Εγκληματική οργάνωση, πολιτικά και νομικά

Αναδημοσίευση από το πολυσέλιδο αφιέρωμα της εφημερίδας ΠΡΙΝ που μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο εδώ .

Του Γιώργου Μουρμούρη

«Ραντεβού» έξω από το Εφετείο στις 7 Οκτώβρη έχουν δώσει σωματεία εργαζομένων, αντιφασιστικές και αντιρατσιστικές συλλογικότητες, μεταναστευτικές κινήσεις, κόμματα και οργανώσεις της Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, με στόχο η ανακοίνωση της απόφασης να βρει το αντιφασιστικό κίνημα –το οποίο και θα αποτελέσει και τον τελικό της κριτή– στον δρόμο.

Η ώρα της μεγάλης απόφασης

Αντίστροφα μετρά ο χρόνος για το πρωινό της 7ης Οκτωβρίου, οπότε η έδρα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων θα ανακοινώσει την απόφασή της για τους 68 κατηγορούμενους στη μεγάλη δίκη της Χρυσής Αυγής. Πρόκειται για στελέχη και πρώην βουλευτές της ναζιστικής οργάνωσης και φυσικά τον «φύρερ» Μιχαλολιάκο, οι οποίοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες για ένταξη και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Επιπρόσθετες κατηγορίες αντιμετωπίζουν οι φυσικοί αυτουργοί των τριών συνεκδικαζόμενων υποθέσεων, δηλαδή της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, της επίθεσης στους Αιγύπτιους αλιεργάτες και του εγκληματικού χτυπήματος στα μέλη του ΠΑΜΕ. Η απήχηση της καμπάνιας «Δεν είναι αθώοι», που ζητά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης, είναι εντυπωσιακή.

Προηγήθηκε η αποδόμηση της εισαγγελικής πρότασης-«χάδι» για τους νεοναζί από τους συνηγόρους της Πολιτικής Αγωγής. Στις αγορεύσεις τους οι Χρύσα Παπαδοπούλου, Κώστας Σκαρμέας, Θανάσης Καμπαγιάννης, Κώστας Παπαδάκης, Χάρης Στρατής, Μάνος Μαλαγάρης, Παναγιώτης Σαπουντζάκης, Θεοδωρής Θεοδωρόπουλος, Αντώνης Αντανασιώτης και Άγγελος Βρεττός απέδειξαν σημείο προς σημείο το αβάσιμο του σκεπτικού της, που επί της ουσίας έκανε δεκτούς σχεδόν όλους τους έωλους ισχυρισμούς των απολογούμενων. Πηγαίνοντας πίσω ακόμα και από την απολογία Μιχαλολιάκου, που δεν δίστασε να «δώσει» το Τάγμα Εφόδου της Νίκαιας και τους Πατέλη-Λαγό.

Από το αντιφασιστικό κίνημα και την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, το αν αποτελεί ή όχι εγκληματική οργάνωση η Χρυσή Αυγή έχει κριθεί ήδη πολιτικά. Από τη δίκη αποκαλύφθηκε και με νομικούς όρους η φύση του ναζιστικού μορφώματος. Οι συνήγοροι της Πολιτικής Αγωγής, των οποίων η παρουσία ήταν καταλυτική για την εξέλιξη της δίκης και τα όσα αποκαλύφθηκαν στο πλαίσιό της, αξιοποίησαν πλήρως τις καταθέσεις θυμάτων και αυτοπτών μαρτύρων των επιθέσεων, το υλικό που βρέθηκε στους σκληρούς δίσκους των κατηγορουμένων, τις συνομιλίες και τα γραπτά μηνύματα που αντάλλασσαν στελέχη της πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τις εγκληματικές τους ενέργειες, ακόμα και τις επικές αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσαν οι ίδιοι οι απολογούμενοι, ιδίως από τη στιγμή που το ναζιστικό μόρφωμα άρχισε να καταρρέει.Απέδειξαν δε, με βάση όλα τα παραπάνω, ότι και από νομική σκοπιά πρόκειται ξεκάθαρα για εγκληματική οργάνωση, με αρχή, μέση και τέλος. Ότι, με άλλα λόγια, υπάρχει σχέση μεταξύ φαινομενικά ασύνδετων εγκληματικών ενεργειών, ότι υπάρχει δομή, ιεραρχία και μέλη καθώς και σύνδεση ανάμεσα στην ένταξη στην οργάνωση και την τέλεση εγκληματικών ενεργειών. Όσον αφορά συγκεκριμένα τις τρεις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, σε όλες αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για οργανωμένες επιθέσεις που είχαν την έγκριση της διοικητικής ιεραρχίας της Χρυσής Αυγής, ενώ κάποιες είχαν επί της ουσίας προαναγγελθεί.

