προϊόν έρευνας σε βάθος χρόνου σε περίπου 50 χώρες και περιοχές του κόσμου, ο επικεφαλής ερευνητής, δημοσιογράφος και θεωρητικός των ΜΜΕ, Νίκ Νιούμαν σημειώνει ανάμεσα σε άλλα πως «οι συνέπειες για την αξιοπιστία της πληροφόρησης και τη βιωσιμότητα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης είναι πιθανό να είναι βαθιές σε μια χρονιά κατά την οποία θα διεξαχθούν κρίσιμες εκλογές σε περισσότερες από 40 δημοκρατίες, ενώ οι πόλεμοι θα συνεχίσουν να μαίνονται στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και έχοντας έστω στο πίσω μέρος του μυαλού την πρόβλεψη ότι έως το 2026 το περιεχόμενο του διαδικτύου στην συντριπτική πλειονότητα του θα παράγεται τεχνητά, το παγκοσμίου φήμης ερευνητικό ινστιτούτο υπογραμμίζει, δια του Νικ Νιούμαν, πως οι δημοσιογράφοι και οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί θα πρέπει «να επανεξετάσουν επειγόντως το ρόλο και το σκοπό τους».
Για να αντιμετωπίσουν τη νέα πρόκληση- λαίλαπα με αποδομητικές συνέπειες για το δημοσιογραφικό επάγγελμα σύμφωνα με σκεπτικιστές των ΜΜΕ– οι πρωτοπόροι ειδησεογραφικοί οργανισμοί θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν περιεχόμενο και εμπειρίες που δύσκολα θα μπορούν να αναπαραχθούν από την Τεχνητή Νοημοσύνη, σύμφωνα με την πρόγνωση του έγκριτου αγγλικού ακαδημαϊκού θεσμού.
Η επιλογή μετάδοσης πρωτογενών ειδήσεων, οι σε βάθος- εμπεριστατωμένες- αναλύσεις και η ανάδειξη θεμάτων μέσα από βιωματικές εμπειρίες που δημιουργούν δεσμούς ανάμεσα στο μέσο ενημέρωσης που την μεταδίδει και την κοινωνία, αλλά και αξιοποίηση οπτικού (video) και ηχητικού υλικού (podcast), ενισχυτικές προς το ρεπορτάζ αναφέρονται στην έκθεση του πανεπιστημιακού ινστιτούτου ως συστατικά που δύσκολα μπορεί να κοπιάρει ή να αναπαράγει η Τεχνητή Νοημοσύνη.
Ωστόσο εκφράζεται η πρόβλεψη ότι τα ΜΜΕ θα επικεντρωθούν στην χρήση τεχνολογιών Τεχνητής Νοημοσύνης ώστε ως επιχειρήσεις να γίνουν πιο αποτελεσματικές σε «ένα διαρκώς πιο δύσκολο οικονομικό περιβάλλον».
Η λογική που ήθελε στις αίθουσες σύνταξης «όλοι τα κάνουν όλα»– παρωχημένη από καιρό- φαίνεται να εγκαταλείπεται και το νέο μοντέλο ορίζει τη δημοσιογραφία πιο σχετική για ομάδες αναγνωστών/χρηστών με διαφορετικά ενδιαφέροντα, ώστε να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά ζητήματα όπως η χαμηλή δέσμευση και η επιλεκτική αποφυγή ειδήσεων.
Ο αντίκτυπος της Τεχνητή Νοημοσύνη στο ευρύτερο περιβάλλον των πλατφορμών είναι πιο δύσκολο να προβλεφθεί. Πολλά θα εξαρτηθούν από τις αναδυόμενες στάσεις του κοινού απέναντι στην τεχνολογία, αλλά και από το πόσο υπεύθυνα συμπεριφέρονται οι ίδιες οι πλατφόρμες καθώς εξελίσσεται η «μάχη» μεταξύ των υπέρμαχων της Τεχνητής Νοημοσύνης που θέλουν την ανάπτυξη της και των «καταστροφολόγων».
Μέσα στο 2024 η ερευνητές του Ρόιτερς προβλέπουν ότι θα μας απασχολήσει και θα έχει ενδιαφέρον η έκβαση νομικών υποθέσεων γύρω από ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας οι οποίες θα μπορούσαν να απελευθερώσουν- ή να περιορίσουν δραστικά- τον τρόπο με τον οποίο το περιεχόμενο των ειδήσεων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκπαίδευση των μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης, χωρίς αντίστοιχο οικονομικό αντάλλαγμα.
