Συνέντευξη του Γιώργου Πλειού στη Φωτεινή Λαμπρίδη tvxs.gr
Ο Γιώργος Πλειός, Καθηγητής, Διευθυντής του Εργαστηρίου Κοινωνικής Έρευνας στα ΜΜΕ, του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, ο οποίος έχει μελετήσει το θέμα και έχει καταθέσει ολοκληρωμένες προτάσεις σε δημόσιους φορείς, επικροτεί τη για πρώτη φορά ρύθμιση της αδειοδότησης και ταυτόχρονα εκφράζει την ανησυχία του για το κατά πόσο είναι δυνατό να καταπολεμηθεί η διαπλοκή. «Αποκλείεται, υπό τις παρούσες συνθήκες, να λαμβάνουν δημόσιο χρήμα με τις άλλες τους επιχειρήσεις και ιδιότητες οι καναλάρχες και στη συνέχεια να το διοχετεύουν μέσω ΑΜΚ στις επιχειρήσεις ΜΜΕ που έχουν; Μάλιστα τι θα τους εμποδίσει να το κάνουν, όταν έχουν επενδύσει τέτοια ποσά στους τηλεοπτικούς τους σταθμούς που είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο να τα βρουν μέσω της τηλεοπτικής αγοράς;», διερωτάται ο καθηγητής.
Λίγες μέρες μετά το τέλος της δημοπράτησης των τεσσάρων συχνοτήτων έχετε μια συνολική εικόνα επί της διαδικασίας. Ποια είναι τα υπέρ και τα κατά κατά τη γνώμη σας;
Η δημοπρασία για την παραχώρηση των 4 αδειών για τη λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών γενικού περιεχομένου πανελλαδικής εμβέλειας συνιστά υλοποίηση του Ν.4339/2005. Για τη ρύθμιση της ιδιωτικής τηλεόρασης που προβλέπει ο συγκεκριμένος νόμος και κατ’ επέκταση για την εφαρμογή του με τη διαδικασία αδειοδότησης έχω εκφραστεί και άλλες φορές, θα τα επαναλάβω εν συντομία.
Στα υπέρ θα περιλάμβανα τα εξής: Για πρώτη φορά έπειτα από 27χρόνια ρυθμίζεται το ζήτημα της αδειοδότησης χωρίς τον χαρακτήρα του προσωρινού. Μετά από αυτό κανείς δεν θα μπορεί πλέον να παραχωρεί άδεια για τη λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού χωρίς ορισμένη διαδικασία αδειοδότησης. Η αδειοδότηση γίνεται έναντι καταβολής τιμήματος για τη χρήση των συχνοτήτων που είναι δημόσια περιουσία. Εφεξής κανείς δεν θα μπορεί να παραχωρεί ευκόλως, δωρεάν ή με εικονικό αντίτιμο τις τηλεοπτικές συχνότητες. Πραγματοποιείται πόθεν έσχες των κεφαλαίων που θα επενδυθούν στην ιδιωτική τηλεόραση, ενώ όπως προβλέπει ο ως άνω νόμος, οι μέτοχοι του 1% και άνω και τα μέλη του Δ.Σ. των ιδιωτικών σταθμών, καθώς και οι νόμιμοι εκπρόσωποι των εταιρειών που συμμετέχουν στη διαδικασία αδειοδότησης απαιτείται να έχουν καθαρό ποινικό μητρώο.
Στα αρνητικά θα έβαζα το ίδιο το γεγονός του προσδιορισμού (περι)ορισμένου αριθμού αδειών, ταυτόχρονα με την μη λήψη όλων εκείνων των αυστηρών εμποδίων στη ροή χρήματος εκτός της τηλεοπτικής αγοράς (π.χ. από τον ευρύτερο και στενότερο δημόσιο, τις τράπεζες, τους φορολογικούς παραδείσους κ.ά.) προς τους ιδιωτικούς σταθμούς και κυρίως προς τους μητρικούς ομίλους. Αυτό που εγώ φοβάμαι είναι η επιβίωση της παλιάς διαπλοκής, χώρια από το γεγονός ότι νομιμοποιήθηκαν ακριβώς εκείνοι που διαμόρφωσαν το πεδίο της τηλεόρασης, όπως διαμορφώθηκε.
Aλλοιώθηκε η έννοια τις διαπλοκής που αφορά κυρίως τις άμεσες ή έμμεσες σχέσεις του δημόσιου χρήματος με τους μητρικούς ομίλους που χρησιμοποιούν ως όπλα τις εταιρείες ΜΜΕ που κατέχουν. H έννοια της διαπλοκής περιορίστηκε στις άμεσες ή έμμεσες δοσοληψίες των εταιρειών ΜΜΕ με το δημόσιο χρήμα και το κράτος, επικράτησε μια μερκαντιλιστική λογική στη διαγωνιστική διαδικασία και οι άδειες πήγαν σε μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις (το μεγάλο κεφάλαιο), ενώ δεν προβλέπεται να πάρουν παρόμοιες άδειες μη κρατικά μη κερδοσκοπικά συνεταιριστικά σχήματα.
Aπό αυτό δεν προμηνύεται κάτι καλό, τα ποσά που δόθηκαν σε συνδυασμό με τα ποσά που θα απαιτηθούν για τη λειτουργία των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών πιθανόν να οδηγήσουν σε ακόμα πιο χαμηλής ποιότητας ενημερωτικό και ψυχαγωγικό τηλεοπτικό πρόγραμμα (ήτοι ίσως επίκειται πλήρης ιταλοποίηση της ελληνικής τηλεόρασης) και ταυτόχρονα στην άσκηση πιέσεων εκ μέρους των καναλαρχών – επιχειρηματιών προς το δημόσιο και την κεντρική και περιφερειακή πολιτική εξουσία για επικερδείς συναλλαγές με το δημόσιο, δεν προσδιορίζονται τα προσόντα του προσωπικού που θα προσλάβουν οι καναλάρχες κ.ά.
Θεωρητικά μπήκε ένα μεγάλο ποσό στα ταμεία του κράτους και δεν διαφωνεί κανείς στο ότι επιτέλους πλήρωσαν οι καναλάρχες. Ωστόσο παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν και με ποιον τρόπο μπορεί να χτυπηθεί ουσιαστικά η διαπλοκή.
Όχι δεν μπήκε ακόμα αυτό το ποσό, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι θετικό ότι υποχρεώθηκαν οι επιχειρηματίες των ΜΜΕ να συμμετέχουν σε μια διαδικασία που προβλέπει την καταβολή χρημάτων στο δημόσιο για τη χρήση των συχνοτήτων. Επίσης, ακόμα δεν διενεργήθηκε ο έλεγχος πόθεν έσχες (εδώ θα πρέπει να δοθεί μεγάλη σημασία καθώς στη δημοσιότητα αναφέρονται πολλά αρνητικά, τουλάχιστον για τον έναν από τους επιχειρηματίες που πήραν τις άδειες). Τέλος, θα είναι θετικό τα χρήματα που εισπράχθηκαν να επιστρέψουν στην κοινωνία, όπως ανακοινώθηκε, και όχι να πάνε στις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2.1. του 3ου μνημονίου.
Σε κάθε περίπτωση, όπως προανάφερα, θεωρώ ότι ο παρών νόμος και η διαδικασία αδειοδότησης όσο αδιάβλητη και αν είναι, ανεξάρτητα από τις προθέσεις της παρούσας κυβέρνησης, δομικά δεν αποτρέπουν αυτό που λέμε «διαπλοκή». Μια άλλη κυβέρνηση ή ένα πρόσωπο που βρίσκεται σε ευαίσθητη θέση κυβερνητική, μπορεί να το πράξει.
Εκτός αυτού πρέπει να λάβουμε και άλλα υπόψη προς αυτήν την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, η ονομαστικοποίηση των μετοχών που προβλέπει ο νόμος δεν είναι υποχρεωτική για επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε κράτη στα οποία δεν είναι υποχρεωτική η ονομαστικοποίηση. Και σας ερωτώ αν το χ ή ψ Fund στο οποίο είναι τοποθετημένα μαύρα χρήματα ή χρήματα που που βγήκαν παράνομα από τη χώρα, έχει την έδρα του σε ένα τέτοιο κράτος, πώς θα εμποδιστεί η απόκτηση τηλεοπτικού σταθμού και ταυτόχρονα το ξέπλυμα του χρήματος;
Επίσης μπορεί υπό τις παρούσες περιστάσεις να εμποδιστεί η ροή χρήματος από τις τράπεζες με τη μορφή των «θαλασσοδιαφημίσεων» ή σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και με τη μορφή των «θαλασσοδανείων»; Αποκλείεται, υπό τις παρούσες συνθήκες, να λαμβάνουν δημόσιο χρήμα με τις άλλες τους επιχειρήσεις και ιδιότητες οι καναλάρχες και στη συνέχεια να το διοχετεύουν μέσω ΑΜΚ στις επιχειρήσεις ΜΜΕ που έχουν; Μάλιστα τι θα τους εμποδίσει να το κάνουν όταν έχουν επενδύσει τέτοια ποσά στους τηλεοπτικούς τους σταθμούς που είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο να τα βρουν μέσω της τηλεοπτικής αγοράς;
Όπως και να έχει, θεωρώ ότι η στρατηγική της επιλογής (περι)ορισμένου αριθμού αδειών δεν είναι αποτελεσματική στην καταπολέμηση της διαπλοκής (αν την ορίζουμε όχι ως δοσοληψία των καναλαρχών με τη δημόσιο χρήμα, αλλά ως μεταφορά δημόσιου χρήματος στους μητρικούς ομίλους και από εκεί στα κανάλια τους, τα οποία χρησιμοποιούνται ως εργαλεία απόσπασης δημόσιου χρήματος έναντι παροχής πολιτικής υποστήριξης). Κατά τη δική μου άποψη πιο αποτελεσματικό θα ήταν αν υπήρχαν δρακόντεια εμπόδια στη μεταφορά δημόσιου και μαύρου χρήματος στα κανάλια (χωρίς τον προσδιορισμό περιορισμένου αριθμού καναλιών). Το πρόβλημα της διαπλοκής είναι πολιτικό και όχι χρηματικό, γι’ αυτό και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μερκαντιλιστικά μέτρα, μάλιστα στο περιβάλλον μιας χώρας στην οποία ο καπιταλισμός είναι μεταπρατικός και κρατικοδίατος. Με άλλα λόγια για να αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά αυτό που λέγεται διαπλοκή, πρέπει να ακολουθήσουμε το χρήμα, και εκεί να ορθώσουμε εμπόδια, όταν δημόσιο χρήμα άμεσα ή έμμεσα καταλήγει σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, που με τα κανάλια τους γίνονται πολιτικοί παίκτες για να διατηρήσουν την κρατικοδίαιτη υπόστασή τους, μιας και δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικοί.
Τα ποιοτικά κριτήρια και τα θέματα δεοντολογίας πώς διασφαλίζονται στο νέο τοπίο;
Όχι, πουθενά στη διαγωνιστική διαδικασία δεν τέθηκαν ως τυπικό κριτήριο και ούτε ελήφθησαν υπόψη τα ποιοτικά κριτήρια (που αφορούν στο πρόγραμμα και όχι μόνο), ενώ κατά τη γνώμη μου, όπως και κατά τη γνώμη πολλών άλλων, θα έπρεπε. Μιλώ βέβαια για ποιοτικά κριτήρια και όχι για λογοκρισία, για εμπόδια στην άσκηση του δημοσιογραφικού ρόλου των ΜΜΕ, στην έκφραση γνώμης ή στον πολιτιστικό πλουραλισμό – το αντίθετο κάτι τέτοιο θα έπρεπε να αποτελεί ποιοτικό κριτήριο. Και φυσικά την αποτίμηση των ποιοτικών κριτηρίων μόνο ένα όργανο όπως το ΕΣΡ, μάλιστα με ακόμα πιο ενισχυμένα επιστημονικά εφόδια, θα μπορούσε να κάνει. Το γεγονός ότι το ΕΣΡ δεν έχει ακόμα συσταθεί δεν αποτελεί κατά τη γνώμη μου δικαιολογία για το ότι δεν προσδιορίστηκαν τέτοια ποιοτικά κριτήρια στη δημοπρασία.
Σε ό,τι αφορά τη δεοντολογία, η θέσπιση και η τήρησή της είναι έργο Ενώσεων των ίδιων των εργαζομένων στα ΜΜΕ. Ο κώδικας δημοσιογραφικής δεοντολογίας που διαθέτουμε στην Ελλάδα, είναι πολύ γενικόλογος, ελλειπτικός, και απαντάται κυρίως σε μια δημοσιογραφική ένωση, είναι δε υποχρεωτικός μόνο για τα μέλη της.
Επιπλέον πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η παραβίαση ακόμα και αυτού του περιορισμένου και γενικόλογου κώδικα δεοντολογίας, σε πολλές περιπτώσεις συντελείται κατόπιν πιέσεων που ασκούν στους δημοσιογράφους και τους άλλους εργαζομένους στα ΜΜΕ οι ιδιοκτήτες των σταθμών, οι διευθυντές τους κ.ο.κ. (ας θυμηθούμε εδώ και την on air παρέμβαση καναλάρχη στο σταθμό του, με την οποία επέπληττε τους παρουσιαστές εκπομπής – επομένως είναι εύκολο να καταλάβουν τι συμβαίνει off air ακόμα και εκείνοι που δεν είναι εξοικειωμένοι με το παρασκήνιο της τηλεοπτικής παραγωγής).
Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι η δημοσιογραφία στην Ελλάδα έχει ανάγκη από ένα ευρύτερο σώμα, ας πούμε ένα επιμελητήριο, που θα επεξεργαστεί και θα εφαρμόζει έναν πολύ πιο λεπτομερή κώδικα δεοντολογίας, και για άλλες, εκτός δημοσιογράφων, κατηγορίες εργαζομένων στα ΜΜΕ. Βασική παράμετρος ενός τέτοιου κώδικα, ενός τέτοιου οργάνου πρέπει να είναι η προστασία των δημοσιογράφων κ.ά. εργαζομένων στα ΜΜΕ (συμπεριλαμβανομένων και των διαδικτυακών) από τους ιδιοκτήτες και διευθυντές τους, έτσι ώστε να να μην υποχρεώνονται από αυτούς να γράφουν ότι «ο γάϊδαρος πετάει», προκειμένου να είναι ανταγωνιστικά τα εμπορικά ΜΜΕ τα οποία έχουν στην κατοχή τους. Φυσικά, ένας τέτοιος κώδικας δεν μπορεί να αφήνει εκτός και τους εργαζόμενους στα κρατικά ΜΜΕ.
Με άλλα λόγια υπάρχει πολλή δουλειά να γίνει στο πεδίο των ΜΜΕ αλλά λίγα θα πετύχουμε, αν αυτά είναι στα χέρια κρατικοδίαιτων μεγαλοεπιχειρηματιών και μάλιστα με τον τρόπο που είναι μέχρι σήμερα.