Για το νέο εργασιακό νομοσχέδιο και τους δρόμους που ανοίγονται στην ταξική πάλη

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΑΝΟΙΓΕΤΑΙ… ΑΣ ΤΟΝ ΠΕΡΠΑΤΗΣΟΥΜΕ

Γράφει ο Μίλτος Σακελλάρης, συνδικαλιστής

Ο ένας χρόνος της πανδημίας, όπως και η προηγούμενη δεκαετία των μνημονίων, ανέδειξε με τον πιο τραγικό τρόπο τα χρονίζοντα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, την ουσιαστική εξαφάνιση τόσο του κράτους δικαίου όσο και του κράτους πρόνοιας.  Και ενώ η διαχείριση της πανδημίας οδήγησε στο κλείσιμο κάθε παραγωγικής δραστηριότητας για το σύνολο της μικρής και μεσαίας οικονομικής βάσης μια χούφτα ανθρώπων μέσα σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες ανέβασαν την παραγωγικότητά τους κατακόρυφα. Φυσικά, αναφέρομαι στους «αρίστους» της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Πρέπει να το παραδεχτούμε ότι πιθανώς έχουμε την πιο παραγωγική κυβέρνηση, τουλάχιστον της Ευρώπης. Δεν υπάρχει πτυχή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής με την οποία να μην απασχολήθηκε και να μη νομοθέτησε η κυβέρνηση στον έναν χρόνο της πανδημίας. Τι να θυμηθούμε;

Τις απευθείας αναθέσεις, τις απαγορεύσεις χουντικής προέλευσης, την καταπάτηση του συντάγματος, τον νόμο για την παιδεία, τις προσλήψεις αστυνομικών αντί γιατρών και νοσοκόμων, τις ιδιωτικοποιήσεις ακόμα κι αυτού του ΕΦΚΑ, τουλάχιστον όσον αφορά τις συντάξεις, την ατιμωρησία των ειδικών και των πολιτικών προσώπων που διαχειρίζονται την πανδημία, τα δώρα στα κανάλια και στους κλινικάρχες, ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Νόμοι και υπουργικές αποφάσεις, χωρίς καμία κοινωνική διαβούλευση έστω και για τα μάτια του κόσμου, με νομοθετήματα και τροπολογίες σε μια βουλή που επί της ουσίας δεν υπάρχει καμία ουσιαστική κοινοβουλευτική διαδικασία. Σε μια βουλή, δηλαδή, κουρέλι της πάλαι ποτέ δυτικής, αστικής δημοκρατίας έτσι όπως τη γνωρίσαμε και τη ζήσαμε. 

Ο ΝΕΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΣ ΝΟΜΟΣ

Από αυτή την ξέφρενη παραγωγικότητα των «αρίστων» δεν μπορούσε να λείπει φυσικά και το τελευταίο έκτρωμα της κυβέρνησης, ο νόμος για τα εργασιακά. Το τι περιλαμβάνει είναι λίγο ως πολύ γνωστό: κατάργηση υπερωριών, κατάργηση κλαδικών και γενικών συμβάσεων και αντικατάστασή τους με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, τηλεργασία και χτύπημα του δικαιώματος της απεργίας για να σπάσουν κάθε μελλοντική αντίδραση στη νέα εργασιακή ζούγκλα. 

Στο ζήτημα της απεργίας, χωρίς φυσικά να το θέλουν, δείχνουν στους εργαζόμενους ότι το μοναδικό όπλο που έχουν στα χέρια τους για την καλυτέρευση της ζωής τους είναι η ΑΠΕΡΓΙΑ και σαν τέτοιο πρέπει να την υπερασπιστούμε. Είναι τέτοιο το μίσος που έχουν για τα όργανα πάλης των εργαζομένων, την ταξική πάλη και την απεργία που έρχονται μετά από χρόνια οι ανιστόρητοι «άριστοι» να νεκραναστήσουν τον μακαρίτη Λάσκαρη που δήλωνε με υπερηφάνεια μέσα στη βουλή «εγώ θα καταργήσω την ταξική πάλη». Είναι τέτοιος ο φόβος τους που νομοθετούν πως για να είναι νόμιμη μια απεργία θα πρέπει να έχει παρθεί η απόφαση με πλειοψηφία από το σύνολο των μελών του σωματείου. Κι αυτό στο όνομα της δημοκρατίας. Φαίνεται ότι στα «δημοκρατικά» μυαλά τους μια απεργία π.χ. των κλωστοϋφαντουργών είναι πιο σπουδαία διαδικασία ακόμα και από τη διακυβέρνηση της χώρας. Στην απεργία απαιτείται το 50 συν 1 των εγγεγραμμένων. Στην διακυβέρνηση της χώρας φτάνει και περισσεύει το 20% των εγγεγραμμένων. Αυτό και μόνο δείχνει πόσο ισχυρό είναι το όπλο της απεργίας για τους εργαζόμενους αλλά και τον μεγάλο φόβο τους που θα φροντίσουμε εμείς να τους κυριεύει σε όλη τους τη ζωή. 

