Με μια ανοιχτή επιστολή- κατάθεση καρδιάς ο δημοσιογράφος Μανώλης Κυπραίος, 11 χρόνια μετά την βάναυση επίθεση των μαύρη εναντίον του που τον άφησε ολικά κωφό, φωνάζει το δίκιο του, αναζητώντας δικαίωμα. Η δικαιοσύνη καταδίκασε την επίθεση των ΜΑΤ δυο χρόνια πριν, το δημόσιο που χρησιμοποιεί νόμους που ίσχυαν επί Κατοχής και Γκεστάπο, προσέφυγε κατά της απόφασης, πριν έξι μήνες έγινε η δίκη στο Εφετείο και το ελληνικό δημόσιο συνεχίζει να “πολεμά” για να κρατηθεί η κρατική κανονικότητα της καταστολής. Ο Μανώλης Κυπραίος μας χρειάζεται δίπλα του…
Γράφει:
Θα σας γράψω για τον δικό μου πόλεμο, μια από τις μικρές «Ουκρανίες» ανάμεσά μας. ‘Οταν με σακάτεψαν τα ΜΑΤ δεν «σιώπησα» (αν σιωπούσα θα ήμουν τουλάχιστον πλούσιος) ένοιωσα και νιώθω ότι είναι υποχρέωσή μου απέναντι σας να παλέψω. ‘Εχω υποχρέωση απέναντι σε όλα αυτά για τα οποία πιστεύω να παλέψω.
Τον άνθρωπο, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την ειρήνη. Βρέθηκα απέναντι σε έναν Γολιάθ και δεν ήμουν ο Δαβίδ. Ποτέ δεν ήμουν. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που μου έμαθαν πως το πιο ατιμωτικό είναι να μην παλέψεις ποτέ για το καλύτερο σε αυτό τον κόσμο.
Μια οικογένεια με αντιστασιακή δράση έως το 1974 και πολλούς νεκρούς από την Κοκκινιά έως το Ντάχαου. ‘Εβλεπα και βλέπω πάντα το καλό στους ανθρώπους. ‘Εντεκα χρόνια τώρα προσπαθούν να με τσακίσουν. ‘Εντεκα χρόνια τώρα βρίσκομαι αντιμέτωπος με αυτό τον Γολιάθ που μου πετάει κοτρώνες και εγώ χαλικάκια. Μου έχουν καταστρέψει δύο αυτοκίνητα, μου έχουν βάψει το σπίτι με σβάστικες και λυκοπαγίδες, απειλές στα social media και σημειώματα, ξεφουσκωμένα λάστιχα, εκφοβιστικές διαρρήξεις στο σπίτι μου. ‘Εμεινα 7 μήνες στο κρεβάτι και έκανα κοντά στα 6 χρόνια για να ξαναπερπατήσω χωρίς μπαστούνι. Μέσα στα ειδικά παπούτσια μου είχα ρεβύθια ή ρύζι για να περπατάω με ισορροπία. ‘Εκανα δύο πολύωρες επεμβάσεις για να μπει το κοχλιακό εμφύτευμα μέσα στο κεφάλι μου να σκαφτεί το κρανίο κ να μπουν βίδες. ‘Επρεπε να «γεννηθώ» από την αρχή. Να μάθω να ζω, με χιλιάδες περιορισμούς μέσα στην πιο αφιλόξενη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα για ΑμεΑ. Τα απλά, ένα ποτό, μια ταβέρνα, ένα ανοικτό μέρος στην Ελλάδα του ήχου, της θάλασσας και του φωτός μου είναι πια αδύνατο να τα ζήσω λόγω της “απόφασης” δύο αστυνομικών. ‘Ομως μέσα σε αυτά τα 11 χρόνια κατάφερα να πετύχω αρκετά. Φυσικά δεν μπορώ να ακούσω ξανά μουσική ή φωνές ή να κάνω τις δραστηριότητες που μπορούσα. Το 80% της ημέρας είμαι κωφός, μιας και μέσα στο σπίτι μου το να φορώ το κοχλιακό, πέρα από τα προβλήματα εγκαυμάτων που προκαλεί, μου είναι άχρηστο.
Η αξιοπρέπειά μου δεν μου επέτρεπε να σας πω τι πέρναγα (και περνάω). ‘Εχασα τη μητέρα μου πρόσφατα με τον τελευταίο λόγο της να είναι: «Μείνε όρθιος γιε μου», χαϊδευόντας μου το κεφάλι για τελευταία φορά. Πέρασα δύο φορές Covid. ‘Ομως όπως σας έγραψα είναι η αξιοπρέπειά μου που δεν με αφήνει να τα παρατήσω. Το χρέος μου απέναντι σε εσάς. Στα πέτρινα χρόνια 2012-2015 μοίραζα φαγητό τις νύχτες στους αστέγους μαζί με τα άλλα παιδιά αυτούς τους αφανείς ήρωες. Αυτά τα υπέροχα κορίτσια κ αγόρια. Κάτω από γέφυρες και μέσα σε τρώγλες ή εγκαταλελειμμένα σπίτια.
Μοιραζόμουν τον πόνο τους. Τα ξεχάσατε…
Βρέθηκα στο μεγάλο κύμα των προσφύγων το 2015. Βοήθησα όσο μπορούσα κ μετέφραζα. Ο πόνος και οι δυσκολίες έμπαιναν στην άκρη. Και αυτά είναι όλα μια παρωνυχίδα από όλα αυτά που έχω ζήσει τα τελευταία 11 χρόνια. Που το κράτος-εκδικητής ακόμη και σήμερα προσπαθεί να με κάνει να γονατίσω. Σε σημείο οι δημόσιες υπηρεσίες μεταξύ τους από τους γιατρούς, πόσο τις εκατό κώφωση άμφω έχω! Να με τρέχουν δεξιά και αριστερά σαν μπαλάκι του τένις και να προσπαθούν να βρουν κάθε δικαιολογία για να καθυστερούν. Από την άλλη έχουν περάσει 6 μήνες για την απόφαση στην έφεση που κατέθεσε το δημόσιο εναντίον μου. Απέναντι σε μια καταδίκη-ορόσημο απέναντι στην αστυνομική βία. Αντί να ζητήσουν συγνώμη συνεχίζουν να «πολεμούν» με λύσσα. Πρέπει να διατηρηθεί – η όπως την βλέπουν εκείνοι -“κρατική ομαλότητα”.
Η δική τους “ομαλότητα” όμως, είναι η δική μας καταστροφή, γιατί κάνουν την έννοια της δημοκρατία «λάστιχο». Σας τα γράφω όλα αυτά, γιατί νομίζετε πως όλα ανήκουν στο παρελθόν. Οχι δεν ανήκουν στο παρελθόν, δεν ανήκουν στη λήθη, ανήκουν στην ιστορία. Ανήκουν σε όλους μας κ ειδικά στις νέες γενιές που βρίσκονται σε αδιέξοδο. Ανήκουν στη δημοκρατία.
Ανήκουν σε όλους τους διπλανούς μας συμπολίτες που τα έχουν βάλει με το «θεριό». Ανήκουν σε αυτούς τους δημοσιογράφους, φωτορεπόρτερ, τεχνικούς που με τεράστιο προσωπικό κόστος μάχονται για την δημοκρατία και την ανεξάρτητη ενημέρωση. Από την Ελλάδα έως τα πέρατα του κόσμου. Ονειρεύομαι, πριν φτάσει η στιγμή να κλείσω τα μάτια μου ονειρεύομαι να δω έστω και ένα νέο λουλουδάκι να ανθίζει μέσα στη λάσπη που έχουν βυθίσει αυτή την κοινωνία, αποβλακώνοντάς την με σκοπό να γίνουμε όλοι μια κοινωνία ρομπότ, χωρίς αισθήματα. Μια δαρβινική κοινωνία χωρίς τίποτα το καλό. Βυθισμένη στην ευμάρειά της.
Παλέψτε! Το μοναδικό που δεν μπορούμε να κάνουμε είναι αυτό που δεν θέλουμε.
Να αγαπάτε, να βοηθάτε, να παλεύετε για το καλό και να μη τα παρατάτε ΠΟΤΕ!