Έλληνες δημοσιογράφοι καλούν σε συλλογή υπογραφών προκειμένου για να επανεξεταστεί η διακοπή της διαπίστευσης του ανταποκριτή του RIA-Novosti, έπειτα από 12 χρόνια για τον ίδιο και 20 για το Πρακτορείο. Η απόρριψη του καθιερωμένου ετήσιου αιτήματος για παράταση της διαπίστευσης του Ρώσου ανταποκριτή στην Αθήνα Γεννάδιου Μέλνικ, έχει προκαλέσει αντιδράσεις εντός και εκτός χώρας.
Το κείμενο για τη συλλογή υπογραφών
Με έκπληξη πληροφορηθήκαμε ότι μετά από αρκετούς μήνες εξέτασης, το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας κατέληξε στην απόρριψη του καθιερωμένου ετήσιου αιτήματος για παράταση της διαπίστευσης του Ρώσου ανταποκριτή στην Αθήνα Γεννάδιου Μέλνικ.
Πιστεύουμε ότι κάθε περιορισμός στη δραστηριότητα οποιουδήποτε δημοσιογράφου, η επαγγελματική ιδιότητα, η προσήλωση στη δεοντολογία και η ευσυνειδησία του οποίου είναι υπεράνω κάθε αμφισβήτησης, στην περίπτωση του Γεννάδιου Μέλνικ επί 12 χρόνια, αποτελεί πλήγμα για την ελευθεροτυπία, την απρόσκοπτη ανταλλαγή ιδεών και πληροφοριών μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών, αλλά και παραβίαση στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολύ περισσότερο, που η ανάκληση της διαπίστευσης γίνεται χωρίς αιτιολόγηση.
Αρκετοί εξ ημών έτυχε να διασταυρωθούμε επαγγελματικά με την εργασία του διακεκριμένου συναδέλφου μας, ο οποίος έχει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον προβάλλει κατά τα χρόνια που εργάζεται στην Ελλάδα, πολλά θέματα εθνικής σημασίας για τη χώρα μας, που συμβάλλουν στην αλληλοκατανόηση, ειδικά όταν οι απόψεις διίστανται, απέκτησαν μάλιστα τεράστια διεθνή διάδοση, λόγω της διεισδυτικότητας του δημοσιογραφικού του ομίλου όχι μόνο στο ρωσόφωνο, αλλά και σε ευρύ διεθνές κοινό.
Θεωρούμε ότι όπως δήλωσε ο γγ της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων Ρικάρντο Γκουτέρες, η ουσιαστικά απέλαση του ρωσο-ουκρανικής μάλιστα καταγωγής συναδέλφου μας ξεπερνά κατά πολύ τις προβλέψεις των κυρώσεων της ΕΕ, οι οποίες αφορούν στον περιορισμό της πρόσβασης και διάδοσης του ομίλου ΜΜΕ Russia Today (όπου υπάγεται το πρακτορείο RIA-Novosti) και όχι στην απαγόρευση της εργασίας όλων των δημοσιογράφων του στο έδαφος της ΕΕ.
Ζητούμε από τους αρμόδιους της ελληνικής κυβέρνησης να επανεξετάσουν το αίτημα της παράτασης της διαπίστευσης του Γ. Μέλνικ, ώστε να μην κλείσει το γραφείο ανταποκριτή, που λειτουργεί στην Αθήνα επί 20 χρόνια, αλλά και να μην συνεχιστεί το σπιράλ των αντίμετρων εναντίον Ελλήνων δημοσιογράφων ή διπλωματών, που έχει προαναγγείλει η ρωσική κυβέρνηση, ειδικά σε μια περίοδο, που αναζητούνται τρόποι συνεννόησης μεταξύ πολλών διεθνών δυνάμεων.
Καλούμε κάθε ενδιαφερόμενο, ανεξαρτήτως εθνικής, πολιτικής, θρησκευτικής ή άλλης επιλογής, και πρωτίστως τις δημοσιογραφικές οργανώσεις και τα ΜΜΕ της Ελλάδας, να σταθούν αλληλέγγυοι και να προβάλλουν το αίτημα αυτό και όλα τα παρόμοια, που αφορούν στην άρση όλων των περιορισμών και των διώξεων κάθε μορφής εναντίον δημοσιογράφων από όπου και αν προέρχονται.
Σχετικά με τη ανανέωση της άδειας του δημοσιογράφου Ρώσου ανταποκριτή στην Αθήνα Γεννάδιου Μέλνικ διαβάζουμε στην ιστοσελίδα neostrategy.gr ότι ουσιαστικά πρόκειται για “απέλαση”, μια ενέργεια που δυναμιτίζει περαιτέρω και τις Ρώσο-ελληνικές διπλωματικές σχέσεις.
<<Με τον «εύσχημο» τρόπο της μη ανανέωσης της δημοσιογραφικής διαπίστευσης, η κυβέρνηση Μητσοτάκη οδηγεί ουσιαστικά στην απέλαση από την Ελλάδα τον -επί σειρά πάρα πολλών ετών- ανταποκριτή του μεγαλύτερου ειδησεογραφικού πρακτορείου της Ρωσίας, Ria Novosti, στη χώρα μας, προκαλώντας νέα αναταραχή στις ελληνορωσικές σχέσεις.
Τη στιγμή που στο Ουκρανικό διαμορφώνονται κάποιες θετικότερες συνθήκες για ειρήνευση και γι’ αυτό το σκοπό ανοίγουν ολοένα περισσότερα κανάλια επικοινωνίας ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη σκληραίνει τη στάση της έναντι της Μόσχας, ρίχνοντας τις -ούτως ή άλλως ευρισκόμενες υπό το μηδέν- ελληνορωσικές σχέσεις, σε πολικές θερμοκρασίες.
Ενώ άπαντες, διεθνώς, αναμένουν με αγωνία εάν η εκεχειρία θα ανοίξει τον δρόμο για να λήξει επιτέλους το μακελειό που διαρκεί τρία χρόνια μέσα σε ευρωπαϊκό έδαφος, και σταδιακά να αποκατασταθεί η ηρεμία, η ελληνική κυβέρνηση για μια ακόμη φορά αποφάσισε να ρίξει λάδι στη φωτιά των ελληνορωσικών σχέσεων. Ετσι, ουσιαστικά οδήγησε σε απέλαση από τη χώρα μας τον επί σειρά πολλών ετών ανταποκριτή του ρωσικού ειδησεογραφικού πρακτορείου, Ria Novosti, Γκενάντι Μέλνικ.
Το υπουργείο Εξωτερικών, όπως αναφέρει σε δημοσίευμά του το Ria Novosti, «χωρίς να δώσει εξηγήσεις, αρνήθηκε να ανανεώσει τη διαπίστευση του ανταποκριτή του για το 2025. Ετσι, το γραφείο του πρακτορείου θα κλείσει μετά από τουλάχιστον 20 χρόνια λειτουργίας. Το 2024, η διαπίστευση του ανταποκριτή παρατάθηκε με καθυστέρηση. Φέτος, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αρνήθηκε να την ανανεώσει». Στέλεχος του υπουργείου «ανέφερε ότι δεν θα υπάρξει «θετική απάντηση» για το 2025, καθώς και ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει «λεπτομέρειες για αυτή την απόφαση» ή να εξηγήσει τους λόγους της μη ανανέωσης. Χωρίς να διαθέτει διαπίστευση, η συνέχιση της παρουσίας του ανταποκριτή στην Ελλάδα είναι αδύνατη, και ως εκ τούτου το γραφείο αναγκάζεται να διακόψει τη λειτουργία του».
Να σημειωθεί ότι και πρoηγουμένως, οι ελληνικές Αρχές όρθωναν εμπόδια στη δημοσιογραφική δραστηριότητα του Ρώσου δημοσιογράφου. Είναι χαρακτηριστικό, αναφέρει το δημοσίευμα του Ria Novosti, ότι «τον Μάρτιο του 2022, απαγορεύτηκε στον ανταποκριτή του πρακτορείου να συμμετέχει σε εκδηλώσεις του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Η απαγόρευση ίσχυε για περισσότερο από ένα χρόνο». Πρακτικά, αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσε να παρακολουθήσει ούτε καν συνεντεύξεις Τύπου.
Μάλιστα, στη δημοσιογραφική πιάτσα, μεταξύ των παλαιότερων δημοσιογράφων, συχνά ακουγόταν ότι κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ούτε καν με το τουρκικό πρακτορείο, Anadolu, κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο ή με το επεισόδιο των Ιμίων. Αναφέρεται, δε, ότι ουδέποτε εκείνες τις περιόδους απελάθηκαν Τούρκοι ανταποκριτές από την Ελλάδα. Αντίθετα, τώρα η ελληνική κυβέρνηση, συντασσόμενη πλήρως με τους «σκληρούς» της Ευρώπης, εμφανίζεται βασιλικότερη του βασιλέως, και σε μια περίοδο που άπαντες ευελπιστούν στην εκτόνωση της κρίσης Δύσης – Ρωσίας, ναρκοθετεί περαιτέρω της ελληνορωσικές σχέσεις.
Αντίστοιχες πρακτικές έχει επιδείξει και η πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η οποία έφτασε στο σημείο να μην καλέσει στο προεδρικό μέγαρο, σε εκδήλωση όπου παραβρίσκεται όλο το ξένο Διπλωματικό Σώμα, τον πρέσβη της Ρωσίας στην Αθήνα. Εναν διπλωμάτη, ο οποίος είναι ο «αρχαιότερος» των ξένων διπλωματών στη χώρα μας και, στους διπλωματικούς κύκλους, φέρει τον -άτυπο- τίτλο του «πρύτανη» των ξένων αποστολών.
Επιπλέον, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε την έκδοση στις ΗΠΑ του χαρακτηριζόμενου ως «mister Bitcoin», Αλεξάντρ Βίνικ, ο οποίος είχε συλληφθεί στην Ελλάδα. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι ΗΠΑ «αντάλλαξαν» τον Βίνικ με Αμερικανό κρατούμενο στη Ρωσία. Κάτι που αφήνει την εντονότατη υποψία ότι οι Αμερικανοί ήθελαν τον Βίνικ ως … νόμισμα προς ανταλλαγή.
Ως γνωστόν, μετά την έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, και τις ευρω-κυρώσεις κατά της Ρωσίας, η ντιρεκτίβα των Βρυξελλών ήταν να απαγορευτεί η λειτουργία των ρωσικών Μέσων Ενημέρωσης στην Ευρώπη. Κάτι που έγινε σε πολλές χώρες, και βέβαια έσπευσε να υλοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις, σε χώρες της ΕΕ, παρέμενε ανοικτό ένα παράθυρο για Ρώσους δημοσιογράφους. Τώρα, η κυβέρνηση το κλείνει, ουσιαστικά διώχνοντας τον -άκρως έμπειρο περί τις ελληνικές υποθέσεις και φίλο της Ελλάδας- Γκενάντι Μέλνικ.
Να σημειωθεί πως αντίστοιχες -και χειρότερες- πρακτικές έχει ακολουθήσει η Κύπρος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, προ μηνών, απελάθηκε ο ανταποκριτής ρωσικής εφημερίδας στη μεγαλόνησο, αφού προηγουμένως συνελήφθη και οδηγήθηκε με χειροπέδες στο αεροπλάνο.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Ria Novosti, «το γραφείο του πρακτορείου άνοιξε στην Αθήνα την παραμονή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. (…) Τους πρώτους μήνες του 2022 απαγορεύτηκε να μεταδίδονται στην Ελλάδα τα ρωσικά ΜΜΕ, Russia Today και Sputnik, ενώ έκλεισε ο ιστότοπος, Sputnik Greece, με αποτέλεσμα αρκετές δεκάδες Έλληνες δημοσιογράφοι που εργάζονταν εκεί να μείνουν χωρίς δουλειά. (…) Τον Δεκέμβριο του 2024, μπλόκαραν τη ροή του πρακτορείου, RIA Novosti, στο Μέσον Κοινωνικής Δικτύωσης, Telegram, με τον ισχυρισμό ότι παραβίαζε την ελληνική νομοθεσία, χωρίς ωστόσο να παραθέσουν συγκεκριμένα επιχειρήματα επί τούτου».