Από τον Γιώργο Πλειό στην Εφημερίδα των Συντακτών
- Αν διαβάσουμε προσεκτικά την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θα παρατηρήσουμε ότι το δικαίωμα στην πληροφόρηση και στην έκφραση γνώμης είναι από τα σημαντικότερα όχι μόνο ως αυτοτελές δικαίωμα, όπως ρητώς αναφέρεται στα άρθρα 18 και 19, αλλά και ως προϋπόθεση για σειρά άλλων δικαιωμάτων, που αναφέρονται στα άρθρα 26 και 27 αλλά και στα άρθρα 10, 12, 20.1, 21.1, 22, 23.4, και 29.1.
Από την άλλη πλευρά, η πληροφόρηση αναδεικνύεται σε απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία της Δημοκρατίας και στην εκλογική της διάσταση. Θεωρείται ότι ο πολίτης που είναι καλά πληροφορημένος για τους πολιτικούς φορείς, κόμματα ή πρόσωπα, και τα προγράμματά τους, είναι σε θέση να ψηφίσει ορθολογικά, με κριτήριο τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του. Το διαδίκτυο, εκλαμβάνεται ότι διευρύνει τη δυνατότητα πληροφόρησης του πολίτη, προάγει τον διάλογο, παρακάμπτει τις ιεραρχίες του παρελθόντος και τις ηγεμονικές «ελίτ» των ειδημόνων περί τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά πράγματα, ενώ την ίδια στιγμή (μπορεί να) συμβάλλει στην ενεργό πολιτική συμμετοχή και στην υπέρβαση του δημοκρατικού ελλείμματος. Ωστόσο δύο γεγονότα κάνουν φορμαλιστική μια τέτοια προσέγγιση.
Πρώτον, όντως, το διαδίκτυο καθιστά δυνατή την πρόσβαση κυριολεκτικά όλων όπου γης στην έκφραση και στην υποδοχή απόψεων. Φυσικά υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται πολιτικός ή άλλος (λ.χ. οικονομικός, μορφωτικός, κοινωνικός κ.λπ.) περιορισμός της πρόσβασης στο διαδίκτυο. Ωστόσο, παρά την απόσταση που έχει διανυθεί, εμπόδια στην καθολική και ίση πρόσβαση παραμένουν οι περιφερειακές ανισότητες παγκοσμίως ή εντός των χωρών, οι ταξικές, έμφυλες, πολιτιστικές, γλωσσικές ανισότητες κ.ά. Συνεπώς η καθολική και ίση δυνατότητα διαδικτυακής πρόσβασης στην πληροφόρηση και έκφραση γνώμης δεν αποτελεί και πραγματικότητα.
Δεύτερον, η αισιόδοξη φορμαλιστική οπτική, ακόμα και με τον αστερίσκο του σκεπτικισμού, θα μπορούσε να δημιουργεί ένα ελάχιστο αισιοδοξίας, αν το διαδίκτυο ήταν ένας τόπος ορθολογικής και ελεύθερης ανταλλαγής απόψεων ειδικότερα στο πλαίσιο λειτουργίας της Δημοκρατίας είτε ως δικαιωματικού χάρτη είτε ως εκλογικής διαδικασίας.
Τρία σημεία κλειδιά
Ωστόσο τρεις σημαντικές τάσεις στο διαδίκτυο ανατρέπουν την υπεραισιόδοξη προοπτική της συμβολής τους στη Δημοκρατία.
Πρώτον, το περιεχόμενό που αναρτάται και καταναλώνεται στο διαδίκτυο σήμερα είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο της προηγούμενης ή της προ-προηγούμενης δεκαετίας. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ) κατέχουν πλέον κεντρική θέση στη διαδικτυακή ζωή των χρηστών και μέσω αυτής σε πλήθος τομείς της κοινωνικής αλλά και της προσωπικής ζωής τους, ενώ τα παλιά μέσα χάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος του κοινού τους, και η κρίση επιταχύνει αυτή την πτώση.
Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι τον Οκτώβριο 2019 με μια παγκόσμια κοινωνία άνω των 7,8 δισεκατομμύρια ατόμων, υπήρχαν περισσότεροι από 4,6 δισεκατομμύρια χρήστες του διαδικτύου και 2,4 δισεκατομμύρια ενεργοί χρήστες του Facebook. Στην Ελλάδα, τα στοιχεία της περυσινής χρονιάς δείχνουν ότι οι χρήστες του Facebook είναι περίπου 6.000.000, με τον μισό πληθυσμό της χώρας να το χρησιμοποιεί την ίδια στιγμή που, κατά την περίοδο 2013 – 2018, μειώθηκαν στο μισό οι ήδη σημαντικά μειωμένες πωλήσεις εφημερίδων στην Ελλάδα, ενώ και οι τηλεοπτικοί σταθμοί έχουν χάσει σημαντικό μέρος του κοινού τους.
Για πολλούς χρήστες το ίντερνετ εξαντλείται πρωτίστως ή σε αρκετές περιπτώσεις αποκλειστικά στη χρήση των ΜΚΔ. Ταυτόχρονα, η αλληλεπίδραση των χρηστών μέσω των ΜΚΔ καθοδηγείται πλέον από αλγόριθμους μιας πολιτικής, πολιτιστικής, ιδεολογικής, στερεοτύπων κ.ά. ομοφυλίας, που επιταχύνει την κατάτμηση της online, και μέσω αυτής και της offline, δημόσιας σφαίρας.
Παράλληλα, το διαδίκτυο -ιδιαίτερα τα ΜΚΔ- γίνεται το γόνιμο έδαφος των ποικίλων μορφών παραποιημένων ειδήσεων (fake news) – αν και δεν ευθύνεται το διαδίκτυο αλλά μάλλον οι προκαταλήψεις γι’ αυτό, καθώς και οι κοινωνικές συνθήκες που ευνοούν τη δημιουργία τους. Κατά το 2017, σύμφωνα με τον οργανισμό Statista, το 61% των χρηστών πίστευαν ότι οι ειδήσεις που διάβασαν στο διαδίκτυο ήταν λιγότερο ή περισσότερο παραποιημένες. Με άλλα λόγια, διαρκώς λιγότεροι πιστεύουν στην αξιοπιστία των ειδήσεων, ενώ διαρκώς περισσότεροι στην αμφίβολης αξιοπιστίας προπαγανδιστική τους αποστολή.
Η δεύτερη, πιο πρόσφατη, τάση είναι ακόμα πιο ανησυχητική επειδή αφορά τον πυρήνα του δικαιώματος έκφρασης και πληροφόρησης, παρά την έκρηξη της πληροφόρησης, ή μάλλον σε συνάρτηση με αυτήν. Περιλαμβάνει, από τη μια την κυριαρχία μονοπωλίων και την εμπορική εκμετάλλευση του διαδικτύου, και από την άλλη τον περιορισμό των «φωνών» σε αυτό.
Το διαδίκτυο, όπως αναφέρει πρόσφατα ο Ν. Σμυρναίος αλλά και άλλοι ερευνητές, κυριαρχείται πλέον από λίγες εταιρείες, τις λεγόμενες GAFAM, που το εκμεταλλεύονται εμπορικά, και που με το πέρασμα του χρόνου γίνονται ακόμα λιγότερες. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι η ρητορική, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή η καταπολέμηση των μονοπωλίων στον σύγχρονο καπιταλισμό, συνιστά ιδεολογική αυταπάτη ή εξαπάτηση. Την τάση αυτή έρχεται να ενισχύει η πρόσφατη οδηγία για τα πνευματικά δικαιώματα, την οποία –με την ιστορική ευθύνη και Ελλήνων βουλευτών– ψήφισε η Ευρωβουλή στις 26 Μαρτίου 2019. Ειδικότερα το άρθρο 3, υποχρεώνει τις εταιρείες που αναρτούν περιεχόμενο στις διαδικτυακές πλατφόρμες να έχουν εξασφαλίσει οι παραγωγοί (π.χ. απλοί πολίτες που αναρτούν βίντεο στο YouTube) τα δικαιώματα όλων των συντελεστών του αναρτώμενου περιεχομένου. Καθιστά τις ιδιοκτήτριες εταιρείες που έχουν τις πλατφόρμες υπεύθυνες για τον σχετικό έλεγχο των πνευματικών δικαιωμάτων εκ μέρους όσων αναρτούν περιεχόμενο. Η συγκεκριμένη ρύθμιση απαιτεί τη διάθεση μεγάλων ποσών για τον έλεγχο του αναρτώμενου υλικού, γεγονός που επιτρέπει την επιβίωση λίγων μόνο, μεγάλων, οικονομικά εύρωστων επιχειρήσεων του διαδικτύου, και συνεπώς θα ενισχύει την τάση της οριζόντιας συγκέντρωσης.