Πέραν των άλλων, η μεγαλύτερη δίκη στην ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας επέτρεψε την εξαγωγή κρίσιμων πολιτικών συμπερασμάτων για τη φύση και τον χαρακτήρα των ακροδεξιών, φασιστικών και νεοναζιστικών μορφωμάτων γενικά και ειδικότερα για τη Χρυσή Αυγή. Συμπεράσματα που έχουν να κάνουν με τη σχέση των εν λόγω μορφωμάτων με το βαθύ κράτος, του οποίου αποτελούν «σάρκα εκ της σαρκός» του, ωστόσο τείνουν να αποκτούν μια σχετική αυτονομία. Καθώς και με τους στενούς δεσμούς που διατηρούν με το κεφάλαιο, μερίδα του οποίου επένδυσε πολιτικά στο εφιαλτικό ναζιστικό «πρόγραμμα» απάντησης στην καπιταλιστική κρίση, το οποίο «νεκρανέστησε» στο γύρισμα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα η «σπορά των ηττημένων του ‘45».

Υπηρέτες του κεφαλαίου, με ανοχή κράτους-ΕΛΑΣ

Tο Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013, την ώρα που γίνονταν οι προσαγωγές του ηγετικού πυρήνα της Χρυσής Αυγής, «στα ψιλά» περνούσαν οι ανακατατάξεις που είχαν λάβει χώρα λίγες ώρες πριν στον «σκληρό πυρήνα» του κράτους, προκειμένου να καταστεί δυνατή η υλοποίηση του σχεδίου για τις συλλήψεις και την επόμενη ημέρα της οργάνωσης.

Τα στοιχεία φωνάζουν: «Δεν Είναι Αθώοι!»

Σάββατο, 28 Σεπτεμβρίου 2013. Δέκα ημέρες μετά τη δολοφονία Φύσσα, δεκαέξι μετά τη δολοφονική επίθεση στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ. Με μία κινηματογραφική επιχείρηση, μέλη των ειδικών ομάδων της αστυνομίας, παρουσία εισαγγελέα, συλλαμβάνουν τον ηγετικό πυρήνα της νεοναζιστικής οργάνωσης. Τα ΜΜΕ πλημμυρίζουν ξαφνικά πληροφορίες για τη δολοφονική δράση της Χρυσής Αυγής, για το ποιόν των κατηγορουμένων, για τα ευρήματα στις οικίες και τα στέκια τους. Γεγονότα, δηλαδή, που επί χρόνια κατήγγειλαν μετανάστες, συνδικαλιστές, μέλη αντιφασιστικών και αντιρατσιστικών συλλογικοτήτων, δικηγόροι και δημοσιογράφοι, αλλά παρέμεναν στην αφάνεια, ενόσω τα κυρίαρχα μίντια ασχολούνταν με την προσωπική ζωή και τις στυλιστικές επιλογές του Κασιδιάρη. Ο μανδύας της Χρυσής Αυγής, που έφερε εναλλάξ τη σβάστικα και τον μαίανδρο, έχει αρχίσει να ξηλώνεται.

