Τα λαμπάκια του κυρ-Αλέκου (Μπακατσέλου) και η βάρκα
Από το φόρουμ του Αγγελιοφόρου
Πήδηξες, κυρ-Αλέκο, από το μισοβυθισμένο σκαρί στο κότερο! Εξαργύρωσες τόσα χρόνια, κυρ-Αλέκο, σε χρήμα, δόξα, κυριλομαγκιά. Συνοδούς να σε φυλάνε, εκδοτιλίκια, επισημότητες, αναγνώριση. Φιλανθρωπίες, που σ΄ ανεβάζουν κατηγορία (αλλιώς, ούτε ευρώ για πέταμα!).
Και τώρα; Τώρα εγκατέλειψες το μισοβυθισμένο σκαρί, που λέγεται Εκδοτική Βορείου Ελλάδος, την εταιρία με τους 125 εργαζόμενους, που εκδίδει τον «Αγγελιοφόρο» και τα άλλα έντυπα, αυτά που σ΄ έκαναν γνωστό. Αυτούς που σ΄ έκαναν γνωστό με τη δουλειά τους, τούς άφησες όλους απλήρωτους.
Το σχέδιο ήταν καλά οργανωμένο: το κότερο των εκατομμυρίων, που φέρει όνομα μοιραίο «Τίμη» (όχι τιμή, μην μπερδεύεστε), σε περίμενε με τη μηχανή αναμμένη, τους υποτακτικούς σου (μέχρι θανάτου ορκισμένοι, πιασμένοι από τα μπατζάκια σου) να κρατάνε τη σκάλα καλά, μη τυχόν και πέσει ο αφέντης τους, καπετάνιος της δεκάρας για την Εκδοτική Βορείου Ελλάδος, καπετάνιος των εκατομμυρίων κατά τα λοιπά.
Στη φουρτούνα
Το μισοβυθισμένο σκαρί έμεινε στη φουρτούνα και εμείς, οι εργαζόμενοι, υποταγμένοι και ανυπότακτοι (όλους στα μπατζάκια σου μας γράφεις, κυρ-Αλέκο), οδεύουμε στην καταστροφή χωρίς σωσίβια λέμβο (και τα σωσίβια πήρε ο μπαγάσας!)
Οι πλούσιοι είναι πολύ μοναχοφαγάδες τελικά, σε πνίγουν για το τάλιρο…
Και δε λέμε να μας δώσεις να δοκιμάσουμε από το χαβιάρι σου (και το μύδι της Χαλάστρας καλό είναι), ούτε να μας ανεβάσεις στην υψηλότατη «Τίμη» (όχι δεν είναι βουνό, το σκάφος είναι).
Εμείς έχουμε φουσκωτή, πλαστική βάρκα σαν αυτή που έχεις κυρ-Αλέκο για το σκυλί που σου φυλάει το σπίτι (το σκυλί, ξέρετε, έχει δική του πισίνα, αλλά δεν αφήνει τις γάτες να μπουν. Και ο κυρ-Αλέκος τι να κάνει; Έφτιαξε άλλη πισίνα για τις γάτες! Στην άλλη, τη μεγάλη την πισίνα, παρκάρει το σκάφος. Όταν βαριέται να βγει στο Αιγαίο, κάνει βόλτες στην πισίνα, έβαλε και κάτι δελφίνια μέσα! Εκτός από πτερύγιο, έχουν και καταστατικό).
Για άφεση αμαρτιών
Και εμείς τόσα χρόνια δουλεύουμε. Κι εσύ, κυρ-Αλέκο, μας δουλεύεις.
Και τώρα στόλισες το οκτώ μέτρων δέντρο σου (για να περάσεις το δέντρο του κυρ-Γιάννη του Μπουτάρη), τα σπίτια και τo κότερό σου με εκατομμύρια πολύχρωμα λαμπάκια (μη νομίζετε, 3.000 ευρώ από τους Κινέζους κόστισαν).
Θα πας κιόλας να μεταλάβεις για άφεση αμαρτιών (αφήνεις καλό πουρμπουάρ στον παπά, πώς και πώς σε περιμένει!). Θα σπάσεις το ρόδι για καλή χρονιά. Θα φας πλουσιοπάροχα. Θα απολαύσεις το χριστουγεννιάτικο πνεύμα. Θα ανταλλάξεις δώρα με συγγενείς και φίλους (το καθένα από καμιά δεκαχιλιαριά ευρώ, έτσι, για να δείξουμε τι είμαστε, ε; Ψιλικατζήδες δεν είμαστε, κυρ- Αλέκο, έτσι;).
Ιδέες για δώρα
Αλήθεια, τον σκύλο και τα γατιά τι δώρα θα τους κάνεις φέτος; Εγώ λέω να πάρεις ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο για το σκυλί, για να μην κουράζεται σε τόσα στρέμματα κήπου, αλλά και ηλεκτρονικά ποντίκια για τα γατιά, για να μη βαριούνται. Και για τις Φιλιππινέζες; Ε, πάρε εκείνον το μεταφραστή τον καινούργιο, που τα λέει καθαρά ‒ όχι να τους λες «κρασί» και να σου φέρνουνε τουρσί…
Εμείς θα στολίσουμε το μισοβυθισμένο σκαρί. Θα κάνουμε πως είναι Χριστούγεννα. Θα κάνουμε ότι περνάμε καλά. Κάπου θα βρούμε κανένα κοψίδι, έτσι δα, για τη λίγδα στο εντεράκι. Ούτε δώρο, ούτε λαμπάκια.
Καλά Χριστούγεννα και καλή χρονιά, κυρ-Αλέκο!
(Πάντως, πάει καιρός που έχω μια οικειότητα μαζί σου, βρε παιδί μου. Δεν μπορώ πια να σε λέω «κύριε Μπακατσέλο». Το «κυρ-Αλέκος» σου πάει περισσότερο).
Εύχομαι να πήρες το γράμμα μου. Γιατί έχω καιρό να σε δω. Τελευταία φορά δε σε γνώρισα με τη μάσκα. Μου είπαν ότι τη φοράς, για να μην κολλήσεις κανένα μικρόβιο.
Με το Σάλλα, το Μιχάλη το Σάλλα, το δαιμόνιο μάνατζερ της Τράπεζας Πειραιώς, είδα όμως ότι παραλίγο να φιληθείτε στο στόμα, όταν συναντηθήκατε στο Μέγαρο Μουσικής τις προάλλες. Τα ίδια μικρόβια μάλλον κουβαλάτε. Γι’ αυτό δεν κινδυνεύεις…