Ο νόμος για τα εργασιακά μάς δείχνει και κάτι ακόμα. Ότι ο καπιταλισμός σαν σύστημα που διέπει τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις ολοκλήρωσε τον κύκλο του. Στην αυγή του ανέδειξε τη ριζοσπαστική αστική τάξη ως κυρίαρχη στην κοινωνία και σπάζοντας τα δεσμά της φεουδαρχίας θέσπισε ως θείο νόμο την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και τον πλουτισμό. Ταυτόχρονα όμως απελευθέρωσε και τους εργαζόμενους, όπου σαφώς μέσα σε ένα καθεστώς εκμετάλλευσης είχαν πια τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν την εργατικής τους δύναμη και να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη της αλληλεγγύης, της οργάνωσης και του αγώνα. Ο ατομικός και άτολμος δούλος με την εμφάνιση στο προσκήνιο της αστικής τάξης έγινε εργαζόμενος με κοινά συμφέροντα με χιλιάδες άλλους. Έγινε, δηλαδή, συνειδητή τάξη. Στην απελευθέρωση του εργάτη και κάθε εργαζόμενου οφείλεται η άνοδος της ταξικής πάλης και όλα τα εργασιακά δικαιώματα που κατακτήθηκαν με αγώνες και αίμα. 

Τι θέλουν, λοιπόν, να πετύχουν με το νόμο αυτό οι φωστήρες της κυβέρνησης; Αφού η νεοφιλελεύθερη θρησκεία τους θεωρεί ιερά και όσια τόσο την ατομική ιδιοκτησία όσο και τον απροκάλυπτο πλουτισμό του μεγάλου κεφαλαίου και οποιαδήποτε σκέψη για μερική έστω αναδιανομή του πλούτου θεωρείται μεγάλη αμαρτία, τότε το μόνο που τους μένει είναι να μετατρέψουν τον ελεύθερο εργαζόμενο σε δούλο εργαζόμενο χωρίς κανένα δικαίωμα. Να μετατρέψουν την όποια συλλογική δύναμη των εργαζομένων σε ατομική διαπραγμάτευση ομηρίας με τον εργοδότη. Σε μια εποχή, δηλαδή, που η ανάπτυξη της τεχνολογίας -που πάντα θα πρέπει να συμβαδίζει και να αναπτύσσεται σε απόλυτη ισορροπία με τη φύση και τον άνθρωπο – δίνει τη δυνατότητα της απελευθέρωσης της εργασίας και τον απεριόριστο ελεύθερο χρόνο δημιουργώντας ελεύθερους ανθρώπους -ένα άλμα μπροστά για την ευτυχία της ανθρωπότητας- ο παγκοσμιοποιημένος φιλελευθερισμός οδηγεί την κοινωνία σε ένα άλμα προς τα πίσω δημιουργώντας νεοφεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής και νέους δούλους χωρίς κανένα δικαίωμα, χωρίς προσωπική ιδιοκτησία, χωρίς καν τη δυνατότητα αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης. Το μόνο που μένει στους νεοφιλελεύθερους «αρίστους» είναι να θεσμοθετήσουν και το δικαίωμα των αφεντικών πάνω στη ζωή μας με έναν άμεσο πια τρόπο γιατί με τον νόμο της κυβέρνησης δίνεται αυτή η δυνατότητα στα αφεντικά μόνο με έμμεσο τρόπο. 