Δευτέρα, 20 Απριλίου 2015. Στην δικαστική αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού ξεκινά η δίκη της ναζιστικής οργάνωσης. Συνεκδικάζονται τρία κακουργήματα: Η ανθρωποκτονία του Παύλου Φύσσα, η απόπειρα ανθρωποκτονίας του Αιγύπτιου αλιεργάτη Αμπουζίντ Εμπάρακ και η απόπειρα ανθρωποκτονίας των στελεχών του ΚΚΕ και μελών του ΠΑΜΕ. Επίσης, συνεξετάζονται άλλες 60 υποθέσεις.

Τετάρτη, 7 Οκτώβρη 2020. Πέντε χρόνια μετά, η δίκη φτάνει στο τέλος της. Αυτή την εβδομάδα αναμένεται να ανακοινωθεί η καθοριστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, με τον τεράστιο όγκο στοιχείων που προέκυψε κατά τη διάρκεια της δίκης να φωνάζει: «Δεν είναι αθώοι!».

Τη στιγμή που τα ΜΜΕ κάλυπταν σε συνεχή ροή τις συλλήψεις του ηγετικού πυρήνα της Χρυσής Αυγής –για τις οποίες, χρόνια αργότερα στην απολογία του, ο Νίκος Μιχαλολιάκος δήλωνε ότι είχε ειδοποιηθεί μέσω γνωστού δημοσιογράφου– λάμβαναν χώρα και άλλα σημαντικά γεγονότα. Συγκεκριμένα, τότε «ξηλώθηκαν» οι επικεφαλής της ΕΚΑΜ, ο προϊστάμενος του κλάδου ασφάλειας του αρχηγείου της ΕΛΑΣ, ο διοικητής της υποδιεύθυνσης δίωξης οργανωμένου εγκλήματος, ο προϊστάμενος του τμήματος όπλων της κρατικής ασφάλειας, ο διοικητής της ομάδας ΔΕΛΤΑ και ο επικεφαλής διμοιρίας της ΥΑΤ στο Κερατσίνι… Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε το πρελούδιο του κεντρικότερου μοτίβου που θα επανεμφανιζόταν συνεχώς κατά τη διάρκεια της δίκης, των διασυνδέσεων δηλαδή βαθέως κράτους και Χρυσής Αυγής. Διασυνδέσεις που σε συνδυασμό με την ανοχή της τότε κυβέρνησης Σαμαρά –της οποίας ο γενικός γραμματέας Τάκης Μπαλτάκος διατηρούσε «ανοιχτή γραμμή» με τους ναζί– διαμόρφωσαν ένα κλίμα ενθάρρυνσης των εγκληματικών ενεργειών, που οδήγησε στην κλιμάκωση της δράσης της οργάνωσης τον Σεπτέμβρη του 2013.

Η κορύφωση ήρθε με τη δολοφονία του του Παύλου Φύσσα, η οποία έλαβε χώρα κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια της αστυνομίας. «Οι αστυνομικοί της ΔΙΑΣ προσπάθησαν να παρουσιάσουν λίγο-πολύ ως νομοτελειακά αδύνατη οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή επέμβασή τους

–προκειμένου να αποτρέψουν την δολοφονία– παρ’ όλο που είχαν φτάσει στο σημείο 5 ολόκληρα λεπτά πριν», δήλωνε στο Πριν τον Ιούνιο του 2018 η δικηγόρος της Πολιτικής Αγωγής, Χρύσα Παπαδοπούλου. Παράλληλα, από την τεχνική μελέτη του Forensic Architecture, την οποία το δικαστήριο ενσωμάτωσε στο κατηγορητήριο, προκύπτει ότι ενώ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η οργανωμένη επίθεση του Τάγματος Εφόδου προς την παρέα του Φύσσα, οι αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ πραγματοποίησαν μία στροφή γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο, για την οποία δεν ενημέρωσαν το κέντρο επιχειρήσεων, ενώ ψευδής ήταν και ο αριθμός των δυνάμεων της ΔΙΑΣ που οι αστυνομικοί διαβίβασαν ότι βρίσκεται στο σημείο. Πρακτικά, η επιτιθέμενη ομάδα των χρυσαυγιτών αισθανόταν τέτοια… άνεση από την παρουσία της ΕΛΑΣ, που ο Ρουπακιάς πέρασε ανάμεσα από δύο άνδρες της ΔΙΑΣ για να καταφέρει τη θανάσιμη μαχαιριά στον αντιφασίστα μουσικό.

Στη συνέχεια και ενώ ο αιμορραγών Φύσσας είχε υποδείξει τον δολοφόνο του στους αστυνομικούς της ΔΙΑΣ, ο Ρουπακιάς ανενόχλητος μπήκε στο όχημά του και ετοιμαζόταν να φύγει από το σημείο της δολοφονίας. Εμποδίστηκε, την τελευταία στιγμή, από ένα περιπολικό, το πλήρωμα του οποίου εντόπισε το όργανο του εγκλήματος κρυμμένο στη ρόδα του αυτοκινήτου και του πέρασε χειροπέδες. Ακόμα και τότε, η άνεση του Ρουπακιά ήταν τέτοια που ομολόγησε στους αστυνομικούς ότι ήταν ο φυσικός αυτουργός της ανθρωποκτονίας, ζητώντας τους να τον «καλύψουν». «Εγώ το έχω κάνει», αλλά «είμαι δικός σας, μην το πείτε πουθενά», είπε στους αστυνομικούς εντός του περιπολικού, λαμβάνοντας την απάντηση «δεν έχεις καμία σχέση με εμάς». Στο αστυνομικό τμήμα που οδηγήθηκε δε, αφέθηκε ελεύθερος να τηλεφωνεί όλη τη νύχτα, συνομιλώντας με στελέχη του νεοναζιστικού μορφώματος για τη διαμόρφωση της υπερασπιστικής «γραμμής», ενώ οι φίλοι του Φύσσα είχαν οδηγηθεί σιδηροδέσμιοι στο κρατητήριο. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι το πλήρωμα του περιπολικού που συνέλαβε τον Ρουπακιά κλήθηκε για κατάθεση οκτώ μήνες αργότερα, όταν από την ανακρίτρια διαπιστώθηκε ότι λείπει το σήμα κάποιας από τις εμπλεκόμενες αστυνομικές μονάδες…

Όσο για την επίθεση στους Αιγύπτιους αλιεργάτες, αναδεικνύει τον βαθιά ρατσιστικό χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής, που είναι συστατικό στοιχείο της ναζιστικής ιδεολογίας. Το σίγουρο είναι πως λίγες ώρες πριν τη δολοφονική ενέργεια, ο βουλευτής της, Γιάννης Λαγός, σε ομιλία του στην καφετέρια «Αίνιγμα» στο Πέραμα, είχε επί της ουσίας προαναγγείλει την επίθεση, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι «έχουμε γίνει δέκτες παραπόνων […] για όλα αυτά τα θέματα με τους Αιγύπτιους […]. Εμείς τους λέμε ότι από εδώ και στο εξής θα δίνουν λογαριασμό στη Χρυσή Αυγή». Είχε προηγηθεί αναφορά στην «ανάγκη», κατά τον ίδιο, να γίνουν ενέργειες για να φύγουν όλοι οι αλλοδαποί και να δίνονται μεροκάματα μόνο σε Έλληνες. Επίσης, λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 26 Μαΐου του 2012, σε ομιλία του ο Μιχαλολιάκος ανέφερε καταχειροκροτούμενος ότι «ελπίζουν ένας χρυσαυγίτης να σφάξει έναν ξένο για να στρέψουν το πολιτικό κλίμα. Έχουν χάσει τη μπάλα, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση (το ποσοστό μας) θα φτάσει 15% και 20%» — φανερώνοντας άθελά του την κλίμακα αξιών της ναζιστικής οργάνωσης και των ψηφοφόρων της.