Από την άλλη, η αναμενόμενη μείωση περιεχομένου παραγόμενου από πολίτες θα αναγκάσει τα μονοπώλια του διαδικτύου να παράγουν δικό τους περιεχόμενο. Συνεπώς, αναμένεται να ενισχυθεί και η κάθετη συγκέντρωση. Η οριζόντια και κάθετη μονοπωλιακή συγκέντρωση πιθανόν να καταστήσουν ακριβότερο το διαδίκτυο και συνεπώς να ενισχύσουν το ψηφιακό χάσμα ή να μεταβάλλουν σημαντικά τον τρόπο χρήσης του διαδικτύου προς μια ελεγχόμενη από τις εξουσίες χρήση. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για εξέλιξη που συνδέεται άρρηκτα με την περιστολή του δικαιώματος έκφρασης και πληροφόρησης. Ωστόσο αυτό δεν είναι το χειρότερο.
Οι εταιρείες που ελέγχουν μονοπωλιακά το διαδίκτυο έχουν πολλούς λόγους να συνεργαστούν με όσες κυβερνήσεις θέλουν να ασκήσουν πολιτικό έλεγχο και να επιβάλουν περιορισμούς στο δικαίωμα της έκφρασης και της πληροφόρησης, προληπτικά ή κατασταλτικά, όπως συμβαίνει σήμερα σε κάποιες χώρες. Μπορεί ο πολίτης της Δύσης να μην ανησυχεί γι’ αυτό επειδή δεν τον αφορά άμεσα, αλλά ίσως είναι καιρός να ξεκινήσει να το κάνει.
Καταστολή
Την περίοδο των κινητοποιήσεων των «Κίτρινων γιλέκων», οι υπηρεσίες της γαλλικής Ασφάλειας κάλεσαν σε άτυπη ανάκριση δημοσιογράφους που ήταν επικριτικοί προς τον Μακρόν, κάνοντας χριστουγεννιάτικες μπάλες τις ουκ ολίγες ρυθμίσεις περί ελευθερίας του Τύπου. Στη Σαουδική Αραβία η Netflix ήρθε σε συνεννόηση με την κυβέρνηση της χώρας ώστε να μην προβάλλονται ταινίες που αντιβαίνουν τη Σαρία.
Η κυβέρνηση Ερντογάν «έριξε» το Twitter την περίοδο των κινητοποιήσεων για την υπόθεση Gezi Park. Ερωτηματικά με υπονοούμενα διατυπώθηκαν για το πώς «έκλεισαν» στην Ελλάδα δύο ιστοσελίδες μαθητών στο Facebook πριν από μερικά χρόνια, που καλούσαν σε κινητοποιήσεις άλλους μαθητές.