ΘΑ ΑΠΟΔΕΧΤΟΥΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ;

Είναι άραγε τελεσίδικο γεγονός αυτό το μαύρο μέλλον για τους εργάτες τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τα μικρά και μεσαία στρώματα, τη μικρή και μεσαία αγροτιά; Η άποψή μου είναι πως όχι δεν είναι αυτό το μέλλον. Είναι αλήθεια ότι διανύουμε μία δύσκολη περίοδο επικράτησης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που απλώνει το πιο πυκνό σκοτάδι επάνω στους λαούς όλου του κόσμου. Είναι όμως μία περίοδος που βιώνοντας τις νέες καταστάσεις συσσωρεύονται στους λαούς και νέες εμπειρίες. Μέσα απ’ αυτήν την συσσώρευση θα γεννηθούν οι καινούριες ανάγκες και οι καινούριες συνειδήσεις. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, όπως μας διδάσκει και η φύση και η ιστορία της ανθρωπότητας, ότι το πιο πυκνό σκοτάδι είναι λίγο πριν την αυγή. Είναι σαφώς μια αισιόδοξή άποψη και πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι γιατί μόνο αυτή μπορεί να μας δώσει τη δύναμη να πιάσουμε τον ταύρο απ’ τα κέρατα.

Η αισιοδοξία αυτή όμως είναι απαραίτητο να συνοδεύεται κι από την ανάλογη πρακτική αντίδραση και αγώνα ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό γιατί αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να ασπαστούμε έναν σύγχρονο μεσσιανισμό όπου απλά θα καταγγέλλουμε, θα προπαγανδίζουμε ένα καλύτερο μέλλον και θα περιμένουμε πότε θα ωριμάσουν οι συνθήκες σαν ώριμο φρούτο. Το φρούτο όμως πρέπει να το κόβουμε στην ώρα του, γιατί αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να σαπίσει και να μην τρώγεται.

Απέναντι, λοιπόν, στην ολομέτωπη επίθεση της κυβέρνησης απαιτείται από σήμερα, από χθες κιόλας, να παρθούν σημαντικές πρωτοβουλίες και κινήσεις που να ενώνουν τον λαό. Αναφέρομαι σε όλες τις δυνάμεις, πολιτικά κόμματα και οργανώσεις, σωματεία και όλες τις άλλες κοινωνικές λαϊκές οργανώσεις που θέλουν πράγματι να υπερασπίσουν την εργασία, τη δημοκρατία και την ανεξαρτησία της χώρας. Θα κάνω μία αναφορά στα πολιτικά κόμματα και κύρια αυτά της δημοκρατικής και αριστερής αντιπολίτευσης. Ξεκινάω με την αρχή όχι τι κρίνω εγώ υποκειμενικά αλλά στο τι λέει το κάθε κόμμα, πώς αυτοπροσδιορίζεται και την απαίτηση που πρέπει να έχουμε , τα λόγια και τα γραφτά να συνοδεύονται και με τις ανάλογες πράξεις.

Μιλάω, δηλαδή, για τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, το ΜΕΡΑ 25 ακόμα και το μισό ΚΙΝΑΛ, που δεν χτυπάει ακόμα το κουδούνι της εξώπορτας της Νέας Δημοκρατίας. Από όλους έχουμε κατά καιρούς ακούσει σε έντονο ή λιγότερο έντονο τόνο για τον ευτελισμό της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και ελέγχου, καθώς και για την καταπάτηση του συντάγματος από την ίδια την κυβέρνηση. Όλοι λίγο ως πολύ, παραδέχονται πως ο άλλοτε ναός της δημοκρατίας έχει μετατραπεί σε έναν θίασο με μαριονέττες, όπου τα σχοινιά τα κινούν οι πρεσβείες των μεγάλων μας συμμάχων, οι δανειστές και από κοντά ο ΣΕΒ. Η συμμετοχή σε έναν τέτοιο θίασο το μόνο που καταφέρνει είναι να νομιμοποιεί τα σχοινιά που κινούν τις κούκλες. 

