Υπάρχει λόγος σοβαρός για τον “φόβο” των media απέναντι στον Τραμπ

Η δημόσια προειδοποίηση της Επιτροπής Προστασίας δημοσιογράφων CPJ αμέσως μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών ότι η εκλογή του “είναι σημείο καμπής για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης”, δεν ήταν διόλου τυχαία. Και όχι μόνο επειδή ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει πλούσιο ιστορικό επιθέσεων σε δημοσιογράφους και ΜΜΕ ή επειδή κατά την προεκλογική περίοδο καταφερόταν καθημερινά ενάντια σε media, επειδή έκανε αγωγή στο CBS στην εκπομπή “60 Minutes” για μια συνέντευξη της Κάμαλα Χάρις. Αυτό που πραγματικά ανησυχεί τους δημοσιογράφους αλλά και την πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης που δεν τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ του Τραμπ είναι η τυχόν υλοποίηση της ατζέντας του σχεδίου “Project 2025”.

Μπορεί σε άλλες χώρες ο τίτλος αυτός να μην λέει πολλά, εντός των Ηνωμένων Πολιτειών όμως είναι γνωστός ως η “Βίβλος” των νεοσυντηρητικών, νεο χριστιανικών, νεο ακροδεξιών απόψεων. Ένας κατάλογος 900 και πλέον σελίδων, γραμμένος από επιφανή στελέχη και ισχυρούς της λεγόμενης πλέον “τραμπικής ακροδεξιάς” στον οποίο αναλύονται και περιγράφονται με σαφείς ενέργειες όλα όσα πρέπει και οφείλει να κάνει η κυβέρνηση των Ρεπουμπλικανών το επόμενο διάστημα.

Παρά το γεγονός ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ισχυρίζεται πως δεν ακολουθεί την προτεινόμενη πολιτική του Project 2025, η αλήθεια είναι ότι οι πρώτες αποφάσεις του για τη τοποθέτηση νέων υπουργών και τη σύσταση ορισμένων νέων-αντιδραστικών, οργάνων δίπλα στην κυβέρνηση, αποτελούν υλοποίηση των προτάσεων που απαιτεί.

Οι απειλές Τραμπ και οι προειδοποιήσεις δημοσιογραφικών φορέων

Η νίκη Τραμπ σχολιάστηκε ως “κομβική στιγμή στην ιστορία των ΗΠΑ” από την Επιτροπή Προστασίας δημοσιογράφων, ενώ η διεθνής οργάνωση Ρεπόρτερ χωρίς σύνορα-RSF κάλεσε τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ και τα κυβερνητικά όργανα της Γερουσίας και του Κογκρέσου να εφαρμόσουν “δέκα καλές πρακτικές” για την ελευθερία των ΜΜΕ και της δημοσιογραφίας στις ΗΠΑ. Αφορμή ήταν η πτώση της ελευθερίας του Τύπου στις ΗΠΑ κατά 10 μονάδες (και επί κυβέρνησης Μπάιντεν) στη διάρκεια του 2024.

“Οι απειλές και τα ψέματα για τα μέσα ενημέρωσης που χαρακτήρισαν μεγάλο μέρος της προεδρικής εκστρατείας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος αντιπροσωπεύουν σαφή και άμεσο κίνδυνο για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης”, δήλωσε η διευθύνουσα σύμβουλος του CPJ Jodie Ginsberg. “Η CPJ θα συνεχίσει να υπερασπίζεται έναν ελεύθερο και ανεξάρτητο Τύπο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως κάνουμε σε όλο τον κόσμο και να λαμβάνει όλα τα μέτρα για να διατηρεί ασφαλείς τους δημοσιογράφους”. Η δήλωση δεν είναι τυχαία, η ειδική έκθεση της CPJ τον Οκτώβριο του 2024 για την ελευθερία του Τύπου στις ΗΠΑ σημειώνει ότι η ασφάλεια του Τύπου σε όλη τη χώρα βρίσκεται σε λεπτή ισορροπία. Οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν βία, διαδικτυακή παρενόχληση, νομικές προκλήσεις και επιθέσεις από την αστυνομία. Όλα αυτά επί κυβέρνησης Δημοκρατικών.