Κυρίως όμως είναι σημαντικό ότι μια ιδιωτική εταιρεία, λ.χ. το Facebook, αυτοαναγορεύεται σε «νομοθετική» και εκτελεστική αρχή, που διαχειρίζεται το δικαίωμα έκφρασης των χρηστών (και έχει εφαρμοστεί από περιστατικά παιδικής πορνογραφίας μέχρι περιπτώσεις διακεκριμένων καλλιτεχνικών έργων και φωτογραφιών, νόμιμων πολιτικών συμβόλων κ.λπ.). Οχι λοιπόν η νομοθεσία, όχι το Σύνταγμα της χώρας στην οποία λειτουργεί το Facebook αλλά ίδια η εταιρεία αποφασίζει τι μπορεί να λέγεται (και να δείχνεται ή ακούγεται) και τι όχι.
Οπως φαίνεται, αυτό που δεν κατάφεραν τα σχέδια SOPA και PIPA στις αρχές της δεκαετίας ’10, με αγωγό την καταπολέμηση της πειρατείας στο διαδίκτυο, ίσως το πετύχει τώρα η οδηγία που ψήφισε το Ευρωκοινοβούλιο. Πρωτίστως προς όφελος των μεγάλων εταιρειών, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα. Είναι πάντως παράδοξο που πριν ακόμα ψηφιστεί η οδηγία, χώρες με αυταρχική διακυβέρνηση, όπως λ.χ. η Τουρκία, έσπευσαν ασμένως να την εφαρμόσουν.
Η τρίτη αλλαγή που συμβαίνει είναι ότι, χάρη σε πλήθος ρυθμίσεων, το διαδίκτυο προσφέρει σε ψηφιακή μορφή πολλά πολιτιστικά (σινεμά, μουσική κ.ά.), καθώς και χρηστικά (λ.χ. εκπαίδευση ή υγεία) αγαθά σε χαμηλή τιμή, που εξασφάλιζε παλιότερα σε φυσική μορφή το κοινωνικό κράτος. Αυτό καθιστά δομικά εφικτή την περικοπή μισθών και κοινωνικών δαπανών χωρίς σημαντική μείωση του όγκου της πολιτιστικής και άλλης κατανάλωσης και κυρίως χωρίς μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις. Κάνει δηλαδή εφικτή τη νεοφιλελεύθερη στροφή. Με άλλα λόγια, το εμπορευματοποιημένο διαδίκτυο γίνεται έτσι το επικοινωνιακό ισοδύναμο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Κι αυτό συνιστά πλήγμα στα κοινωνικά δικαιώματα και τη Δημοκρατία.
Ακτιβισμός: ένα άυλο επιχείρημα για το διαδίκτυο
Το επιχείρημα περί διαδικτυακού ακτιβισμού παραμένει έωλο εν μέρει διότι η πολιτική χρήση του διαδικτύου είναι περιορισμένη, εν μέρει διότι είναι «τεμπέλικη» και εκ του μακρόθεν. Το διαδίκτυο μακροπρόθεσμα λειτουργεί για τους πολίτες στη σχέση τους με το κατεστημένο περισσότερο εκτονωτικά παρά ανατρεπτικά. Ωστόσο, παρά την εκτονωτική του λειτουργία, σε αντίθεση προς τα παλιά μέσα, είναι φορέας μιας άλλης νοοτροπίας, που η ισχύουσα κοινωνική οργάνωση δεν μπορεί να διαχειριστεί: αυτής της οριζόντιας ιεραρχίας, που αντιτίθεται στην κάθετη ιεραρχία των εδραιωμένων πολιτικών και οικονομικών εξουσιών.
Η περίπτωση των Wikileaks είναι μια από τις σαφέστερες εκδηλώσεις αυτής της αντίθεσης. Η μεταχείριση του Ασάνζ δείχνει τη μεταχείριση που επιφυλάσσουν οι εξουσίες, όταν η οριζόντια κριτική πληροφοριακή ροή έρχεται σε αντίθεση με τον κάθετο κατεξουσιαστικό έλεγχο των θεσμών του παρελθόντος. Αυτή η μεταχείριση μπορεί να γίνει σκληρή ή και βίαιη, μπορεί επίσης να παραβεί σειρά κεκτημένων της αστικής Δημοκρατίας.
Η εξελισσόμενη μονοπωλιακή ρύθμιση στο διαδίκτυο, σε συνδυασμό με τον περιορισμό των εναλλακτικών φωνών σ’ αυτό, είναι μέρος μιας γενικότερης διαδικασίας περιορισμού της ελευθερίας του Τύπου και ελέγχου των ΜΜΕ με πολιτικά ή οικονομικά μέσα που εξελίσσεται ταυτόχρονα και στα παλιά μέσα.
Θύματα
Την περίοδο 2014 – 2018 καταγράφηκαν 19 θάνατοι δημοσιογράφων στην Ε.Ε. (οι 12 στο Charlie Hebdo) και 13 σε χώρες υποψήφιες για ένταξης την Ε.Ε. (οι 11 στην Τουρκία). Καταγράφηκαν ακόμα 445 σωματικές επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων στην Ε.Ε., οι περισσότερες όχι στις χώρες που ίσως υποψιάζεται ο αναγνώστης, αλλά στην Ιταλία (83), στην Ισπανία (38), στη Γαλλία (36), στη Γερμανία (35) και σε ό,τι αφορά τις υπό ένταξη χώρες, τις περισσότερες διέπραξε ο «συνήθης ύποπτος» για αδικήματα κατά της ελευθερίας του Τύπου, η Τουρκία (36).
Πέρα από αυτά, στην Ε.Ε. έγιναν 437 συλλήψεις δημοσιογράφων εκ των οποίων περισσότερες πού αλλού (;), στην Τουρκία. Αλλά και 15 έγιναν στην Ελλάδα, 8 στη Γαλλία, 7 στην Ολλανδία, 9 στη Β. Μακεδονία κοκ.
Σε ανησυχητικά επίπεδα έφτασε η παρεμπόδιση της πρόσβασης των δημοσιογράφων στα γεγονότα, δηλαδή παρεμποδίστηκαν να κάνουν αυτό που τους αναγνωρίζει το Σύνταγμα, οι νόμοι, η Οικουμενική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και πλήθος ρυθμίσεων. Συνολικά, καταγράφηκαν 545 τέτοια περιστατικά στην Ε.Ε. εκ των οποίων τα περισσότερα στην Ουγγαρία (52), στη Γαλλία (38), στην Πολωνία (36) και σε ό,τι αφορά τις υπό ένταξη χώρες στην Τουρκία (103), στη Σερβία (29), στη Β. Μακεδονία (28) κοκ. Εκτός αυτού καταγράφηκαν ακόμα 697 περιστατικά εκφοβισμού δημοσιογράφων. Τα περισσότερα συνέβησαν στην Ιταλία (33), στη Ρουμανία (47) στην Κροατία (41), στη Γαλλία (39) κ.λπ.
Το 2019 παρατηρείται περαιτέρω επιδείνωση. Σύμφωνα με στοιχεία του οργανισμού Mapping Media Freedom, ενώ το 2018 καταγράφηκαν 4.000 καταγγελίες για περιστατικά παραβίασης της ελευθερίας του Τύπου στην Ε.Ε., μέχρι τον Οκτώβριο 2019 έχουν αναφερθεί 4.940 καταγγελίες, με τις περισσότερες να αφορούν λογοκρισία και περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης – κυρίως των δημοσιογράφων εκ μέρους των εργοδοτών τους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα θεσμικά μέσα περιορισμού της ελευθερίας του Τύπου: πολιτικές/εξωοικονομικές παρεμβάσεις/διώξεις στα ιδιωτικά μέσα (όπως σε Ουγγαρία, Τσεχία, Τουρκία, Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Ιρλανδία, Βουλγαρία, Β. Μακεδονία κ.α.), πολιτικές παρεμβάσεις στα δημόσια/κρατικά μέσα (Ουγγαρία, Πολωνία, Τουρκία, Ελλάδα/2013 κ.ά.) ή οικονομικές παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας όπως λ.χ. με την εξαγορά και διακοπή λειτουργίας της αριστερής εφημερίδας Népszabadság στην Ουγγαρία. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, διαφαίνεται ότι σε πλείστες περιπτώσεις η αγορά ως μηχανισμός ρύθμισης του επικοινωνιακού τοπίου λειτουργεί πλέον σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που βρίσκεται η αρχή της ελευθεροτυπίας.
Διεθνείς οργανισμοί καταγράφουν επιδείνωση της ελευθερίας του Τύπου σε όλη σχεδόν την Ε.Ε. Αυτό που πρέπει να προσθέσουμε είναι ότι, όπως είπαμε αρχικά, η ελευθερία του λόγου και του Τύπου είναι θεμελιώδη όχι μόνο ως δικαιώματα αφ’ εαυτά, αλλά και προϋπόθεση για σειρά άλλων δικαιωμάτων.
Ο περιορισμός της στα παλιά και, ιδίως, στα νέα μέσα, συνιστά σοβαρή επιδείνωση της κατάστασης της Δημοκρατίας, η οποία σταδιακά μπορεί να απαξιωθεί πρακτικά, αλλά και προγραμματικά. Μπορεί να ευνοήσει την άνοδο ακροδεξιών αντιδημοκρατικών δυνάμεων, ιδιαίτερα καθώς μια σειρά κλυδωνισμών διατρέχουν την Ε.Ε. και όχι μόνο.
Στην Ελλάδα
Εκτός όσων αναφέρθηκαν, στην Ελλάδα μπορούμε να πούμε ότι ανιχνεύεται μια τάση που παρατηρήθηκε και σε άλλες χώρες που έζησαν οικονομική κρίση και μετάβαση, όπως αυτές των Βαλκανίων. Σημαντικό μέρος του πολιτικού Τύπου και άλλων ΜΜΕ περνά σταδιακά στο στρατόπεδο του κιτρινισμού (ή ταμπλόιντ) με αποτέλεσμα οι εμπορικές εφημερίδες να μοιάζουν όλο και πιο με αθλητικές, ιδιαίτερα στο ύφος. Ωστόσο σημαντικό μέρος του πολιτικού Τύπου ακόμα κινείται στο στίβο της πολιτικής έστω και με έντονα δραματοποιημένο ύφος.
Κι όμως το σημαντικότερο είναι άλλο. Ως αποτέλεσμα της εποπτείας των θεσμών δεν είναι πλέον εύκολο να διοχετευτεί δημόσιο χρήμα στις επιχειρήσεις ΜΜΕ, τουλάχιστον με την παλιά μορφή των κρατικών παραγγελιών ή των τραπεζικών χορηγήσεων, παρά τα 35 εκατομμύρια που φέρεται να έδωσαν οι τράπεζες στα ΜΜΕ το 2018 ως διαφημιστική δαπάνη.
Από την άλλη, η αγορά, εξαιτίας της τροφοδοτούμενης από την κρίση και τις συνέπειές της μείωσης της κατανάλωσης και κατά προέκταση των διαφημιστικών εσόδων, δυσχεραίνεται να υποστηρίξει χρηματοδοτικά το εκτεταμένο τοπίο μέσων επικοινωνίας στη χώρα. Σημειώνεται πως από το 2014, αν και με αυξομειώσεις, παρατηρείται μικρή σταδιακή αύξηση της διαφημιστικής δαπάνης που μειώθηκε κατά 62% στο διάστημα 2007 – 2013, εντούτοις κατά το 2019 σημειώνεται εκ νέου αξιοσημείωτη μείωση.
Συνεπώς, εγείρεται το ερώτημα ποια πηγή θα χρηματοδοτεί περαιτέρω, με βιώσιμο τρόπο, το σύστημα μέσων; Με ποια κριτήρια και για ποιο λόγο; Πόσο κάτι τέτοιο θα επιτρέπει σημαντικά περιθώρια ελευθερίας του λόγου στους δημοσιογράφους; Τι κόστος σε δημοκρατικό έλλειμμα, κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα, ενδεχομένως, μπορεί συνεπάγεται αυτό;
* Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ και διδάσκων στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών