Του Γιώργου Πλειού, καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η κρίση COVID-19, ατυχώς, αλλά καθόλου τυχαία, παρουσιάστηκε σε αρκετές χώρες ως «πόλεμος», δηλαδή ως εξωτερική κρίση και απειλή (που νομικά κα ιδεολογικά δικαιολογεί τη λήψη έκτακτων μέτρων). Αυτό ενισχύθηκε από και ενίσχυσε το μερικό κλείσιμο των συνόρων (λ.χ. διακοπή πτήσεων). Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά μεταφορικά («πόλεμος ανακοινώσεων», «πόλεμος τιμών» κ.λπ.), αλλά δεν επρόκειτο για τέτοια περίπτωση. Αρκετοί το εννοούσαν παρότι δεν υπήρχε στρατός από την άλλη πλευρά, ούτε κρατούσε όπλα ή είχε κάποια ανθρώπινη ιδιότητα. Δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι κυριολεκτώντας, ενισχύουν τα επιχειρήματα όσων πιστεύουν πως ότι έχουμε να κάνουμε με εκούσιο ή ακούσιο βιολογικό πόλεμο.
Η εκμετάλλευση του «πολέμου»
Ωστόσο η χρήση του πολέμου ως μοντέλου προσομοίωσης προσφέρει αρκετά πλεονεκτήματα συγκεντρωτικής διακυβέρνησης, χωρίς ενοχλητικές ερωτήσεις από δημοσιογράφους ή πολιτικό έλεγχο από κόμματα και ομάδες πίεσης. Κατ’ αρχήν τα περισσότερα Μέσα, ιδιαίτερα τα κατεστημένα (με το μεγαλύτερο κοινό και επιρροή) όταν συντρέχει εξωτερική απειλή ακολουθούν τη στρατηγική της «συστοίχισης με τη σημαία», δηλαδή με την ηγεσία της χώρας. Τα συντηρητικά, όπως και πολλά ακροδεξιά Μέσα την ακολούθησαν ευλαβικά.
Δεύτερον, η παραδοσιακή εξάρτηση των κατεστημένων Μέσων από την πολιτική εξουσία τα καθιστά ευάλωτα από οικονομική άποψη, αλλά και στην προμήθεια ειδήσεων, συνεπώς και περισσότερο «υπάκουα» στις ηγετικές εντολές και προσδοκίες. Ούτως ή άλλως, οι έρευνες έχουν δείξει (ναι, και για την Ελλάδα) ότι όσο περισσότερο τα Μέσα εξαρτώνται από την πολιτική εξουσία, τόσο περισσότερο οι δημοσιογράφοι ενεργούν ως προπαγανδιστές και όχι ως σκαπανείς ειδήσεων. Ως εργοδότη δεν θεωρούν το κοινό, κι ας πληρώνει αυτό το κόστος λειτουργίας των μέσων, αλλά την πολιτική εξουσία.
Τρίτον, κατά την κρίση κορονοϊού έγιναν πρόσθετες ρυθμίσεις από την πολιτική εξουσία, που από τη μια στοχεύουν να «σαγηνεύσουν» ακόμα περισσότερο τα ΜΜΕ, ενώ από την άλλη ίσως τα περισώζουν προσωρινά από την κατάρρευση: κονδύλια για κρατική διαφήμιση, κονδύλια για την αμοιβή των εργαζομένων, αναστολή εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων ΜΜΕ προς το κράτος (χωρίς τεκμηρίωση) κ.ά. Σε αυτό το πλαίσιο, ο «υπάκουος» γίνεται «πιστός», κι δύσπιστος «υπάκουος».
ΜΜΕ νομιμοφροσύνης
Έτσι, πολλά Μέσα, από τους πρωτοσέλιδους τίτλους μέχρι την τελευταία σελίδα πρόβαλαν φανατικά τα μέτρα αντιμετώπισης του κορονοϊού, συχνά όχι επί της ουσίας (λ.χ. αν φοράνε μάσκα, αν κρατάνε απόσταση κ.λπ.), αλλά κλείνοντας εμφατικά το μάτι προς την εξουσία, ως δήλωση νομιμοφροσύνης. Σε κάποιες περιπτώσεις ανέλαβαν και ρόλο «αστυνόμου», επιτηρητή των πολιτών και πληροφοριοδότη των αρχών. Κατά τα άλλα σχολιάζουν καυστικά το καθεστώς επιτήρησης στην Κίνα.
Ταυτόχρονα, αν και δημοσίευσαν εκτενώς τα πρωθυπουργικά διαγγέλματα και τις ανακοινώσεις που έκαναν στις συνεντεύξεις Τύπου οι εκπρόσωποι των Υπουργείων Υγείας, Πολιτικής Προστασίας κ.ά. δέχθηκαν, ως επί το πλείστον, αδιαμαρτύρητα τον περιορισμό πρόσβασης των δημοσιογράφων, τον οποίο οι διεθνείς οργανισμοί θεωρούν σοβαρό περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου και αναφέρουν σε πρόσφατες εκθέσεις τους. Είναι χαρακτηριστικό, ότι την ίδια στιγμή που πολλά Μέσα πρόβαλαν την κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας, τήρησαν σιγή ιχθύος για πολλά ερωτήματα όπως για: τις παλινωδίες στη χρήση των μασκών: την απόκρυψη ή υποπροβολή των διαφορετικών επιστημονικών απόψεων από εκείνες του εκπρόσωπου Τύπου του Υπουργείου Υγείας: την αναγκαιότητα περισσότερων τεστ: τις ελλείψεις μέσων προστασίας του υγειονομικού προσωπικού: την αποτελεσματική ανταπόκριση των υπηρεσιών σε ασθενείς (π.χ. Καστοριά): τις αυθαιρεσίες αστυνομικών οργάνων κατά τον έλεγχο μετακινούμενων: την κατάσταση στα ελληνικά νοσοκομεία ενώ υπήρχε εκτενής ενημέρωση για τα νοσοκομεία άλλων χωρών: τα επίσης χαμηλά ποσοστά θνησιμότητας σε άλλες χώρες της Α. Ευρώπης με διαφορετική πολιτική, ενώστο θέμα της μετάληψης και του εκκλησιασμού ορισμένα κράτησαν επαμφοτερίζουσα στάση.
Η ερευνητική δημοσιογραφία ως πολυτέλεια
Τα κατεστημένα (παλιά) Μέσα αν και παρείχαν ενημέρωση έγιναν ακόμα περισσότερο σχολιαστικά, ενώ άξονας του άμεσου ή έμμεσου σχολιασμού έγινε σε γενικές γραμμές η εξύμνηση της κυβέρνησης, η αδιαφορία για τις εναλλακτικές ή έστω τις διαφορετικές φωνές στην επιστήμη, το Κοινοβούλιο και την πολιτική ή αλλού. Εννοείται ότι η ερευνητική δημοσιογραφία έγινε είδος πολυτελείας, λόγω και της καραντίνας, που μάλλον συχνά στάθηκε βολική δικαιολογία. Με άλλα λόγια η επιδημιολογική κρίση και η καραντίνα ενίσχυσαν ορισμένα από τα πλέον αρνητικά γνωρίσματα πολλών κατεστημένων μέσων ενημέρωσης, σε ότι αφορά την πολυφωνία, την ίδια στιγμή που δεν χάνουν ευκαιρία να κατηγορήσουν για απουσία πολυφωνίας άλλες χώρες.
Δεδομένου ότι αυξήθηκε σημαντικά το κοινό της τηλεόρασης, στο βαθμό που τα ΜΜΕ χρησιμοποίησαν αυτή τη στρατηγική κάλυψης της υγειονομικής κρίσης, ενισχύθηκε ο αντίκτυπός της, όμως ταυτόχρονα ενισχύθηκε και η κριτική ή πολεμική σε αυτήν, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ).
Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης
Τα ΜΚΔ, αν και συνήθως είναι σχολιαστικά μέσα, η σιγή ιχθύος για γεγονότα που κάποιοι νόμιζαν ότι αμφισβητούν το κυρίαρχο αφήγημα, συνέβαλε να γίνουν περισσότερο ειδησεογραφικά. Τα ΜΚΔ έγιναν το «ιππικό της ενημέρωσης» που διέδωσε το θάνατο της 40χρονης στην Καστοριά, την παραβίαση της καραντίνας από συγκεντρωμένους πιστούς στον περίβολο των εκκλησιών ή και εντός αυτών, το πρόγραμμα κατάρτισης επιστημόνων (που χαρακτηρίστηκε ως «Σκόϊλ Ελικίκου»), τη βία εναντίον διερχόμενου μοτοσικλετιστή από άνδρες συνοδείας κυβερνητικού προσώπου, τα γεγονότα σε πλατεία της Αγ. Παρασκευής κ.ά. Τα ΜΚΔ εκτός από την ενημέρωση πέτυχαν και την ανάκληση αποφάσεων ή την επέμβαση των αρμόδιων αρχών στα γεγονότα που κατέγραφαν. Με άλλα λόγια, αν και η αναμέτρηση μεταξύ κυρίαρχων ΜΜΕ και εναλλακτικών ΜΚΔ ήταν άνιση, κατάφερε να δείξει ότι η ειδησεοθηρία είναι ισχυρή δύναμη, πολύ πιο ισχυρή από το ειδησεογραφικό λιβάνισμα. Για αυτό και έγινε προσπάθεια να δυσφημιστούν αρκετοί Δαυίδ των νέων μέσων από Γολιάθ των «υπάκουων». Ως εκ τούτου, όπως μετ’ επιτάσεως αναφέρουν οι διεθνείς οργανισμοί, η προστασία της Ελευθερίας του Τύπου είναι το πρώτο καθήκον όσων εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα με την ενημέρωση, καθώς υφίσταται ισχυρή εκτίμηση ότι η επίθεση στην ελευθεροτυπία και την ελευθεροστομία θα ενταθεί κατά το προσεχές διάστημα.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημ. “Αυγή“, 10/5/2020