Υπάρχει μία παροιμία που λέει: «Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα». Ο σοφός καλλιτέχνης όμως σκαρφίστηκε και μία παραλλαγή που λέει: «Στου κουφού την πόρτα πάρ ΄την πόρτα και φύγε». Αυτό ακριβώς κατά την άποψή μου θα πρέπει να κάνει η δημοκρατική και αριστερή αντιπολίτευση, να πάψει να νομιμοποιεί με την παρουσία της την ίδια την κατάργηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Απαιτώντας από την κυβέρνηση να σταματήσει τα αντιλαϊκά και αντιδημοκρατικά νομοσχέδια, τουλάχιστον μέσα στις έκτακτες συνθήκες της πανδημίας, να απαντήσει στην άρνηση των «αρίστων» με ένα δημοκρατικό μποϊκοτάζ του θιάσου, που σημαίνει ούτε «ναι» ούτε «όχι» ούτε «παρών» στα νομοσχέδια. Σημαίνει μη συμμετοχή σε μια άβουλη βουλή. Πιστεύω ότι μία τέτοια στ,,άση με ταυτόχρονα άνοιγμα στην κοινωνία θα δημιουργούσε ένα τεράστιο πολιτικό γεγονός που θα μετρίαζε ή και θα έσπαζε τον φόβο και τον τρόμο των ειδικών και της κυβέρνησης. Θα αναπτέρωνε την ελπίδα της κοινωνίας παρέχοντας τη δυνατότητα να αρνηθεί και να αντισταθεί ενεργά στο νέο ολοκληρωτισμό που οικοδομούν δανειστές, ΣΕΒ και κυβέρνηση,

ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΞΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Μία τέτοια στάση της δημοκρατικής και αριστερής αντιπολίτευσης θα έδινε τεράστια δύναμη στα όργανα πάλης των εργαζομένων, σε όλες τις λαϊκές κοινωνικές οργανώσεις και θα τις βοηθούσε να βγουν από την αδυναμία τους και την αναγκαστική αμυντική στάση που υπάρχει στις μέρες μας. Όλα τα προηγούμενα χρόνια και ειδικά τη δεκαετία των μνημονίων το καθεστώς έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του πολιτικά και ιδεολογικά να χτυπήσει την έννοια της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης και τη θέση τους να πάρουν η ατομικότητα και η φιλανθρωπία του ΣΚΑΙ, τύπου όλοι μαζί μπορούμε, κρύβοντας με έξυπνο τρόπο ότι αυτή η φιλανθρωπία προϋποθέτει δυστυχισμένους και φτωχούς ανθρώπους.

Οι συλλογικότητες και κυρίως τα σωματεία πράγματι σήμερα είναι αδύναμα και κρατούν αμυντική στάση. Σ έναν μεγάλο βαθμό η ιδεολογική και πολιτική προπαγάνδα τους έπιασε τόπο. Τα σωματεία, όμως, αδυνατίζουν και από άλλες αιτίες. Το μεγάλο ποσοστό της ανεργίας δυσκολεύει την οργάνωση και τον αγώνα τους. Ταυτόχρονα, όμως, αυτό που συνετέλεσε στην αποδυνάμωση των σωματείων ήταν η καταιγίδα των νέων εργασιακών σχέσεων και αυτό είναι που με ολοκληρωμένο τρόπο πια επιχειρεί η κυβέρνηση με τον νέο νόμο. Με το σπάσιμο των παραδοσιακών εργασιακών σχέσεων και τη δημιουργία εργαζόμενων πολλών ταχυτήτων τα κλαδικά, τα ομοιεπαγγελαμτικά ακόμα και τα εργοστασιακά σωματεία έχασαν μεγάλο μέρος του εργατικού πληθυσμού που υποτίθεται πως εκπροσωπούσαν. Η αδυναμία να αντιληφθούμε τις νέες συνθήκες καθώς και η λειτουργία των σωματείων στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας – για να είναι νόμιμοι οι αντιπρόσωποι στα συνέδρια- είχε σαν αποτέλεσμα να μείνουν έξω από τα σωματεία τα πιο φτωχά και τα πιο εκμεταλλευόμενα στρώματα των εργαζομένων.

Βασικό ρόλο σε αυτή την πραγματικότητα έπαιξε και παίζει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία που λυμαίνεται τον συνδικαλισμό εδώ και χρόνια. Όχι μόνο πολιτικά υιοθετώντας τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη αλλά και οργανωτικά αποκλείοντας από τα συνέδρια σωματεία, έστω και λίγα, που προσπάθησαν να οργανώσουν αυτά τα νέα στρώματα παρά και αντίθετα στην αστική νομιμότητα που έδινε ο νόμος 1264. 

Ο νέος νόμος όμως βάζει και νέα καθήκοντα. Στις νεοφεουδαρχικές σχέσεις εργασίας πρέπει να απαντήσουμε με νέο τρόπο αντλώντας από το παρελθόν όλα τα θετικά στοιχεία της οργάνωσης και της ταξικής πάλης και ταυτόχρονα ιχνηλατώντας τους νέους τρόπους. Η κυβέρνηση θέλοντας να θάψει τα εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα ουσιαστικά σκάβει τον δικό της τάφο. Θα δυσκολέψει ο νέος νόμος τις προσπάθειες των εργαζομένων; Φυσικά ναι. Ταυτόχρονα, όμως δημιουργεί καινούριες δυνατότητες οργάνωσης και ενότητας. Η νέα φεουδαρχία σπάει τα συντεχνιακά και κλαδικά χαρακτηριστικά της οργάνωσης των εργαζομένων. Ο νέος δούλος – εργαζόμενος, παραδείγματος χάρη εμποροϋπάλληλος, δε θα έχει καμία διαφορά από τους εργαζόμενους σε άλλους κλάδους. Αυτό πρακτικά σημαίνει διευρυμένη βάση κοινών συμφερόντων, άρα ενότητας και οργάνωσης πολύ πιο πλατιάς από τα στενά συντεχνιακά και κλαδικά επίπεδα.

Για να μπορέσουμε, λοιπόν, να ανατρέψουμε την αμυντική τακτική σε επιθετική είναι απαραίτητο όσο ποτέ οι εργαζόμενοι, τα σωματεία, οι επιτροπές αγώνα να ξεκινήσουν μία προσπάθεια ΤΑΞΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ του συνδικαλιστικού κινήματος τόσο πολιτικά απέναντι στον νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτισμό όσο και οργανωτικά έτσι που να μπορούν να συσπειρώσουν την πλειοψηφία των νέων εργαζόμενων δούλων. Μία τέτοια προσπάθεια όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι υπόθεση μετώπων με κομματικούς και ιδεολογικούς όρους. Είναι προσπάθεια όλων των εργαζομένων, όλων των σωματείων και εργατικών συλλογικοτήτων που μπορεί και πρέπει να εκφραστεί μέσα από τη δημιουργία ενός συνδικαλιστικού μετώπου υπεράσπισης της δημοκρατίας και της εργασίας. 

Η ΑΝΑΓΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Το πόσο επιτακτικός μονόδρομος είναι μία τέτοια προσπάθεια μας το δείχνει η δεκαετής μνημονιακή εμπειρία, όπου παρ΄ όλες τις πολλές και μαζικότατες γενικές απεργίες δεν μπορέσαμε να αντιμετωπίσουμε την επίθεση αλλά αντίθετα βρεθήκαμε σε πολύ χειρότερη θέση. Η αντιμνημονιακοί αγώνες, όμως, ανέδειξαν και καινούρια πράγματα. Νέες μορφές αγώνα με την αυθόρμητη μαζική αντίδραση της κοινωνίας ενάντια στην αποικιοποίηση τα χώρας και τις συνέπειές της. Τι θα μπορούσε να κάνει η σημερινή δημοκρατική και αριστερή αντιπολίτευση τότε; Το ελάχιστο. Δηλαδή, ένα πολιτικό μέτωπο με τα αιτήματα που έχουν ωριμάσει στην κοινωνία και πολύ πιο σπουδαίο μία προσπάθεια ώστε το κίνημα του Συντάγματος, των πλατειών, όπως το αποκαλούμε να αποκτήσει γερά θεμέλια στην ίδια την κοινωνία με την οργάνωση σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε γειτονιά αντινεοφιλελεύθερων, αντιμνημονιακακών επιτροπών υπεράσπισης της εργασίας, της δημοκρατίας και της ανεξαρτησίας της χώρας. Αντί για μια τέτοια προσπάθεια είδαμε τις μικρές δημοκρατικές, αριστερές και επαναστατικές οργανώσεις να εξαντλούνται σε μια πολιτική και ιδεολογική ζύμωση που στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να είχε σαν αποτέλεσμα τον θεμιτό στόχο ένταξης κάποιων νέων μελών στις οργανώσεις. Είδαμε το ΚΚΕ στις ξεχωριστές αλλά «καθαρές» πολιτικά και ιδεολογικά συγκεντρώσεις να καλεί τον λαό στην αναγκαιότητα του σοσιαλισμού και αν αυτό δεν είναι εφικτό να μη φταίει ο βαθμός πολιτικής ωριμότητας του ΚΚΕ αλλά ο λαός που είναι βλάκας και δεν καταλαβαίνει. Είδαμε τη λεγόμενη κινηματική αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ να χειρίζεται τον αυθόρμητο ξεσηκωμό της κοινωνίας και να τον ευτελίζει με ανάθεση σε ένα σκέτο και ανούσιο κοινοβουλευτισμό με τα γνωστά αποτελέσματα. 

