…από μνήμες πολέμου που ξύπνησαν σαν ορμητικός χείμαρος.
Το παλικάρι κατέρρευσε στο δρόμο. Ήταν δεν ήταν εκατό μέτρα έξω από το σπίτι της Ανάστας. “Ανάστα, Ανάστα”, φώναζαν οι γυναίκες. “Θεία Ανάααστα”, φώναζαν τα παιδιά. Η Ανάστα βγήκε αλαφιασμένη από το χαμηλό σπίτι. Μέσα έβραζε το τσουκάλι πάνω στη σόμπα. Ήταν από τις μέρες που δεν πήγε απο τις 3.00 το ξεμέρωμα στα χωράφια. Έτρεξε. Ένα παλικάρι, ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών, ξαπλωμένο σκελετωμένο στο δρόμο. Η Ανάστα τους φώναξε στη γλώσσα που γνώριζε, στη γλώσσα που μίλαγε. “Ne oturup bakmak, kaldırın, taşımak”. Το έβαλαν το παλικάρι στο χαμηλό κουζινάκι της γιαγιάς. Τον πότισε με γάλα κατσίκας, έστειλε τις μικρές της κόρες να βρουν κρέας να του βράσει. Τον συνέφερε. Δίπλα της το μισό χωριό…
Σαν συνήλθε, έμαθαν. Ήταν Αθηναίος, ερχόταν από την Αθήνα με τα πόδια για να σωθεί από την πείνα. Πόλεμος, Κατοχή, δοσίλογοι που πούλαγαν μια οκά λάδι με λίρες. Δεν είχε ο μικρός τίποτε. Κίνησε με τα πόδια από την Αθήνα.
Έφθασε στην Αραβησσό και κατέρρευσε στη μέση του δρόμου. Σκελετωμένος πια, ανήμπορος…Ήθελε να φθάσει στη Γερμανία, του είχαν πει οι δικοί του πως έχει εκεί συγγενείς.
Η γιαγιά Ανάστα τον κοίταξε, είπε κι ας μην κατάλαβε λέξη ο νεαρός. “Μείνε εδώ, τι πέντε παιδιά να θρέψω, τι έξι…” Κι έμεινε ο μικρός για μέρες, μέχρι που πήρε τα πάνω του. Η Ανάστα δεν μίλαγε ελληνικά, ήρθε στο Ομπάρ με τον άνδρα της, 20 χρονών παιδούλα με την Μικρασιατική καταστροφή. Τους βρήκε ο πόλεμος, η κατοχή, είχαν όμως να θρέψουν τα παιδιά τους, έστω με λίγα.
Μετά από πολλά χρόνια στο σπίτι της γιαγιάς Ανάστας σταμάτησε ένα ακριβό αυτοκίνητο. Δεν μου ‘παν τι μάρκα ήταν. Κατέβηκε ένας κύριος, καλοντυμένος, βγήκε η γιαγιά Ανάστα να δει, σκυφτή πλέον από τα χρόνια, μισή. Ο άντρας έτρεξε, την αγκάλιασε και της φίλησε τα χέρια. “Με έσωσες” της είπε. “Με έσωσες από την πείνα…”.