Τέλος, στην υπόθεση της δολοφονικής επίθεσης στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ, προκύπτουν αποκαλυπτικά στοιχεία για τις σχέσεις της Χρυσής Αυγής με το κεφάλαιο και συγκεκριμένα τους εργολάβους της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης του Περάματος (ΝΕΖ). Όπως ανέλυσε στην αγόρευσή του ο Θεόδωρος Θεοδωρόπουλος, εκ των συνηγόρων Πολιτικής Αγωγής, η ναζιστική οργάνωση είχε υιοθετήσει στο σύνολό τους τα αιτήματα των εργοδοτών της ΝΕΖ πολύ πριν τη δολοφονική επίθεση, προτάσσοντας τη δημιουργία εργοδοτικού σωματείου, μετά βεβαίως από την εξόντωση των πολιτικών της αντιπάλων. Υψηλόβαθμα στελέχη και βουλευτές της οργάνωσης στοχοποιούσαν συστηματικά τους εργατικούς αγώνες για την ανεργία στη Ζώνη, ζητώντας να μειωθεί το μεροκάματο για να επιστρέψουν τα πλοία στη ΝΕΖ. Ο Μιχάλαρος δήλωνε χαρακτηριστικά ότι τα πλοία «έχουν φύγει γιατί κάνανε απεργίες», ο Κυριτσόπουλος ότι «πρέπει να μειωθεί το ημερομίσθιο», ο Λαγός ότι «(οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ) κάναν τρομακτικές απεργίες για τρομακτικά ασήμαντα ζητήματα», ο Παναγιώταρος ότι «το απόστημα (του ΠΑΜΕ) θα σπάσει», ο Κασιδιάρης ότι «η ΝΕΖ θα λειτουργήσει υπό την αιγίδα της ΧΑ».

Ήδη, από τις 21 Ιουνίου του 2012, σε δελτίο Τύπου που κατατέθηκε στην Εισαγγελία Πειραιά, το Συνδικάτο Μετάλλου κατήγγειλε μεταξύ άλλων ότι μια «ομάδα 10-15 επιχειρήσεων» οι οποίες «είναι πίσω κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο, το τελευταίο διάστημα έχουν συνάψει σχέσεις με την γνωστή σε όλους μας για την δράση της και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί Χρυσή Αυγή, αλλά και με ανθρώπους του υπόκοσμου, για να αναλάβουν εργολαβία την, με κάθε τρόπο, μια για πάντα εκκαθάριση της Ζώνης από εμάς». Ενώπιον του δικαστηρίου, άλλωστε, ο πρόεδρος του Συνδικάτου, Σωτήρης Πουλικόγιαννης, ο οποίος βρέθηκε στο επίκεντρο της δολοφονικής επίθεσης των χρυσαυγιτών, μίλησε συγκεριμένα: «Ξεκίνησαν το 2008 βιομηχανία μηνύσεων, το 2012 μπήκε στο παιχνίδι η Χρυσή Αυγή», ανέφερε μεταξύ άλλων στην κατάθεσή του. «Με παίρνει κάποιος τηλέφωνο, ήμουν παρών σε μια συνάντηση, μου λέει, πέταξε τα κινητά σου, κινδυνεύεις, κι έλα να σου πω. Με όρκισε να μην πω το όνομά του, δεν θα το πω ούτε τώρα. Σε ένα μαγαζί στη Συγγρού βρέθηκαν οι πέντε αυτοί που σας είπα, με Μιχαλολιάκο, Κασιδιάρη, Λαγό, και συμφώνησαν την –με κάθε τρόπο– εξαφάνισή μας. Μάλιστα, μου είπαν ότι έπεσαν στο τραπέζι 300-400.000 ευρώ».

Αποκαλυπτική μαρτυρία στον τόπο του εγκλήματος

Ο Δημήτρης Βογιατζίδης, μέλος της Εργατικής Λέσχης Κερατσινίου-Δραπετσώνας και του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 17ης Σεπτεμβρίου του 2013, ξεκινούσε να επιστρέψει στο σπίτι του, στο Κερατσίνι. Περνώντας από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής είδε απέξω συγκεντρωμένο κόσμο. Ρωτώντας τι συνέβη, έμαθε για τη δολοφονία στην Παναγή Τσαλδάρη. «Όταν έφτασα στο σημείο της δολοφονίας, στο πεζοδρόμιο υπήρχαν ακόμη αίματα», περιγράφει στο Πριν. «Στο σημείο βρισκόταν ακόμη σταθμευμένο, ανάποδα στο ρεύμα, το αμάξι του Ρουπακιά. Κόσμος συζητούσε για το τι έχει συμβεί. Κάποιοι απέδιδαν τη δολοφονία σε διαφορά για το ποδόσφαιρο. Μία νεαρή κοπέλα, σε κατάσταση σοκ, φώναζε ότι τη δολοφονία διέπραξαν χρυσαυγίτες».

Δεν ήταν σαφές εξαρχής ποιος ήταν ο νεκρός, αλλά γρήγορα έγινε γνωστό. Ο Παύλος Φύσσας ήταν γνωστός στην περιοχή, όπως βεβαίως και η ομάδα των χρυσαυγιτών που επιτέθηκαν στον ίδιο και την παρέα του. «Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη», περιγράφει ο Δημήτρης Βογιατζίδης. «Η δολοφονία έγινε στον πιο εμπορικό δρόμο της περιοχής, εκεί που πάντα υπάρχει κίνηση». Ήταν δε σαφές σε όλους εξαρχής ότι έγινε μπροστά στα μάτια της αστυνομίας, όπως τονίζει.

Το εφιαλτικό πρόσωπο της Χρυσής Αυγής

Από τις υποθέσεις που εξετάστηκαν κατά τη πενταετία της δίκης, ψηφίδα-ψηφίδα συντίθεται η αποκρουστική εικόνα της Χρυσής Αυγής: Μίας οργάνωσης που διέπεται από την «αρχή του αρχηγού», με αυστηρή ιεραρχία στο εσωτερικό της, στην κορυφή της οποίας στέκεται ο «φύρερ» Μιχαλολιάκος, από την θέληση του οποίου «παράγεται δίκαιο». Πρόκειται για μια οργάνωση με διαρκή εγκληματική δράση, οι απαρχές της οποίας ανάγονται στο 1992. Οι επιθέσεις της σχεδιάζονταν από υψηλόβαθμα στελέχη, υλοποιούνταν από τα Τάγματα Εφόδου, ενώ στη συνέχεια η κορυφή της ιεραρχίας αναλάμβανε την πολιτική και επικοινωνιακή διαχείρισή τους: Συνήθως αποποιούνταντις ευθύνες, αλλά παράλληλα «έκλεινε το μάτι» στο κομματικό ακροατήριο.

Πρόκειται για ένα μόρφωμα του οποίου η ναζιστική ιδεολογία αποτελεί τον συνεκτικό δεσμό και το αξιολογικό πλαίσιο για την διάπραξη και αιτιολόγηση των εγκληματικών ενεργειών κατά των πολιτικών του αντιπάλων και όσων θεωρούνται «υπάνθρωποι», με απώτερο στόχο την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Ένα κομμάτι σάρκα εκ της σαρκός του βαθέως κράτους, που απέκτησε σχετική αυτονομία, ενώ τη δεδομένη περίοδο έχαιρε της ανοχής ενός μεγάλου τμήματος του πολιτικού προσωπικού του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου», καθώς και της υποστήριξης και εμπιστοσύνης μερίδας του κεφαλαίου.

Την περίοδο της ακμής της, απέκτησε και ένα βαθμό λαϊκής ανοχής ή και υποστήριξης, χωρίς ποτέ ωστόσο να καταστεί πλειοψηφικό ρεύμα, προτάσσοντας ένα εφιαλτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση που βίωνε τότε ο ελληνικός καπιταλισμός και επηρέαζε ποικιλοτρόπως τον κοινωνικό σχηματισμό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *