Της Λαμπρινής Θωμά στο thepressproject
«Το σχέδιο της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήταν να περιορίσει τις πληροφορίες που θα λάμβανε το κοινό και να περιορίσει και την αποτελεσματική πρόσβαση του ευρύτερου κοινού σε όποια σχετική πληροφορία δημοσιοποιείται. Γι αυτό και οι ακραίοι περιορισμοί τόσο στη φυσική παρουσία όσο και στην τηλε-παρακολούθηση».
Στην αρχή ήταν η αδυναμία ή μεγάλη δυσκολία του τουίτερ να μου δώσει αμέσως τα ταγκς που συνδέονται με τον Ασάνζ – #FreeJulianAssange #AssangeTrial #AssangeCase #JulianAssange. Ξεκινούσα να γράφω για ένα θέμα που είναι βέβαιο ότι έχει παγκόσμιο ενδιαφέρον και τα ταγκς που εβγαιναν, αν έβγαιναν, ήταν άσχετα.
Ύστερα ήταν ο φίλος που μου είπε ότι, δε βλέπει και πολύ ενδιαφέρον για την ακροαματική διαδικασία για την έκδοση ή μη του Ασάνζ, και νόμιζε ότι δεν ανεβάζω κάθε μέρα στο timeline μου. Ύστερα ήταν ένας ακόμη φίλος που μου είπε ότι έχει χαθεί το TPP από το timeline και δεν μας βλέπει.
Ακολούθησε εκείνη η φωτογραφία που ανέβασα από τους αλληλέγγυους, με το πανώ που έγραφε «Πρώτα ήρθαν για τους δημοσιογράφους / Δεν ξέρουμε τι έγινε μετά», με αναφορά στον Ασανζ στα ελληνικά, χωρίς κανένα ταγκ, που εκτοξεύτηκε σε αρέσκεια (likes). Και, ύστερα, ήρθε η καταγγελία του Κρεγκ Μάρρεϋ, ενός ανθρώπου που υπήρξε διπλωμάτης χρόνια, πριν γίνει σημαία μας στον αγώνα του Τύπου για τον Ασάνζ, που με έπεισε ότι δεν μου παίζει παιγνίδια το μυαλό μου, ότι δεν άρχισα να ενδίδω σε φανταστικές θεωρίες συνομωσίας.
«Το σχέδιο της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήταν να περιορίσει τις πληροφορίες που θα λάμβανε το κοινό και να περιορίσει και την αποτελεσματική πρόσβαση του ευρύτερου κοινού σε όποια σχετική πληροφορία δημοσιοποιείται. Γι αυτό και οι ακραίοι περιορισμοί τόσο στη φυσική παρουσία όσο και στην τηλε-παρακολούθηση. Tα διαπλεκόμενα κυρίαρχα [mainstream] μήντια διασφάλισαν ότι πολλοί λίγοι από μας θα γνωρίζουν τι συμβαίνει. Ακόμη και το ιστολόγιό μου ποτέ δεν είχε τόσο συστηματικά και υπογείως λογοκριθεί (shadowbanning) από το τουίτερ και το φέησμπουκ όσο τώρα. Συνήθως το 50% των αναγνωστών μου έρχεται από το τουίτερ και 40% από το Φέησμπουκ. Κατά τη διάρκεια της δίκης έρχεται 3% από υο τουίτερ και 9% από το φέησμπουκ. Αυτό σημαίνει πτώση από το 90% στο 12%/ την εποχή της πρώτης δίκης, το Φεβρουάριο, Φέησμπουκ και Τουίτερ μου στέλνανε μαζί 200.000 αναγνώστες τη μέρα. Σήμερα μου στέλνουν μαζί 3.000 αναγνώστες τη μέρα. Για να είναι ξεκάθαρος, αυτό είναι πολύ λιγότερο από την συνήθη καθημερινή μου αναγνωσιμότητα από αυτούς, σε μια συνήθη εποχή. Είναι η ύπουλη φύση αυτής της λογοκρισίας που την κάνει τόσο φρικτή. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι επιτυχώς μοιράστηκαν τα κείμενά μου [για τον Ασάνζ] και στις δύο πλατφόρμες, ενώ οι εταιρίες αυτές τα κρύβουν από όλους και δεν εμφανίζονται στο timeline κανενός. Η ίδια μου η οικογένεια δεν λαμβάνει ειδοποιήσεις για τις δημοσιεύσεις μου σε καμμία από τις δύο πλατφόρμες».
