
Από το κακό στο χειρότερο
Η Επιδείνωση της Ελευθερίας των Μέσων Ενημέρωσης στην Ελλάδα
Μετά από παρατεταμένη περίοδο οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών κρίσεων, σε συνδυασμό με την προσφυγική κρίση, η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία εξελέγη τον Ιούλιο του 2019, επιδίωξε να προβάλει διεθνώς την εικόνα μιας προοδευτικής και σύγχρονης κυβέρνησης, ικανής να οδηγήσει την Ελλάδα προς ένα λαμπρότερο μέλλον. Ωστόσο, τεράστια ερωτηματικά εγείρονται πάνω σε αυτήν την προοδευτική εικόνα, δεδομένων των βάσιμων ανησυχιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα σχετικά με τις εσωτερικές πολιτικές που δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα αυστηρά αντιμεταναστευτικά μέτρα, τις κατασταλτικές τακτικές αστυνόμευσης, τα σκάνδαλα και τις προσπάθειες καταστολής των επικριτικών φωνών.
Αυτές οι επικριτικές φωνές περιλαμβάνουν δημοσιογράφους—ιδίως εκείνους που εργάζονται για ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και ξένα μέσα ενημέρωσης— ακτιβιστές και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Οι δημοσιογράφοι έχουν γίνει στόχοι με διάφορα μέσα, όπως μέσω spyware (υπόθεση παρακολούθησης Predator) και φαινομενικά νόμιμων μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την αποτελεσματική παρενόχληση, τον εκφοβισμό, ακόμη και τη φίμωση της διαφωνίας και της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Οι διαδικτυακές εκστρατείες παρενόχλησης, που συχνά ενορχηστρώνονται ή ενθαρρύνονται από φορείς που συνδέονται με την κυβέρνηση, συμβάλλουν περαιτέρω σε ένα εχθρικό περιβάλλον για τους δημοσιογράφους. Αυτές οι ενέργειες, σε συνδυασμό με την αποτυχία της κυβέρνησης να διασφαλίσει τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης, ο κυβερνητικός έλεγχος στα κρατικά μέσα ενημέρωσης και η αυτολογοκρισία από δημοσιογράφους και συντάκτες, έχουν τρομερές συνέπειες για τη δημοκρατία και το δικαίωμα του κοινού στην ενημέρωση στην Ελλάδα.
Παρά τις υποχρεώσεις της Ελλάδας ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι τρέχουσες εγχώριες πρακτικές, όπως καταγράφονται στην παρούσα έκθεση, καταδεικνύουν ένα μοτίβο συμπεριφοράς που υπονομεύει τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, ιδίως όσον αφορά την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του Τύπου. Αυτές οι ενέργειες παραβιάζουν τις θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και συγκεκριμένα τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την ελευθερία, τη δημοκρατία, την ισότητα, το κράτος δικαίου και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης, που σημαίνει την ύπαρξη ενός ευρέος φάσματος μέσων ενημέρωσης με ποικίλες δομές ιδιοκτησίας και απόψεις, είναι απαραίτητος για την υγιή δημοκρατία και παρέχει ένα επίπεδο ανεξάρτητου ελέγχου που βοηθά στην τήρηση του κράτους δικαίου. Η Human Rights Watch έχει διαπιστώσει ότι στην Ελλάδα, ένα σε μεγάλο βαθμό συγκεντρωμένο τοπίο μέσων ενημέρωσης που κυριαρχείται από μέσα ενημέρωσης που ευθυγραμμίζονται με διαδοχικά κυβερνώντα κόμματα, υπονομεύει αυτόν τον πλουραλισμό. Αυτό έχει αναπτυχθεί τουλάχιστον εν μέρει λόγω ανεπαρκών νομικών εγγυήσεων για την αποτροπή αυτής της συγκέντρωσης των μέσων ενημέρωσης και της αδικαιολόγητης πολιτικής επιρροής, καθώς και λόγω της κακής εφαρμογής του υφιστάμενου νομικού πλαισίου που σχετίζεται με τη ρύθμιση των μέσων ενημέρωσης, τη διαφάνεια της ιδιοκτησίας και τον ανταγωνισμό. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα συμφέροντα των ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης μπορούν να έχουν προτεραιότητα έναντι των αρχών της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας, η οποία όταν είναι ευάλωτη σε συντονισμένες προσπάθειες κυβερνητικών αξιωματούχων να φιμώσουν ανεξάρτητες φωνές, σημαίνει ένα τοπίο που στρεβλώνεται προς την ευνοϊκή κάλυψη της κυβέρνησης. Αυτό οδηγεί επίσης στην καταστολή της κριτικής δημοσιογραφίας και στη διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού στα μέσα ενημέρωσης.
Η παρούσα έκθεση εστιάζει ειδικά σε περιπτώσεις όπου οι κρατικές ενέργειες υπονομεύουν την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης με τρόπους που υπονομεύουν το κράτος δικαίου. Εξετάζει περιπτώσεις όπου το κράτος έχει επιδιώξει να ελέγξει τα μέσα ενημέρωσης για να μειώσει τον έλεγχο και την κριτική των δικών του ενεργειών, μεταξύ άλλων μέσω της παροχής κινήτρων για αυτολογοκρισία, της αποδυνάμωσης του ρόλου των μέσων ενημέρωσης στη λογοδοσία της εκτελεστικής εξουσίας και της υπονόμευσης των δικαιωμάτων στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης για όλους στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων όσων εργάζονται στα μέσα ενημέρωσης.
Ορισμένοι δημοσιογράφοι που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση αναφέρουν ότι αντιμετωπίζουν εκφοβισμό και παρενόχληση από κυβερνητικούς αξιωματούχους. Τα στοιχεία για κρατική επιτήρηση δημοσιογράφων —είτε μέσω πιο «παραδοσιακών» μέσων, όπως οι τηλεφωνικές υποκλοπές από κρατικούς πράκτορες είτε μέσω της στόχευσης με λογισιμκό spyware— εγείρουν σοβαρές ανησυχίες για την ιδιωτικότητα και την ελευθερία της έκφρασης και κινδυνεύουν να έχουν αποθαρρυντικές επιπτώσεις στην δημοσιογραφία, καθώς οι πηγές φοβούνται την ταυτοποίηση και οι δημοσιογράφοι φοβούνται για την ασφάλειά τους.
Μια άλλη ανησυχία είναι ότι, βάσει της ελληνικής νομοθεσίας, είναι πολύ εύκολο για ισχυρά άτομα να οπλίσουν το νομικό σύστημα εναντίον επικριτικών δημοσιογράφων μέσω καταχρηστικών αγωγών, οι οποίες αναφέρονται ως SLAPP (Στρατηγικές Αγωγές κατά της Δημόσιας Συμμετοχής), οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για να εξαντλήσουν οικονομικά και να εκφοβίσουν ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης. Ένα κεντρικό μέσο για τέτοιες αγωγές είναι ο δεκαετιών παλιός νόμος περί αστικής δυσφήμισης, ο οποίος αναφέρεται από πολλούς ως ο «Τυποκτόνος νόμος». Η Ελλάδα δεν διαθέτει ισχυρές δικλείδες ασφαλείας κατά του SLAPP για να περιορίσει την κατάχρηση του νομικού της συστήματος για τη φίμωση δημοσιογράφων και υπερασπιστών των δικαιωμάτων. Ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας τροποποιήθηκε πρόσφατα για να καταργήσει την «απλή δυσφήμιση», δηλαδή τη διάδοση ενός γεγονότος (ακόμα και αν είναι αληθές) που μπορεί να είναι προσβλητικό για την τιμή ή τη φήμη κάποιου , ως ποινικό αδίκημα. Ωστόσο, παρά την αυξανόμενη συναίνεση στο διεθνές δίκαιο και τις εκκλήσεις διεθνών νομικών εμπειρογνωμόνων για την εξάλειψη κάθε ποινικής δυσφήμισης, οι νόμοι της Ελλάδας εξακολουθούν να δημιουργούν ποινική ευθύνη για τις πράξεις προσβολής και συκοφαντικής δυσφήμισης – διάδοση ισχυρισμού που βλάπτει την τιμή ή τη φήμη ενός ατόμου, γνωρίζοντας ότι είναι ψευδής – γεγονός που ρίχνει περαιτέρω σκιά στην δημοσιογραφία.
Το 2022, ένα μεγάλο σκάνδαλο παρακολούθησης, ευρέως γνωστό ως «Predatorgate», το οποίο πήρε το όνομά του από το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator, έγινε ένα έντονο σύμβολο των απειλών για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα. Οι δημοσιογράφοι, ιδίως οι ερευνητικοί δημοσιογράφοι, ήταν πρωταρχικοί στόχοι παρακολούθησης, τόσο μέσω των ενεργειών της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) όσο και μέσω της χρήσης κατασκοπευτικού λογισμικού για την παρακολούθηση των επικοινωνιών των δημοσιογράφων. Οι δημοσιογράφοι που ερευνούσαν το σκάνδαλο τέθηκαν οι ίδιοι υπό παρακολούθηση.
Τέλος, ο έλεγχος των ελληνικών αρχών επί των δημόσιων μέσων ενημέρωσης έχει οδηγήσει σε αδικαιολόγητη επιρροή στο περιεχόμενο και τη συντακτική κατεύθυνση, και η χρήση δημόσιων διαφημιστικών κονδυλίων από την κυβέρνηση για την υποστήριξη ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης έχει χρησιμοποιηθεί για να επηρεάσει τις αφηγήσεις των μέσων ενημέρωσης υπέρ της.
Για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος, είναι επιτακτική ανάγκη να ανακληθεί η απόφαση που υπαγάγει τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, τον εποπτικό φορέα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης (ΕΡΤ) και το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, στην αρμοδιότητα του Γραφείου του Πρωθυπουργού.
Οι δημοσιογράφοι που έδωσαν συνέντευξη για αυτό το ρεπορτάζ μίλησαν όλοι για την ασφυκτική ατμόσφαιρα στην οποία εργάζονται και το διάχυτο κλίμα λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας υπό το οποίο λειτουργούν.
Υπάρχει αυξανόμενη διεθνής ανησυχία για την κατάσταση της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι αντικατοπτρίζονται στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF), όπου η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ . Τον Φεβρουάριο του 2024, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα που εγείρει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και το κράτος δικαίου στην Ελλάδα. Οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κράτος Δικαίου έχουν επίσης επισημάνει απειλές για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στη χώρα, ενώ αναγνωρίζουν ορισμένες θετικές προόδους. Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές αρνούνται να αναγνωρίσουν ότι υπάρχει πρόβλημα. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απέρριψε το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για παράδειγμα, λέγοντας ότι το κράτος δικαίου της χώρας είναι «ισχυρότερο από ποτέ» και ότι «η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο συκοφαντίας» σε σχέση με επικρίσεις για το ιστορικό της κυβέρνησής του στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το σκάνδαλο παρακολούθησης το 2022 αναδεικνύει μια περαιτέρω ανησυχία: η κυβέρνηση φαίνεται να υπονομεύει προληπτικά τις προσπάθειες λογοδοσίαςπου ενδέχεται να εμπλέκουν πολιτικούς και άλλους κρατικούς αξιωματούχους . Για παράδειγμα, η κυβέρνηση έχει επικαλεστεί ανησυχίες εθνικής ασφάλειας για να εμποδίσει την αποκάλυψη σχετικών και αποδεικτικών πληροφοριών και ο Γενικός Εισαγγελέας έχει ξεκινήσει έρευνες για τον εντοπισμό πληροφοριοδοτών που έχουν παράσχει τέτοιες πληροφορίες, σε αυτό που φαίνεται να είναι υπολογισμένες προσπάθειες απόκρυψης αδικημάτων. Ομοίως, το σκάνδαλο της Λίστας Πέτσα, που αφορά τη διαδικασία της ελληνικής κυβέρνησης για την κατανομή δημόσιων κονδυλίων σε μέσα ενημέρωσης, αναδεικνύει ένα ανησυχητικό μοτίβο απροθυμίας να αποκαλυφθούν σχετικές πληροφορίες που έχουν σχεδιαστεί για να διασφαλιστεί η διαφάνεια και η λογοδοσία. Η αρχική άρνηση αποκάλυψης της λίστας με τα άτομα που έλαβαν χρηματοδότηση, τα στοιχεία για μεροληψία στη χρηματοδότηση και η παρεμπόδιση των ερευνών, είναι όλα παραδείγματα σκόπιμων προσπαθειών για την προστασία της λήψης αποφάσεων από τον έλεγχο, υπονομεύοντας τελικά τη διαφάνεια και διαβρώνοντας τις δημοκρατικές αρχές.
Τα ελεύθερα και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο μιας υγιούς δημοκρατίας, μεταξύ άλλων διασφαλίζοντας ότι το κοινό έχει τις απαραίτητες πληροφορίες για να λαμβάνει τεκμηριωμένες αποφάσεις και να λογοδοτεί στις αρχές. Όπως τεκμηριώνεται στην παρούσα έκθεση, η τρέχουσα κατάσταση της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα υπολείπεται κατά πολύ των υποχρεώσεων της Ελλάδας βάσει του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του δικαίου της ΕΕ όσον αφορά την ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης.
Ενώ οι προκλήσεις για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα είναι σημαντικές, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί ότι η κυβέρνηση έχει επιδείξει κάποια ανταπόκριση στην κριτική και τις πιέσεις. Σε περιπτώσεις όπου υπήρξε συντονισμένη αντίδραση, οι αρχές έχουν περιστασιακά κάνει παραχωρήσεις, αν και η έκταση και ο αντίκτυπος αυτών των ενεργειών παραμένουν αμφισβητούμενοι. Εύλογα ορισμένοι είναι επιφυλακτικοί για τα κυβερνητικά μέτρα, που συχνά περιλαμβάνουν τη δημιουργία μητρώων και ομάδων εργασίας, που φαινομενικά έχουν σχεδιαστεί για να τσεκάρουν τα πλαίσια για να δείξουν την πρόοδο χωρίς στοιχεία πραγματικού αντίκτυπου. Ωστόσο, σηματοδοτούν επίσης έναν βαθμό επίγνωσης και, κατά καιρούς, μια προθυμία αντιμετώπισης των ζητημάτων που αντιμετωπίζονται.
Η ελληνική κυβέρνηση οιυ ρωτήθηκε για τα ευρήματα της Έκθεσης, υπερασπίστηκε το status quo και ειδικότερα τις ενέργειές της. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι ισχυρισμοί για παρενόχληση κατά δημοσιογράφων είναι “υπερβολικοί και δεν έχουν αποδεικτικά στοιχεία”, και ότι η παρακολούθηση διεξάγεται πάντα νόμιμα και με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. Υποστηρίζει ότι οι ισχύοντες νόμοι προσφέρουν “επαρκή προστασία έναντι καταχρηστικών αγωγών”. Επιβεβαιώνει τη δέσμευσή της στις αρχές της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης και του κράτους δικαίου, επισημαίνοντας την αποποινικοποίηση ορισμένων τύπων δυσφήμισης ως αποδεικτικό στοιχείο, υποβαθμίζοντας το αποθαρρυντικό αποτέλεσμα της ύπαρξης ακόμη ποινικών κυρώσεων για άλλα είδη δυσφήμισης. Όσον αφορά το ζήτημα των δημόσιων μέσων ενημέρωσης και της κρατικής διαφήμισης, υποστηρίζει ότι όλα είναι δίκαια, διαφανή και απαλλαγμένα από αθέμιτη επιρροή.
Ενώ χαιρετίζουμε τη δηλωμένη δέσμευση της κυβέρνησης για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, η εξήγησή της έρχεται σε αντίθεση με τα ευρήματα αυτής της έκθεσης, η οποία βασίζεται στις ισχυρές μαρτυρίες δημοσιογράφων που προέρχονται από την προσωπική εμπειρία τους εκφοβισμού, παρακολούθησης και δικαστικής παρενόχλησης. Επιπλέον, η έλλειψη διαφάνειας σχετικά με την κρατική διαφήμιση, οι αποκαλύψεις του σκανδάλου «Λίστα Πέτσα» και η απροθυμία της κυβέρνησης να επιτρέψει τον έλεγχο και να διασφαλίσει τη λογοδοσία για τις πράξεις της υπονομεύουν την αξιοπιστία της αντίδρασης της κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να αποδεχτεί ότι πρέπει να λάβει αποφασιστικά μέτρα για να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες που προέρχονται από πολλές πηγές σχετικά με την πολύπλευρη υπονόμευση της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα. Η επίμονη άρνηση του προβλήματος και η μη λήψη μέτρων θα θέσουν σε κίνδυνο τη θέση της Ελλάδας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς διακυβεύονται βασικές αρχές του κράτους δικαίου. Η προστασία των δημοσιογράφων από την παρενόχληση και τον εκφοβισμό, η υπεράσπιση του δικαιώματος στην ενημέρωση, η προώθηση της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης και η καλλιέργεια ενός κλίματος που ευνοεί την ανεξάρτητη δημοσιογραφία αποτελούν απαραίτητα βήματα για την Ελλάδα, ώστε να τηρήσει τις δημοκρατικές της δεσμεύσεις και να διασφαλίσει μια ελεύθερη και ανοιχτή κοινωνία.
Ολόκληρη την Έκθεση τη διαβάζετε εδώ