«Το Μεικτό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ, στηρίζει ανεπιφύλακτα τον Α. Λ., επί σειρά ετών μέλος
του, ο οποίος Ο Α. Λ. εκπροσώπησε για πάνω από επτά χρόνια τους συναδέλφους του στην
εφημερίδα και ενίσχυσε το θεσμό του Μεικτού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ με τη δυναμική και
διεκδικητική του στάση αλλά και την αδιάλειπτη συμμετοχή του.
εργάστηκε για οκτώ χρόνια με επαγγελματική συνέπεια. Θεωρούμε εκδικητική την απόλυσή
του καθώς έχουμε γνώση της αντιπαράθεσης στην οποία είχε έρθει με τον εργοδότη κατά τη
διάρκεια των θητειών του…».
Με βάση τις καταγγελίες αυτές το ΠΠΣ, κίνησε την αυτεπάγγελτη διαδικασία κατά του
συν. Κ. Β. , για όσα αναφέρονται στο κατηγορητήριο.
που καταγγέλλουν την αυθαίρετη, καταχρηστική, εκδικητική και παράνομη απόλυση των
πλευρά των απολυθέντων συναδέλφων.
Και οι τρεις μάρτυρες περιέγραψαν ένα αρνητικό κλίμα στην εφημερίδα που βίωσαν και
οι ίδιοι πριν αποχωρήσουν. Έκαναν λόγο για αρνητική συμπεριφορά του συν. Βαξεβάνη
έναντι του συν. Λ. από τότε που εκλέχτηκε εκπρόσωπος και σε όλη την οκταετή θητεία
του, λόγω της συνδικαλιστικής του δράσης. Ακόμη αναφέρονται σε συγκλήσεις
εργαζόμενους και χωρίς τον εκπρόσωπο Α. Λ.
Και πολλοί από όσους δεν καλούνταν στη συνέχεια απολύονταν. Σημειώνουν ακόμα ότι
είχε δοθεί κάποια αύξηση στις αποδοχές, αλλά όχι στον συν. Α. Λ. Επιπλέον, τονίζουν
και έκανε μεγάλες προσπάθειες λόγω της υπερφόρτωσης εργασίας, ενώ είχε γίνει και μία
αποχώρηση.
προς τον συν. Λ., λόγω της συνδικαλιστικής του δράσης ως εκπροσώπου. Ότι η
απαίτηση για διόρθωση του μεγάλου βιβλίου από τον συν. Β. προς τον συν. Λ. ήταν έξω
ήταν υπερφορτωμένο από δουλειά.
Όλο αυτό ήταν ένα πρόσχημα για να απολυθεί ο συν.Α. Λ. με πραγματική αιτία τις τριβές από τη συνδικαλιστική του δράση.
Από την άλλη πλευρά του εγκαλούμενου συν. Κ. Β. , οι εξετασθέντες μάρτυρες
επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του, υποστηρίζοντας πως η απόλυση του συν. Α. Λ.,
οφείλεται σε άρνηση εργασίας και ειδικότερα επειδή δεν δέχθηκε να κάνει την διόρθωση
ενός βιβλίου, όπως του ζητήθηκε από τον συν.Κ. Β. Αναφέρονται ακόμη σε τριβές
που είχε ο συν. Λ. με τον εγκαλούμενο και για παράπονα που διατύπωσε, ακόμη και
εγγράφως, σχετικά με τις αποδοχές του και μάλιστα επικαλούμενος το γεγονός πως
παρότι εκείνος ήταν προϊστάμενος στο τμήμα διόρθωσης ελάμβανε λιγότερα από
πρόσωπο που υπηρετούσε στο τμήμα. Ενώ δέχονται πως παρότι άλλοι έλαβαν αργότερα
αύξηση εκείνος όχι. Σημειώνουν ακόμη πως ο συν.Α. Λ. κατά την μακρά θητεία του ως
εκπρόσωπος πολλές φορές ήλθε σε αντιπαράθεση με τον εγκαλούμενο, αλλά θεωρούν
πως δεν ισχύει ότι η απόλυσή του ήταν εκδικητική.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και οι τρεις εξετασθέντες μάρτυρες εργάζονται στην
εφημερίδα του εγκαλουμένου συν. Κ. Β. και ως εκ τούτου, οι καταθέσεις τους
σταθμίζονται.
Σημειώνεται ότι μεταξύ των τριών μαρτύρων είναι ακόμη και ο συν. Σ. Λ., εκπρόσωπος
των δημοσιογράφων στο Μεικτό Συμβούλιο, το οποίο, όπως προαναφέρεται, ομόφωνα
καταδίκασε την απόλυση του συν. Α. Λ.
Από την κατάθεση του συγκεκριμένου μάρτυρα, αναφέρονται τα εξής χαρακτηριστικά
σημεία:
«… Ο συν. Κ. Β. μου είπε ότι ο συν. Α. Λ., αρνήθηκε εργασία και όταν τον ρώτησα τι
εννοούσε μου είπε ότι τέλη Μαΐου αρχές Ιουνίου ζητήθηκε από το τμήμα της διόρθωσης να
διορθώσει ένα βιβλίο, το οποίο θα κυκλοφορούσε με την εφημερίδα.
…Δε γνωρίζω εάν στο παρελθόν διόρθωνε τα βιβλία ο κ. Α.Λ.
…
Σαν διορθωτής ο κ.Α. Λ. ήταν πολύ καλός, αλλά σαν εκπρόσωπος, κατά την άποψή μου, δεν
ήταν θετικός γιατί στα 7 χρόνια περίπου που ήταν, δεν είχαμε πάρει ούτε ένα ευρώ αύξηση.
Δεν γνωρίζω εάν έπαιρναν τότε αύξηση σε άλλα Μέσα.
Από τη διοίκηση της εφημερίδας, τον Σεπτέμβριο του 2024 ενημερώθηκα ότι το 90% των
εργαζομένων εντός του έτους πήρε ή θα πάρει αυξήσεις, οι οποίες έφθασαν μέχρι και το
22-23%. Ο Α. Λ., από ό,τι μου είπε, δεν πήρε αύξηση. Πιθανολογώ ότι αξιολογήθηκαν,
κάποιοι έπαιρναν παραπάνω από τις συμβάσεις…».
Όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία, κατά την κρίση της μειοψηφίας του Συμβουλίου,
καταδεικνύουν ότι η απόλυση του συν. Α. Λ. είναι εκδικητική, καταχρηστική και
παράνομη. Πραγματική αιτία είναι οι αντιπαραθέσεις του με τον συν. Κ. Βαξεβάνη κατά
την πολυετή συνδικαλιστική του δράση, ως εκπροσώπου των δημοσιογράφων στο
Μεικτό Συμβούλιο. Και θεωρεί, επίσης, ως προσχηματική την προβαλλόμενη από την
εργοδοσία αιτία της άρνησης εργασίας, πέραν του ό,τι το επιπλέον έργο που του
ζητήθηκε, παρά μάλιστα τον φόρτο εργασίας στο τμήμα της διόρθωσης, ήταν πέρα των
εργασιακών του υποχρεώσεων.
Ως εκ τούτου, η μειοψηφία συντάσσεται με τις θέσεις που διατυπώνονται από το
Διοικητικό Συμβούλιο, το Μεικτό Συμβούλιο και όσα διαλαμβάνονται στο
κατηγορητήριο, που ήδη αποδείχθηκαν, ακολουθώντας την πάγια και απαρέγκλιτη μέχρι
τώρα τακτική των Οργάνων Δεοντολογίας, να στηρίζουν τους συναδέλφους που
απολύονται από την εκάστοτε εργοδοσία αυθαίρετα, εκδικητικά, καταχρηστικά και
παράνομα. Και για τούτο, θεωρεί ότι ο εγκαλούμενος συν. Κ. Β. ,
παραβίασε το Καταστατικό και τους κανόνες του Κώδικα Δεοντολογίας.
Ως προς την απόλυση της συν. Ε. Τ., η μειοψηφία τοποθετείται ως ακολούθως:
Την απόλυση της συν. Ε. Τ. ως εκδικητική, καταχρηστική και παράνομη, κατήγγειλαν σε
προαναφερόμενες ανακοινώσεις τους τόσο το Διοικητικό Συμβούλιο όσο και το Μεικτό
Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ. Και οι καταγγελίες αυτές περιέχονται και στο αντίστοιχο
κατηγορητήριο, που διατύπωσε το ΠΠΣ με την αυτεπάγγελτη κίνηση της πειθαρχικής
διαδικασίας κατά του συν. Κ. Β.