Είμαστε λίγοι που παρακολουθούμε τη δίκη. Πολλοί λίγοι για μια τέτοια δίκη. Και οι ενεργοί, όσοι μεταδίδουμε κάθε μέρα, όσοι προσπαθούμε να δώσουμε την εικόνα όπως πρέπει, ακόμη λιγότεροι. Μέσα στην αίθουσα έχουν επιτρέψει δύο: τον Κρεγκ Μάρρεϋ και τον Τσάρλυ, για τον οποίο θα αποφύγω οποιοδήποτε σχόλιο, και θα παραθέσω μόνο το Ίνσταγκράμ του. Την ώρα που αφήνουν απέξω τη Διεθνή Αμνηστία και τους Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα. Την ώρα που άλλοι συνάδελφοι, με πείρα και γνώση, ξυπνούν από τις τρεις το πρωί και στήνονται στην ουρά με την ελπίδα να μπορέσουν να μπουν, ως οι δυο τρεις κοινοί παρατηρητές, στην αίθουσα του δικαστηρίου του Ολντ Μπέιλυ. Την ώρα που οι υπόλοιποι πρέπει να παρακολουθούμε τη δίκη χωρίς να βλέπουμε τα πρόσωπα των ανθρώπων, έχοντας αντιδράσει όλοι μαζί για να μπορέσουμε έχουμε δύο τρία λεπτά την εικόνα του Ασάνζ και του κλωβού που τον έχουν κλεισμένο, αναμένοντας ακόμη πρακτικά για όσα κομμάτια της διαδικασίας χάσαμε λόγω των τεχνικών προβλημάτων (δεν έχει έρθει τίποτε). Με τους υπερασπιστές του Ασανζ στο βάθος, το μικρόφωνό τους να μη λειτουργεί καλά και με την μία και μόνη κάμερα τοποθετημένη έτσι που να έχουμε πολύ καλή ορατότητα μόνον των κατηγόρων. Ούτε καν της δικαστού.
Με, με… Με όλα όσα κάνουν τις θεωρίες συνομωσίας να αποκτούν σάρκα και οστά. Και αν προσθέσεις την σιωπή των συστημικών μέσων, την ακραία απόκρυψη των στοιχείων για αυτή τη δίκη, την δίκη όλων μας, τις έχεις μπροστά σου να σου λένε κάθε μέρα καλημέρα, την ώρα που ανοίγεις τον υπολογιστή για να συνδεθείς με τον ηλεκτρονικό προθάλαμο του δικαστηρίου.
Όμως το ενδιαφέρον είναι εκεί. Και οι άνθρωποι είναι εκεί, και το κοινό, και οι δημοσιογράφοι που μπορούν. Και όλοι μας διαβάζουμε ο ένας τον άλλο, αποδίδουμε πηγές, αναζητούμε τα κομμάτια του παζλ που μας αποκρύπτουν με τον τρόπο που έχει στηθεί η διαδικασία. Μιλάμε μεταξύ μας. Και μας δίνουμε κουράγιο. Στα ιδιωτικά μηνύματα του τουίτερ εκείνο το «προλαβαίνω να σε δω μόνο ελάχιστα, το πρωί, την ώρα που ελέγχουν την οθόνη μου, αλλά χαμογελάω που είσαι εκεί» που έγραψε άγνωστός μου συνάδελφος, που παρακολουθεί, δείχνει σε ποιάν κατάσταση είμαστε, τι βλέπουμε και νοιώθουμε όλοι. Το γεγονός ότι, στο τουίτερ, τα αφηγηματικά μου νήματα (threads), όλα στα ελληνικά, αναμεταδίδονται ως νήματα που πρέπει να ακολουθήσουν αν θέλουν διαρκή ενημέρωση σε ανθρώπους που μιλούν άλλες γλώσσες, δείχνει πόσο ελλειπής είναι η ενημέρωση.
Και τώρα πάλι εδώ, εξηγείται το θαύμα. Η άμεση αποδοχή μου στο πουλ των λίγων δημοσιογράφων που τους δόθηκε το δικαίωμα να παρακολουθήσουν την ακροαματική διαδικασία. Μου έχει καρφωθεί πια η ιδέα πως, ο λόγος που έγινα δεκτή, που μου επετράπη η διαπίστευση σε μία από τις ελάχιστες θέσεις παρατηρητών δημοσιογράφων, είναι ακριβώς αυτός: τα ελληνικά, μια γλώσσα περιορισμένης εμβέλειας. Και ας πω εδώ πως, όταν έστειλα μια παλιά φωτογραφία της διεθνούς μου ταυτότητας – για να διαπιστευτώ – , επειδή ήμουν στη Σίφνο και δεν την είχα μαζί, μια φωτογραφία που είχα βγάλει για κάποια αποστολή και για το Ινσταγκραμ, στην οποία δεν πολυφαίνονταν ούτε η φωτό ούτε τα στοιχεία μου, περίμενα να μου ζητήσουν καθαρότερη, καλύτερη. Δεν την ζήτησαν. Οι Βρετανοί δικαστικοί που άφησαν έξω την Διεθνή Αμνηστία και τους Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα με εμπιστεύτηκαν από την πρώτη στιγμή με όλη τους την καρδιά…
Ο πατέρας της Δημοσιογραφίας, Ισίδωρος Στόουν, είχε πει πως, οι δημοσιογράφοι δίνουμε μάχες για να τις χάνουμε. «Δίνεις τη μάχη για να τη χάσεις, κι αυτή και την επόμενη και την επόμενη, και τη δίνεις γιατί ξέρεις ότι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο θα έρθει κάποιος αύριο που θα την δώσει και θα νικήσει». Κι αυτό δεν αφορά μόνο τη Δημοσιογραφία. Έτυχε απλώς αυτή να είναι η δική μας μάχη.