Κατά τη σημερινή δικάσιμο (23/7/2024) για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραιβαζ και ενώ η έδρα κατέγραφε τα αναγνωστεα, “διαβάστηκε” το αναγνωστεο με αριθμό 33, στο οποίο υπήρχαν επαφές του Καραιβαζ στην εφαρμογή WhatsApp.
Η έδρα ανέγνωσε σε αυτό το όνομα Δημητριάδης , που παραπέμπει στον πρώην διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου Γρήγορη Δημητριάδη, το όνομα Κοντολέων, που επίσης παραπέμπει στον πρώην διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντα, το όνομα του πρώην αρχηγού της αστυνομίας Καραμαλακη, δημοσιογράφων, συνεργατών του και άλλων.
Μετά την ανάγνωση του σχετικού η εισαγγελέας έσπευσε να σημειώσει ότι έχει καταστραφεί ο δίσκος με περιεχόμενο από τις επαφές αυτές, επειδή το cd είχε τρυπήσει από συρραπτικο!
Σύμφωνα με πληροφορίες , το περιεχόμενο δεν έχει αποτυπωθεί σε χαρτί, ενώ δεν ετέθη θέμα από την Έδρα για να ζητηθεί αντίγραφο.
Η αποκάλυψη αυτή προκαλεί εύλογα ερωτήματα για το περιεχόμενο του cd, ειδικά σε ότι αφορά τα ονόματα Δημητριάδη και Κοντολέοντα.
Και το λέμε αυτό, διότι εάν πράγματι πρόκειται για τα δύο πρόσωπα που είχαν, με επικεφαλής τον Πρωθυπουργό, την εποπτεία της ΕΥΠ, τίθεται σοβαρο ζήτημα.
Τέλος, εάν είναι τα ίδια πρόσωπα, είναι γνωστό ότι αμφότεροι είχαν υποβάλλει την παραίτησή τους τον Αύγουστο του 2022, μετά τις αποκαλύψεις για την παρακολούθηση του τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη.
Στο ρεπορτάζ της σελίδας λίγες ημέρες πριν ο δημοσιογράφος Μπάμπης Πολυχρονιάδης που παρακολουθεί εξαρχής τη δίκη γράφει: Δυστυχώς, η πολιτική εκμετάλλευση της υπόθεσης Καραϊβάζ η οποία ξεκίνησε με τις συλλήψεις που έγιναν τον Απρίλιο του 2023, σχεδόν ένα μήνα πριν τις εθνικές εκλογές, προκειμένου η κυβέρνηση Μητσοτάκη να δείξει ότι διαλεύκανε τη δολοφονία του γνωστού δημοσιογράφου, χωρίς ωστόσο να έχουν εντοπιστεί οι ηθικοί αυτουργοί, φαίνεται ότι συνεχίζεται και τώρα, εν μέσω της δίκης, από μέσα ενημέρωσης που πρόσκεινται στην αντιπολίτευση (νέο-ΣΥΡΙΖΑ και Ελληνική Λύση) και τα οποία “επενδύουν” όπως φαίνεται στην αθώωση των κατηγορουμένων, με σκοπό ένα νέο “φιάσκο” Μητσοτάκη. Δικαίωμά τους βέβαια να γράφουν ότι θέλουν και δικαίωμά μας “να γράψουμε ένα άλλο” αφού το δικό τους δεν μας αρέσει, όπως έλεγε ο αείμνηστος εκδότης της Ελευθεροτυπίας, Κίτσος Τεγόπουλος.
Μετά από έξι δικασίμους, η διαδικασία βρίσκεται σχεδόν στα μισά καθώς από τους 32 μάρτυρες έχουν καταθέσει ήδη περισσότεροι από 20. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Προέδρου η δίκη θα τελειώσει τις επόμενες μέρες, ακόμη και αν παραστεί αναγκαίο να γίνουν κάποιες συνεδριάσεις στις αρχές Αυγούστου.
Το freedomofpress.gr, από στοιχεία της δικογραφίας που έχουν τεθεί υπόψη του, εδώ και καιρό έχει διατυπώσει την άποψη του για τα δύο αδέλφια που κατηγορούνται για συμμετοχή στη δολοφονία: υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις εις βάρος τους, ως είθισται σε πληρωμένα “συμβόλαια θανάτου”, αλλά όχι ατράνταχτες αποδείξεις όπως εύρεση αποτυπωμάτων, όπλου κτλ.
Ωστόσο, τα στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία οφείλουν να συνεκτιμηθούν από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (τρεις τακτικοί δικαστές, τέσσερεις ένορκοι) μαζί με τις καταθέσεις των μαρτύρων, προκειμένου να αποφασιστεί αν είναι αθώοι ή ένοχοι οι κατηγορούμενοι.
Μέσα στα πλαίσια της δίκης και όπως είναι αναμενόμενο σε τέτοιες υποθέσεις, οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων -λειτουργώντας προς όφελος των πελατών τους- επιχειρούν τη δημιουργία εντυπώσεων προκειμένου να επηρεάσουν την κρίση των ενόρκων.
Και λέμε των ενόρκων, διότι οι δικαστές, είτε είναι καλοί, είτε κακοί, είτε ανάποδοι, εμπειρία από τις πρακτικές των δικηγόρων διαθέτουν, ενώ οι ένορκοι όχι.
Κατά τη χθεσινή, λοιπόν, δικάσιμο της 17ης Ιουλίου 2024 μοναδικός μάρτυρας ήταν ένας αστυνομικός που υπηρετούσε στο Εγκλημάτων Κατά Ζωής και ο οποίος μετά τη δολοφονία Καραϊβάζ συνέλλεξε και επεξεργάστηκε μαζί με συναδέλφους του υλικό από κάμερες ασφαλείας που οδήγησαν στον συσχετισμό του σκούτερ στο οποίο επέβαιναν οι εκτελεστές με το βαν της εταιρείας καθαρισμών ενός εκ των δύο κατηγορουμένων.
Ο αστυνομικός, ανάμεσα σε πολλά άλλα, είπε και ότι συγκεντρώθηκε υλικό από περίπου 300 κάμερες και ότι τελικά στη δικογραφία περιελήφθη υλικό από 72 κάμερες, το οποίο κρίθηκε ευκρινές και αξιοποιήσιμο.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης κατέθεσαν αίτημα προς το δικαστήριο να παραδοθεί όλο το υλικό και από τις υπόλοιπες κάμερες, επιχειρώντας να δημιουργήσουν εντυπώσεις τύπου “κάτι μας κρύβουν”.
Ήταν δε τέτοιος ο υπερασπιστικός… οίστρος εκείνη τη στιγμή που ένας εκ των τριών συνηγόρων, λόγω χρονικής απόκλισης σε μία κάμερα, διατύπωσε τον ισχυρισμό ότι η δολοφονία Καραϊβάζ δεν έγινε 14.18, αλλά μία ώρα νωρίτερα!
Ο ισχυρισμός του συνηγόρου προκάλεσε την αγανάκτηση της χήρας Καραϊβάζ, Στάθας, η οποία τόνισε στο δικαστήριο ότι τελευταία καταγεγραμμένη τηλεφωνική κλήση με τον Γιώργο ήταν στις 13.52, όταν εκείνος έφευγε από τον τηλεοπτικό σταθμό που εργαζόταν.
Το να επιχειρούν οι συνήγοροι υπεράσπισης να δημιουργήσουν εντυπώσεις, όπως είπαμε, είναι αναμενόμενο.
Όμως, από τότε που ξεκίνησε η δίκη, μέσα ενημέρωσης που πρόσκεινται στο (νέο)ΣΥΡΙΖΑ και την Ελληνική Λύση, με διαφορετική… “ένταση” το καθένα, άλλο πιο άμεσα και άλλο πιο έμμεσα, δείχνουν την προτίμησή τους στην γραμμή της υπεράσπισης.
Δικαίωμά τους.
Ο λόγος όμως που πλέον ασκούμε ανοιχτά κριτική για το γεγονός είναι ότι το… “τερμάτισαν”: στα ρεπορτάζ τους για τη χθεσινή δικάσιμο εξαπέλυσαν μύδρους για το υποτιθέμενο εξαφανισμένο υλικό από τις κάμερες, αλλά απέκρυψαν πλήρως τον φαιδρό ισχυρισμό ότι η δολοφονία έγινε μία ώρα νωρίτερα και την έκρηξη αγανάκτησης της χήρας Καραϊβάζ που ακολούθησε.
Ο υπάλληλος της ΕΥΔΑΠ…
Όπως είπαμε, στη δικογραφία δεν υπάρχουν ατράνταχτες αποδείξεις για την ενοχή των δύο κατηγορουμένων και ότι οι σοβαρές ενδείξεις θα συνεκτιμηθούν από το δικαστήριο μαζί με τις καταθέσεις των μαρτύρων.
Μία από τις πιο σοβαρές και κομβικές καταθέσεις, που ίσως παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της δίκης, ήταν του Α.Γ., μάρτυρα υπεράσπισης των κατηγορουμένων, στην προχθεσινή δικάσιμο της 16ης Ιουλίου 2024.
Ο Α.Γ. είναι υπάλληλος στην ΕΥΔΑΠ από το 1996, στην υπηρεσία καταμέτρησης των ρολογιών.
Ο Α.Γ. ήταν ύποπτος σε μία άλλη υπόθεση στην οποία εμπλέκεται ένα από τα αδέλφια που κατηγορούνται στη δολοφονία Καραϊβάζ, αυτή της δολοφονίας Κοντογιώργη τον Δεκέμβριο του 2021 στο Γαλάτσι.
Προ ετών, είχε βγάλει άδεια οπλοφορίας λόγω της συμμετοχής σε μία εταιρεία του χρηματοοικονομικού τομέα, επειδή θα μετέφερε χρήματα. Μόνο που η εταιρεία δεν είχε ποτέ δραστηριότητα.
Το άλλοθι που επιχείρησε να παράσχει στον μικρότερο αδερφό εκ των κατηγορουμένων στη δολοφονία Καραϊβάζ, επίσης στηρίζεται σε μία δουλειά που δεν έγινε ποτέ.
Είχαν αγοράσει μαζί ένα φορτηγό για να κάνει μεταφορές αλλά το πούλησαν μετά από ένα χρόνο χωρίς να έχουν πάρει ούτε μία δουλειά.
Τη μέρα της δολοφονίας ισχυρίστηκε ότι πήγε στον Ασπρόπυργο με τον μικρότερο αδερφό, σε μία μάντρα που ήταν σταθμευμένο το φορτηγό, για να του βάλουν τις πινακίδες. Πινακίδες οι οποίες είχαν βγει 5 Φεβρουαρίου θα τις “κούμπωναν” στο φορτηγό 9 Απριλίου.
Μάλιστα, επειδή ήταν “μέρα χαράς” που έβαλαν τις πινακίδες, ανήρτησαν ώρα 15.33 και μία σέλφι στο facebook.
Είπε στο δικαστήριο ότι παρέλαβε τον μικρό αδερφό από το πατρικό του σπίτι στο Κερατσίνι. “Δύο παρά τέταρτο τον κάλεσα στο κινητό όταν ήμουν στην Γρηγορίου Λαμπράκη”. Καταγεγραμμένη κλήση δεν υπάρχει βέβαια, και ο μάρτυρας μετά από ερώτηση δικηγόρου ισχυρίστηκε ότι ίσως κάλεσε μέσω viber ή signal.
Μόνο που εδώ υπάρχει μία σοβαρή αντίφαση διότι σε άλλο σημείο της κατάθεσης λέει:
“Έφυγα από τη δουλειά μου στην Ηλιούπολη μετά τις δύο το μεσημέρι και πήγα με το αυτοκίνητο να τον πάρω από το πατρικό του, στη Νίκαια”.
Δηλαδή έφτασε στη Γρηγορίου Λαμπράκη ένα τέταρτο νωρίτερα από την ώρα που ξεκίνησε.
Τέλος, ενώ πήγαν με ένα όχημα στον Ασπρόπυργο, όπου η “γιορτή” τους κράτησε 10-15 λεπτά, βάση των ισχυρισμών του μάρτυρα, υπάρχει ζήτημα και με την επιστροφή.
Ο δικηγόρος Αντώνης Ξυλουργίδης ρωτά πώς έφυγαν από εκεί.
“Μαζί φύγαμε”, απαντά ο μάρτυρας.
“Μα τα κινητά δείχνουν μετά από λίγη ώρα ότι εσείς είστε στην Ηλιούπολη και ο κατηγορούμενος στον Γέρακα” σημειώνει ο δικηγόρος.
Μετά ο μάρτυρας διορθώνει και λέει “δεν θυμάμαι μπορεί να τον πήγα εγώ Γέρακα”.
“Μα δεν εμφανίζεται το δικό σας κινητό στον Γέρακα” επισημαίνει ο Α. Ξυλουργίδης, ο οποίος ζήτησε τη σύλληψη του μάρτυρα για το αδίκημα της ψευδορκίας, με την έδρα να απαντά ότι «επιφυλάσσεται μέχρι το πέρας της διαδικασίας».