Το συμπέρασμα που τουλάχιστον εγώ βγάζω από όλη αυτή την εμπειρία είναι ότι μόνο ο κοινοβουλευτικός δρόμος και τρόπος δε φτάνει και δεν φέρνει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ακόμα και μία κυβέρνηση, και αυτό για τους ακόμα καλοπροαίρετους, που δεν στηρίζεται στην οργανωμένη κοινωνία είναι αδύνατο να σταθεί και να μην υποκύψει στις πιέσεις των μεγάλων δυνάμεων, των δανειστών και του ΣΕΒ. Πολύ δε περισσότερο σε συνθήκες νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτισμού όπου η δυτική αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία αφήνει τις τελευταίες της πνοές. 

Τα δημοκρατικά, αριστερά, επαναστατικά κόμματα, οργανώσεις και ρεύματα που σαν τέτοια αυτοκαθορίζονταν στις παλαιές συνθήκες θα πρέπει να αποδείξουν στην πράξη ότι εξακολουθούν να είναι τέτοια και στις νέες συνθήκες. Η πράξη πια δεν είναι άλλη από τη συσστράτευση, την ενότητα, τον αγώνα και τη βοήθεια που μπορούν να προσφέρουν στην κατεύθυνση οργάνωσης της ίδιας της κοινωνίας. Με τη δημιουργία δηλαδή αντινεοφιλελεύθερων επιτροπών αντίστασης και ανατροπής, επιτροπών υπεράσπισης της δημοκρατίας, της εργασίας και της ανεξαρτησίας, επιτροπών εν τέλει σωτηρίας του λαού και της χώρας. Επιτροπών που, μέσα από την εμπειρία και τη δράση τους, θα κατακτούν τη δυνατότητα το μερικό του εργασιακού χώρου, της γειτονιάς, του σχολείου, του πολιτισμού να το μετατρέπουν στο όλο. Οργάνωση της κοινωνίας σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε γειτονιά, δήμο, περιφέρεια και τέλος σε όλη την επικράτεια. Οργανώσεις όπου το ποια «εργασία», ποια «δημοκρατία», ποια «ανεξαρτησία», η πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία, δηλαδή μιλώντας πιο καθαρά, δεν μπορεί παρά να είναι ένα θέμα ανοιχτό και ζητούμενο. Σε άλλη περίπτωση δεν μιλάμε για μια οργάνωση της ίδιας της κοινωνίας αλλά για μια καθαρούτσικη πολιτικά και ιδεολογικά καρικατούρα.

Μόνο κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις μπορεί και πρέπει ένα πολιτικό μέτωπο να διεκδικήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και την κυβέρνηση έχοντας καθαρό ότι τόσο η βουλή όσο και η κυβέρνηση είναι εργαλεία της οργανωμένης κοινωνίας και όχι το αντίθετο. Ο δρόμος, λοιπόν, για το σπάσιμο της πυκνής σκοτεινιάς και τον ερχομό της αυγής μπορεί να είναι σύντομος ή μακρύς. Αυτό δεν το ξέρει κανείς. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα βαδίσουμε σε έναν δύσκολο δρόμο. Ας τον περπατήσουμε.

ΨΥΧΗ ΒΑΘΕΙΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *