Του Ακρίτα Καϊδατζή επίκ. καθηγητή Νομικής ΑΠΘ
Το μεγάλο πρόβλημα του ασφαλιστικού συστήματος είναι ότι η χρηματοδότησή του είναι υπέρμετρα εξαρτημένη από τις εισφορές. Και, καθώς οι εισφορές υπολογίζονται επί των αποδοχών των εργαζομένων, η βιωσιμότητα του συστήματος εξαρτάται από την απασχόληση. Όσο υπάρχουν δουλειές, και επομένως καταβάλλονται εισφορές, μπορούν και χρηματοδοτούνται οι παροχές. Όμως, πόσοι εργάζονται πια; Και με τί μισθούς;
Με την απασχόληση να έχει καταρρεύσει, και χωρίς να διαφαίνεται βελτίωσή της, το σύστημα έχει επειγόντως ανάγκη ενός συνολικού αναπροσανατολισμού, δηλαδή μιας γενναίας μεταρρύθμισης. Το ελάχιστο μιας τέτοιας μεταρρύθμισης θα ήταν η αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων χρηματοδότησης. Η συζήτηση δεν είναι άγνωστη διεθνώς, όπως δείχνουν οι διάφορες προτάσεις για τον “κοινωνικό ΦΠΑ”.
Δυστυχώς, και παρά τον φιλόδοξο τίτλο του, το νομοσχέδιο για τη «Μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος» κάθε άλλο παρά μεταρρύθμιση είναι. Μάλλον για αντι-μεταρρύθμιση πρόκειται, αφού οι βασικές κατευθύνσεις που επέβαλαν οι δανειστές οδηγούν στην ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή στην ακύρωση του κοινωνικού χαρακτήρα της.
Οι κατευθύνσεις αυτές είναι:
* Ακόμα μεγαλύτερη (!) εξάρτηση από τις εισφορές –με συνέπεια τη βέβαιη υποχρηματοδότηση όσο η απασχόληση παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.
* Ακόμα μικρότερη κρατική συμμετοχή και εγγύηση –με συνέπεια την απαξίωση του δημόσιου συστήματος και την εξώθηση στην ιδιωτική ‘συμπληρωματική’ ασφάλιση (για όσους φυσικά μπορούν να την πληρώσουν).
* Κατάργηση όλων των εναλλακτικών μοντέλων χρηματοδότησης, τα οποία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως απαρχές ή εναύσματα μεταρρύθμισης της κοινωνικής ασφάλισης.
Ας σταθούμε σ’ αυτό το τελευταίο σημείο. Ο μεγαλύτερος χαμένος της προτεινόμενης μεταρρύθμισης, δεν χωρεί αμφιβολία, είναι ο κλάδος των εργαζομένων στον Τύπο και τα ΜΜΕ.
Στον κλάδο αυτό λειτουργεί εδώ και δεκαετίες ένα ιδιότυπο σύστημα ασφάλισης, η χρηματοδότηση του οποίου βασίζεται στο λεγόμενο αγγελιόσημο. Πρόκειται για μιαν επιβάρυνση που επιβάλλεται στο τίμημα των διαφημίσεων που μεταδίδονται από τη ραδιοτηλεόραση ή δημοσιεύονται στον Τύπο.
Η βασική ιδέα του αγγελιοσήμου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: Ασφαλιστικοί πόροι αντλούνται από εκεί όπου παράγεται πλούτος χάρις στην εργασία των ανθρώπων του Τύπου και των ΜΜΕ. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία του: Το αγγελιόσημο καθιερώθηκε από ανελεύθερα καθεστώτα (το 1941 από κατοχική κυβέρνηση και το 1968 από την απριλιανή δικτατορία), όταν συνειδητοποίησαν ότι, με την ανεργία που προκάλεσαν κλείνοντας τις εφημερίδες, οδηγούσαν σε κατάρρευση τα τότε ασφαλιστικά ταμεία του κλάδου.
Το σύστημα του αγγελιοσήμου λειτούργησε σε γενικές γραμμές, και παρά τις (αρκετές) στρεβλώσεις του, με επιτυχία. Ο κύριος φορέας του κλάδου, το ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, είναι ένα ταμείο υγιές και με σημαντικά αποθεματικά.
Το πιο εντυπωσιακό όμως, είναι ότι τα ταμεία του κλάδου έχουν πετύχει κάτι, κυριολεκτικά, μοναδικό, καθώς λειτουργούν:
– Με μηδενική κρατική χρηματοδότηση και
– Έχοντας σε μεγάλο βαθμό απεξαρτηθεί από τις εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων.
Γιατί άραγε πρέπει ένα τέτοιο σύστημα να καταργηθεί; Μοιάζει σαν να θέλησαν οι δανειστές να “τιμωρήσουν” ένα σύστημα που ξεφεύγει από την “ορθοδοξία” τους (καλύτερα: ιδεοληψία) περί ατομικής ευθύνης, προσφέροντας ένα εναλλακτικό, και περισσότερο κοινωνικό, μοντέλο χρηματοδότησης της ασφάλισης.
Όμως, αν η κοινωνική ασφάλιση είναι μηχανισμός αναδιανομής (επιβαρύνονται αυτοί που έχουν, για να βοηθηθούν αυτοί που δυσκολεύονται), ενώ από την άλλη η ιδιωτική ασφάλιση είναι μηχανισμός αποταμίευσης (ο καθένας ό,τι και όπως μπορεί), τότε ένα μοντέλο τύπου αγγελιοσήμου μάλλον θα ‘πρεπε να αποτελέσει πηγή έμπνευσης και απαρχή μιας ουσιαστικής μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος. Πολλώ δε μάλλον, που, ειδικά στην τρέχουσα συγκυρία, παρουσιάζει και προφανή δημοσιονομικά οφέλη, ακριβώς λόγω της μηδενικής κρατικής χρηματοδότησής του.