Γράφει ο Γεράσιμος Λιβιτσάνος στο ΠΡΙΝ
Ενα πολιτικό σκηνικό σκανδαλολογίας και σύγκρουσης επιχειρηματικών συμφερόντων έχει πλέον στηθεί για τα καλά και θα καθορίσει εν πολλοίς τις εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό, εκθέτοντας συνολικά τον αστικό πολιτικό κόσμο και τις πραγματικές δομές διακυβέρνησης. Στο επίκεντρό του βρίσκεται η υπόθεση των υποκλοπών με τη χρήση του λογισμικού Predator, καθώς και η κόντρα κυβέρνησης-Μαρινάκη. Αυτά σε μία περίοδο που η οργή του κόσμου απέναντι στην κυβερνητική πολιτική δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα, επιταχύνοντας με τη σειρά της τις εξελίξεις.
Η κόντρα κυβέρνησης- Μαρινάκη
Η τηλεοπτική συνέντευξη που παραχώρησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης την περασμένη Δευτέρα «επισημοποίησε» την αντιπαράθεση που υπάρχει ανάμεσα στο Μέγαρο Μαξίμου και τον επιχειρηματικό όμιλο Μαρινάκη. Δίνοντας έτσι νέα διάσταση στο ζήτημα των υποκλοπών. Είχαν προηγηθεί δημοσιεύματα των εφημερίδων του ομίλου περί κέντρου παρακολουθήσεων στο Μέγαρο Μαξίμου, καθώς και δήλωση του οργανωτικού επικεφαλής του Ολυμπιακού, Γιάννη Βρέντζου, που έκανε λόγο για «εγκληματική οργάνωση» εντός του Μαξίμου. Η επισημοποίηση ήρθε, όταν στη συνέντευξη του πρωθυπουργού απάντησε με δήλωσή του ο ίδιος ο Βαγγέλης Μαρινάκης, καλώντας τον πρωθυπουργό να πάρει μέτρα για την εξιχνίαση του «παράκεντρου» που πραγματοποιεί υποκλοπές, των οποίων υπήρξε θύμα.
Στις τηλεοπτικές δηλώσεις του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλησε να εμφανιστεί ως «πιεζόμενος από συμφέροντα». Φωτογραφίζοντας τον όμιλο Μαρινάκη, ανέφερε πως «κάποιοι έχουν μπλέξει τους ρόλους εδώ. Κάποιοι θεωρούν ότι επειδή μπορεί να έχουν μία ομάδα ή να ελέγχουν κάποια μέσα μαζικής ενημέρωσης ή ενδεχομένως και τα δύο, να θεωρούν ότι μπορούν να εκβιάζουν, να υπαγορεύουν στην κυβέρνηση, να υπονομεύουν –αλλάζοντας απόψεις από τη μία μέρα στην άλλη– τη διαδρομή της χώρας». Συνέχισε λέγοντας πως «θέλουμε τους επιχειρηματίες συμμέτοχους στην προσπάθεια προόδου της χώρας. Δεν είναι όμως ούτε υποβολείς μας […] ούτε δεχόμαστε πιέσεις, ούτε είμαστε αντικείμενα εκβιασμού».
Η ουσία της συγκεκριμένης αντιπαράθεσης προκύπτει προφανώς από την τεράστια ώσμωση της κυβέρνησης με τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Όπως επίσης και από τον διαγκωνισμό τους για την άσκηση πολιτικής επιρροής σε ένα κυβερνητικό σχήμα που έχει όχι τον ρόλο που περιέγραψε ο Κ. Μητσοτάκης αλλά αυτόν του «καρπαζοεισπράκτορα-τροχονόμου». Ο όμιλος Μαρινάκη φέρεται να έχει αρκετά ανοιχτά μέτωπα με την κυβέρνηση όπου ζητά διευθετήσεις: Τις σχέσεις του ομίλου με την Cosco, τις συμβάσεις για τα απορρίμματα του Πειραιά, τις λίστες των βουλευτών που στήνονται στην Α΄ και Β΄ Περιφέρεια του λιμανιού, με κυριότερο το θέμα της κατεύθυνσης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης στα project που έχει επενδύσει ο συγκεκριμένος όμιλος. Επίσης, ο ίδιος όμιλος φαίνεται δυσαρεστημένος από την επιρροή που έχουν στο Μέγαρο Μαξίμου οι ανταγωνιστές και κυρίως ο όμιλος Μελισσανίδη, άνθρωπο του οποίου θεωρούσε τον παραιτηθέντα γ.γ. Γρηγόρη Δημητριάδη. Σε αυτόν άλλωστε χρεώνει τη δημιουργία του κέντρου παρακολουθήσεων, λόγω της στενής σχέσης που είχε με τον επιχειρηματία Γιάννη Λαβράνο, που θεωρείται πως έφερε το λογισμικό Predator στην Ελλάδα.
Ρευστό σκηνικό, με ρήγματα στην κυβερνητική συνοχή
Στο «καθ’ αυτό» μέτωπο των υποκλοπών τώρα, τα δημοσιεύματα είτε προκύπτουν από τον αντιπολιτευόμενο τύπο (ιδίως μετά τη λίστα των 33 προσώπων που δημοσίευσε το Documento την προηγούμενη Κυριακή), είτε από τον… πρώην συμπολιτευόμενο του ομίλου Μαρινάκη, αναμένεται να συνεχίσουν να «ταλαιπωρούν» την κυβέρνηση. Δημιουργώντας μάλιστα σημαντικά ρήγματα στην συνοχή της, που όμως δύσκολα θα οδηγήσουν σε αμφισβήτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και της σταθερότητάς της. Από την άλλη, όμως, θα είναι μόνιμος παράγοντας πολιτικής φθοράς, ιδίως αν τελικά τεκμηριωθεί ότι οι επιχειρηματίες που εμπλέκονται με το Predator είναι οι βασικοί «πληροφοριοδότες» της ειδησεογραφίας, έχοντας διαπιστώσει ότι η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να τους «δώσει» προκειμένου να διασφαλίσει την σταθερότητά της.
Οι συνθήκες αυτές διαμορφώνουν ένα ακόμη πιο «ρευστό» πολιτικό σκηνικό, στην προοπτική μάλιστα των εκλογικών αναμετρήσεων που θα γίνουν το 2023. Ήδη, άλλωστε, έχει καταγραφεί φημολογία περί εκλογών στα τέλη Ιανουαρίου ή τα μέσα Φεβρουαρίου. Η Νέα Δημοκρατία, όπως δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα συνεχίσει να πορεύεται με γνώμονα το σενάριο των διπλών εκλογών και τον στόχο της πολιτικής αυτοδυναμίας. Όμως πλέον ισχυροποιείται η πεποίθηση πως αυτός είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Αναπόφευκτα, στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος φουντώνουν οι συζητήσεις για πιθανή διάδοχη κατάσταση, με τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια να είναι το πρόσωπο που συγκεντρώνει την προσοχή. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι η νυν ηγετική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, φέρεται να έχει την στήριξη των ΗΠΑ. Αν τουλάχιστον υπολογίσει κανείς τις εγκωμιαστικές αναφορές του αμερικανού πρεσβευτή Τζορτζ Τσούνις, που την προηγούμενη εβδομάδα μίλησε εγκωμιαστικά για την «εκπληκτική» πολιτική προσέγγισης επενδύσεων της κυβέρνησης, ενώ αναφέρθηκε προσωπικά στη συμβολή ακόμη και της συζύγου του πρωθυπουργού, Μαρέβας Γκραμπόφσκι.