του Γιάννη Γεωργίου(*) στο ΑΠΕ
Ανήμερα την Πρωταπριλιά επέλεξε το Ινστιτούτο Πληροφοριακών Συστημάτων του Ερευνητικού Κέντρου “Αθηνά” να οργανώσει μια συζήτηση, στο πλαίσιο του Athens Science Festival, για τα fake news, τις «ψευδείς ειδήσεις», την ημέρα δηλαδή κατά την οποία το «αθώο ψέμα» όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και συνδέεται, σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, ακόμη και με την καλή τύχη στο υπόλοιπο του χρόνου για αυτόν που θα καταφέρει να ξεγελάσει τους άλλους.
Η αντιπαράθεση αυτή όμως, είναι που καταδεικνύει την απόσταση που χωρίζει το απενοχοποιημένο πρωταπριλιάτικο ψέμα, λαογραφικού χαρακτήρα έθιμο, με το επικίνδυνο διεθνές φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων, που ιστορικά έχουν συνδεθεί με σκοτεινές σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας, με κορυφαίο ίσως παράδειγμα την καλλιέργεια του εδάφους και την προετοιμασία του κλίματος για τους διωγμούς των Εβραίων.
Τα fake news συνιστούν ένα σοβαρότατο κίνδυνο νόθευσης της ενημέρωσης του πολίτη, επηρεάζοντας την κρίση του και υπονομεύοντας ακόμη και τη λειτουργία της Δημοκρατίας.
Ενδεικτικό της βαριάς σκιάς που ρίχνει πλέον στον χώρο της ενημέρωσης το πρόβλημα των fake news είναι ότι την 24ωρη «ασυλία» στο ψέμα και στον ψεύτη, που προσφέρει η Πρωταπριλιά, απορρίπτουν πλέον ορισμένα ΜΜΕ. Σουηδικές και νορβηγικές εφημερίδες ανακοίνωσαν ότι σταματούν να δημοσιεύουν πρωταπριλιάτικα αστεία, για να μην συμβάλουν με τον τρόπο αυτό στη διάδοση των ψευδών ειδήσεων. Όπως εξήγησαν κορυφαία στελέχη τους, με την απόφαση αυτή τα θέλουν να καταδείξουν ότι μεταδίδουν αληθινές και μόνο πληροφορίες και αρνούνται να ξεγελάσουν το αναγνωστικό τους κοινό ακόμη και την Πρωταπριλιά.
Στην αντίπερα όχθη χιλιάδες, ιστοσελίδες σε όλο τον κόσμο διαδίδουν ψέματα ή -ακόμη χειρότερα- ψέματα ανακατεμένα με αλήθειες, σε σημείο που συχνά είναι αδύνατο για τους περισσότερους αναγνώστες να διακρίνουν την αλήθεια από το ψέμα, με αποτέλεσμα οι αναγνώστες όχι μόνο να υιοθετούν το περιεχόμενο των fake news και να επηρεάζονται από αυτά αλλά και να τα διαδίδουν.
Τις διαστάσεις του προβλήματος επισήμανε πρόσφατα ο δημιουργός του World Wide Web, ο Τιμ Μπέρνερς-Λι, ο οποίος σε ανοικτή επιστολή του για την 28η επέτειο δημιουργίας του internet συμπεριέλαβε τα fake news μεταξύ των τριών απειλών που αντιμετωπίζουν οι χρήστες του ? οι άλλες δύο απειλές είναι η πολιτική προπαγάνδα και η προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Η ιστορία των fake stories είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος? και η ιστορία των fake news είναι σίγουρα τόσο παλιά όσο και η εφεύρεση του Γουτεμβέργιου. Η ενημέρωση και η επικοινωνία γρήγορα αποτέλεσαν εργαλεία προπαγάνδας και επηρεασμού της κοινής γνώμης, με ολέθρια σε πολλές περιπτώσεις αποτελέσματα. Στους παραδοσιακούς σκοπούς χρήσης των fake news για την επίτευξη πολιτικών και οικονομικών σχεδιασμών, η εποχή των digital media και των social media προσέθεσε και το άμεσο οικονομικό κέρδος. Η διάδοση των fake news εκτός από την προπαγάνδα οδηγεί και σε ένα Ελντοράντο οικονομικού κέρδους. Η επισκεψιμότητα εκτοξεύει τα ad revenues τα οποία μεταφράζονται σε ανέξοδο κέρδος, για κοινωνικά ασυνείδητους εκδότες και bloggers.
Η εποχή των web 2.0 με τα προσωπικά ιστολόγια και τα κοινωνικά δικτύων στην ουσία παρέχει την ευκαιρία λειτουργίας ΜΜΕ χαμηλού έως και μηδενικού κόστους και δίνει τη δυνατότητα σε κάθε χρήστη του διαδικτύου να δημιουργήσει το δικό του κανάλι στα social media πολλαπλασιάζοντας έτσι με ιλιγγιώδεις ρυθμούς την διάδοση των fake news.
Στη χρονιά που πέρασε και αυτή που διανύουμε κυριαρχεί οριζόντια το πρόβλημα των fake news, ως επανεμφάνιση μιας βαριάς ασθένειας -από την οποία στο παρελθόν δεν είχαν μείνει απρόσβλητα τα παραδοσιακά ΜΜΕ- η οποία όμως τώρα με νέα χαρακτηριστικά τείνει να λάβει μορφή επιδημίας.
Από τη στιγμή που οι σπόροι της ψευδούς είδησης, βγάλουν ρίζες στην κοινωνία, μια τεράστια φασολιά ψέματος υψώνεται και απλώνει τα μεγάλα πυκνά κλαδιά της ακουμπώντας στα Social media οδηγώντας τον πολίτη σε ένα γοητευτικό κόσμο, από τον οποίο όμως η κατακρήμνιση προκαλεί την διάβρωση της εμπιστοσύνης στην ενημέρωση.
Για τους ρυθμούς ανάπτυξης του δέντρου του ψέματος και την αναρρίχηση στα κλαδιά του οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί.
Κατά την προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ οι 20 δημοφιλέστερες ψευδείς ειδήσεις που κυκλοφόρησαν σε σατιρικές ιστοσελίδες οι οποίες δημοσιεύουν αληθοφανείς, αλλά ανυπόστατες ειδήσεις και σε υπερβολικά μεροληπτικά μπλογκς, συγκέντρωσαν 8.711.000 αντιδράσεις στο Facebook. Την ίδια περίοδο, οι 20 δημοφιλέστερες ειδήσεις που δημοσιεύτηκαν στις μεγαλύτερες ειδησεογραφικές σελίδες συγκέντρωσαν περίπου 1.400.000 λιγότερες αντιδράσεις στο Facebook.
Για τη δε, διάβρωση της ενημέρωσης, επίσης μιλούν οι αριθμοί: σε πρόσφατη δημοσκόπηση το 80% των Αμερικανών θεωρεί ότι τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ διασπείρουν ψευδείς ειδήσεις, ενώ πάνω από το 60% πιστεύει ότι και τα παραδοσιακά ΜΜΕ λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Ένας στους δύο Αμερικανούς θεωρεί ότι οι ειδησεογραφικές ιστοσελίδες μεταδίδουν σκοπίμως ψευδείς ειδήσεις και τέσσερις στους δέκα πιστεύουν το ίδιο κάνουν και οι παραδοσιακές πηγές ενημέρωσης.
Τα fake news είχαν αδιαμφισβήτητα ενεργό ρόλο στις αμερικανικές εκλογές του περασμένου έτους ?με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων από άγνωστα ακόμη κέντρα- όπως για παράδειγμα ότι η Χίλαρυ Κλίντον είχε πουλήσει όπλα στον ISIS ή ότι ο Πάπας υποστήριξε την υποψηφιότητα Τραμπ. Σήμερα, σε συνδυασμό με τη ρητορική μίσους απειλούν τις επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις στη Γερμανία και τη Γαλλία, προκαλώντας ανησυχία σε μεγάλο τμήμα του πολιτικού κόσμου.
Απέναντι σε αυτή την απειλή η Ευρώπη προσπαθεί να θωρακιστεί. Οι γερμανικές αρχές θέσπισαν πρόσφατα σχέδιο κανονισμού που προβλέπει πρόστιμα έως 50 εκατομμύρια ευρώ στα κοινωνικά δίκτυα που θα αποτυγχάνουν να διαγράφουν αναρτήσεις ρητορικής μίσους ή ψευδείς ειδήσεις από τις πλατφόρμες τους.
Στο Παρίσι 37 γαλλικά , βρετανικά και αμερικανικά ΜΜΕ, (Liberation, Le Monde, Les Echos, Channel Four, BBC News, Bloomberg), σε συνεργασία με το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, και τη στήριξη της Google και του Facebook δημιούργησαν πλατφόρμα (crosscheck.firstdraftnews.com) διασταύρωσης πληροφοριών για την αποκάλυψη των ψευδών ειδήσεων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία και η πρωτοβουλία ίσως να παραταθεί και στη συνέχεια.
Μέτρα αμφιβόλου αποτελεσματικότητας δείχνουν να προτίθενται να λάβουν και ορισμένες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Το Facebook επιτρέπει στους χρήστες τους να χαρακτηρίζουν ως φάρσα αμφισβητούμενα άρθρα. Επίσης δηλώνει ότι θα συνεργαστεί με ειδησεογραφικούς οργανισμούς για την πιστοποίηση της γνησιότητας των ειδήσεων. Ωστόσο από το Buzzfeed το οποίο θεωρείται κεντρικός διανομέας fake news δεν φαίνεται να έχει καμία αντίστοιχη πρόθεση.
Ο αντίλογος στους περιορισμούς αποτελείται από επιχειρήματα που αμφισβητούν την δύναμη της επιρροής των ψευδών ειδήσεων έναντι των αληθινών στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης και στην δημιουργία κλίματος μίσους και πόλωσης και εστιάζουν στους κινδύνους για την ελευθερία του τύπου, της έκφρασης και της γνώμης από την επιβολή απαγορεύσεων και κατασταλτικών μέτρων.
Ήδη μάλιστα ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ με πρόσχημα την διάδοση fake news έκλεισε την πόρτα του Λ. Οίκου σε ορισμένα από τα μεγαλύτερα αμερικανικά ΜΜΕ, τα οποία όμως του ασκούσαν κριτική. Η στρατηγική αυτή, για την ώρα σε επίπεδο κριτικής, έχει βρει ήδη μιμητές και στην Γαλλία στα πρόσωπα του Φρανσουά Φιγιόν και της Μαρίν Λεπέν, οι οποίοι χρησιμοποιούν τον όρο fake news για να χαρακτηρίσουν ακριβείς πληροφορίες, που όμως δεν τους αρέσουν.
Τοποθετώντας στην ατζέντα του προβληματισμού δίπλα στα fake news, τους αλγόριθμους που χρησιμοποιούν πλατφόρμες όπως το facebook για τον καθορισμό της σειράς παρουσίασης των ειδήσεων ανεξάρτητα του ποσοστού αλήθειας που περιέχουν, αξίζει να αναφερθεί η πρόσφατη παρατήρηση του οικονομολόγου Μάθιου Γκέντζκοου, ο οποίος μελέτησε το φαινόμενο κατά την προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ:
«Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Τα fake news δεν κυριαρχούν, αλλά στο μέλλον αυτό μπορεί να αλλάξει. Τα φίλτρα και οι αλγόριθμοι μπορεί να παίξουν στη συνέχεια μεγαλύτερο ρόλο. Τα πάντα θα κριθούν από τα κίνητρα των ψηφοφόρων. Είναι διατεθειμένοι να αναζητούν μια ακριβή και αληθή πληροφόρηση; Κατά βάθος οι χρήστες θέλουν να μάθουν την αλήθεια για τον κόσμο. Αν όμως η πραγματική τους επιθυμία είναι να τους λένε ψέματα, τότε το Facebook είναι το μικρότερο από τα προβλήματά μας».
Εν κατακλείδι, η ευθύνη των ΜΜΕ, των δημοσιογράφων και των κοινωνικών δικτύων είναι καθοριστική για την εξέλιξη του φαινομένου των ψευδών ειδήσεων αλλά τα click, τα Like, τα Share και τα retweet των χρηστών του Internet είναι αυτά που «δικαιώνουν» τις στρατηγικές των σκοτεινών μηχανών παραγωγής των fake news.
(*) Ο Γιάννης Γεωργίου είναι δημοσιόγραφος του ΑΠΕ-ΜΠΕ