Κατ’ αρχήν από τις μαρτυρικές καταθέσεις δεν προκύπτει αμφισβήτηση ότι η απόλυση
έγινε την επομένη ημέρα από τη συνέλευση των εργαζομένων για τον συν. Α. Λ., στην
οποία η συν. Ε.Τ., υποστήριξε να γίνουν κινητοποιήσεις για την απόλυση του πρώην
εκπροσώπου. Αυτό άλλωστε καταγγέλλεται τόσο από το Διοικητικό Συμβούλιο, όσο και
από το Μεικτό Συμβούλιο της Ένωσης. Συνεπώς, τα πραγματικά περιστατικά
καταδεικνύουν ότι πρόκειται για εκδικητική, καταχρηστική και παράνομη απόλυση, πολύ
περισσότερο καθώς κανένας δεν προβάλει οποιαδήποτε άλλη αιτία.
Η διαφοροποίηση υπάρχει μεταξύ των εξετασθέντων μαρτύρων στο κατά πόσον ο
εγκαλούμενος συν. Β. έχει ανάμιξη ή σχέση με την απόλυση αυτή.
Οι μάρτυρες της πλευράς Β. όλοι εργαζόμενοι στην εφημερίδα του,
υποστηρίζουν ότι το «Κ. τ Π.» δεν ανήκει στον συν. Κ.Β. , αλλά σε
εταιρεία και με διευθύντρια τη σύζυγό του. Δέχονται όμως ότι συστεγάζεται στο ίδιο
κτίριο με το «D», ότι οι εργαζόμενοι και των δύο Μέσων μετέχουν από κοινού
στις συνελεύσεις των εργαζομένων και όλοι ψηφίζουν.
Από την άλλη πλευρά, οι εξετασθέντες μάρτυρες σημειώνουν ότι το «Κ. τ
Π.» τυπικά ανήκει σε εταιρία, αλλά είναι σε όλα κυρίαρχος ο ρόλος του συν.
Β. ο οποίος άλλωστε με τον τίτλο αυτό είχε ξεκινήσει την αντίστοιχή εκπομπή
στην ΕΡΤ. Αυτός κανονίζει τα θέματα και έχει λόγο στα πάντα. Και στην απόλυση της
συν. Ε.Τ., όχι μόνο πρέπει να είχε γνώση, αλλά και ουσιαστικά την αποφάσισε. Ποτέ δεν
θα γινόταν εν αγνοία του ούτε βέβαια χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του.
Με τα δεδομένα αυτά, η μειοψηφία θεωρεί ότι ο συν. Β. που είναι και ο
δημιουργός της αντίστοιχης εκπομπής με τον ίδιο τίτλο «Κ. τ Π.» στην
κρατική τηλεόραση, είχε και διατηρεί τον κυρίαρχο ρόλο, ανεξάρτητα από το αν τυπικά
εμφανίζεται ότι ο αντίστοιχος ιστότοπος, ανήκει σε εταιρεία και διευθύνεται από την ίδια
τη σύζυγό του. Και αναμφίβολα τίποτα δε γίνεται, όπως βεβαιώνουν οι μάρτυρες, χωρίς
τη σύμφωνη γνώμη του και στη προκείμενη περίπτωση προφανώς υπήρχε η άμεση
γνώση και έγκρισή του για την απόλυση της συν. Ε. Τ. Άλλωστε, και αν ακόμη δεν είχε
αυτόν τον απόλυτο ρόλο, με βάση τις αρχές του Καταστατικού και της Δεοντολογίας για
αλληλεγγύη προς τους συναδέλφους μας, θα έπρεπε να καταβάλλει τις αντίστοιχες
προσπάθειες για την αποτροπή της απόλυσης, συμπεριφορά που βέβαια δεν επέδειξε.
Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μειοψηφία συντάσσεται και πάλι με τις θέσεις του
Διοικητικού Συμβουλίου, του Μεικτού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ, και όσα
διαλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, που ήδη αποδείχθηκαν, ακολουθώντας την πάγια
και απαρέγκλιτη μέχρι τώρα τακτική των Οργάνων Δεοντολογίας, να στηρίζουν τους
συναδέλφους που απολύονται από την εκάστοτε εργοδοσία αυθαίρετα, εκδικητικά,
καταχρηστικά και παράνομα.
Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, ο συν. Κ. Β. παραβίασε τις
σχετικές διατάξεις του Καταστατικού και του Κώδικα Δεοντολογίας.