Στο «ψητό»
Η «επόμενη μέρα» στο χώρο των ΜΜΕ σε διεθνές επίπεδο σχηματίστηκε από συνεντεύξεις τουλάχιστον 300 ηγετικών στελεχών, σε διαφορετικούς τομείς, ψηφιακών μέσων ενημέρωσης.
Λιγότεροι από τους μισούς (47%) των διευθυντικών στελεχών, δημοσιογράφων και άλλων στελεχών ψηφιακών υπηρεσιών δηλώνουν σίγουροι για τις προοπτικές της δημοσιογραφίας μέσα στο 2024 (αλλά και μεσοπρόθεσμα) ενώ περίπου το ένα δέκατο (12%) εκφράζει χαμηλή εμπιστοσύνη.
Οι ανησυχίες εντοπίζονται κυρίως στην αύξηση του κόστους, τη μείωση των διαφημιστικών εσόδων και τον αργό ρυθμό αύξησης συνδρομών, καθώς και την αυξανόμενη νομική και φυσική παρενόχληση (SLAPP).
Σχεδόν τα δύο τρίτα (63%) των ερωτηθέντων στην έρευνά του ινστιτούτου Ρόιτερς για τη μελέτη της Δημοσιογραφίας δηλώνουν ότι ανησυχούν για την απότομη μείωση της επισκεψιμότητας ιστότοπων από μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα στοιχεία που αντλήθηκαν για την έκθεση του Ρόιτερς από τον πάροχο αναλυτικών υπηρεσιών Chartbeat δείχνουν ότι η επισκεψημότητα σε ειδησεογραφικές ιστοσελίδες από το Facebook μειώθηκε κατά 48% το 2023, ενώ η επισκεψημότητα από το X/Twitter εμφανίζει μείωση κατά 27%. Ως απάντηση σε αυτές τις εξελίξεις, περίπου τα τρία τέταρτα (77%) δηλώνουν ότι θα επικεντρωθούν περισσότερο στα δικά τους απευθείας κανάλια το επόμενο έτος, ενώ το ένα πέμπτο (22%) θα καταφύγει σε περικοπές δαπανών και ένα παρόμοιο ποσοστό (20%) θα πειραματιστεί με εναλλακτικές πλατφόρμες τρίτων.
Οι δίδυμοι κίνδυνοι της επιλεκτικής αποφυγής ειδήσεων και της κόπωσης των ειδήσεων παραμένουν μια σημαντική πηγή ανησυχίας για τις εταιρείες μέσων ενημέρωσης που προσπαθούν να διατηρήσουν το ενδιαφέρον για τις ειδήσεις από τη Γάζα και την Ουκρανία, μεταξύ άλλων δύσκολων ιστοριών. Οι στρατηγικές που οι εκδότες θεωρούν πολύ σημαντικές για την αντιμετώπιση αυτών των τάσεων περιλαμβάνουν την καλύτερη επεξήγηση πολύπλοκων ιστοριών (67%), πιο προσανατολισμένες σε λύσεις ή εποικοδομητικές προσεγγίσεις στην αφήγηση ιστοριών (44%) και πιο εμπνευσμένες ανθρώπινες ιστορίες (43%). Από ό,τι φαίνεται οι οργανισμοί ενημέρωσης δίνουν σε μικρό βαθμό (12%) επενδύουν σε ανάθεση θετικών (21%) ή ψυχαγωγικών (18%) ειδήσεων.
«Ορισμένα στελέχη εκφράζουν την ελπίδα ότι μια επικείμενη πλημμύρα αναξιόπιστου «συνθετικού» περιεχομένου θα ενισχύσει τη θέση της δημοσιογραφίας και θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη. Άλλοι ανησυχούν ότι το κοινό θα χάσει την εμπιστοσύνη του σε όλες τις πληροφορίες, υπονομεύοντας περαιτέρω τις δημοκρατίες σε όλο τον κόσμο.
Αυτό το έτος θα μάς δώσει περισσότερες ενδείξεις για το ποια από αυτά τα σενάρια μπορεί να λειτουργήσουν, καθώς και για την βούληση των κυβερνήσεων να ρυθμίσουν τη δύναμη των γιγάντων της Τεχνητής Νοημοσύνης», αναφέρει μεταξύ άλλων το Ινστιτούτο Ρόιτερς στις προβλέψεις του για το 2024.