Το εχθρικό κλίμα κατά των μέσων ενημέρωσης που καλλιεργήθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, αναμένεται να συνεχιστεί και στην επόμενη δεύτερη θητεία του και εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους για τα μέσα ενημέρωσης εντός και εκτός της χώρας, σύμφωνα με Αμερικανούς και διεθνείς δημοσιογράφους.

Ήδη κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας αλλά και στην προηγούμενη κυβέρνησή του, ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ χρησιμοποιούσε βίαιη γλώσσα και απειλές κατά των μέσων ενημέρωσης. Από τότε που μπήκε στην πολιτική σκηνή, ο Τραμπ χαρακτήρισε τα ΜΜΕ που τον επικρίνουν ως φορείς «ψευδών ειδήσεων». Χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο έως και 2.000 φορές κατά την πρώτη του προεδρία.Στην προεκλογική εκστρατεία ενόψει των εκλογών του 2024, εξαπέλυσε πολύ συχνά λεκτικές επιθέσεις που συνοδεύονταν από ανακοινώσεις για σχέδια της νέας κυβέρνησης εναντίον των «εχθρών» ΜΜΕ. Επανειλημμένα, τουλάχιστον 15 φορές, κάλεσε την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (FCC) να ανακαλέσει τις άδειες συγκεκριμένων media.

Σε μια περίοδο οκτώ εβδομάδων σημειώνει η οργάνωση RSF , ο Τραμπ προσέβαλε, επιτέθηκε ή απείλησε τα μέσα ενημέρωσης τουλάχιστον 108 φορές. Ο Τραμπ μήνυσε το CBS και δήλωσε ότι το δίκτυο “θα πρέπει να χάσει την άδειά του”. Ζήτησε ακόμη να τιμωρηθεί το ABC News επειδή το δίκτυο μετέδωσε τη μοναδική του συζήτηση με τη Χάρις. Είπε επίσης ότι η Comcast –η μητρική εταιρεία του NBC News και του MSNBC– θα διερευνηθεί για «προδοσία» εάν εκλεγεί. Έχει επίσης καταθέσει καταγγελία στην Ομοσπονδιακή Εκλογική Επιτροπή για την Washington Post, παρά το γεγονός ότι η εφημερίδα του Τζεφ Μπέζος για πρώτη φορά δεν υποστήριξε του Δημοκρατικούς και δήλωσε “ουδετερότητα”.

Ο ρόλος του Ελον Μάσκ 

Ο αναβαθμισμένος ρόλος του μεγιστάνα, ιδιοκτήτη της Tesla και της πλατφόρμας Χ Έλον Μασκ έχει ήδη επιπτώσεις διεθνώς. Μεγάλα ΜΜΕ όπως ο βρετανικός Guardian αλλά και η ισπανική εφημερίδα La Vanguardia δήλωσαν πως αποσύρουν την παρουσία τους στην πλατφόρμα της “παραπληροφόρησης” και της “πολιτικής μερολοηψίας”.

Η Διεθνής πλατφόρμα, σύμφωνα με δημοσιογραφικές οργανώσεις, έχει μετατραπεί σε “βόθρο ασυγκράτητης παραπληροφόρησης” και ο νέος ρόλος του στην κυβέρνηση Τραμπ προκαλεί επιπλέον ανησυχίες. Η δήλωση του Μασκ αμέσως μετά τη νίκη Τραμπ εσείς “είστε τα ΜΜΕ τώρα”, προϊδεάζει για το επερχόμενο χάος στην πληροφόρηση.

Οι πραγματικοί κίνδυνοι για τα ΜΜΕ

Όλα τα παραπάνω είναι μόνο ο “πρόλογος” για το τι φοβούνται και ανησυχούν τα ΜΜΕ. Ο πραγματικός κίνδυνος είναι όσα αναφέρονται ως “πολιτική έναντι των media” στη “βίβλο” του “Project 2025” για (ή για) τη δημοσιογραφία. Το“Project 2025” ανήκει στο Heritage Foundation, το κορυφαίο συντηρητικό think tank της Αμερικής, το οποίο συγκέντρωσε πολλούς εκπροσώπους της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ με στόχο να δημιουργήσει ένα σχέδιο για τις προτεραιότητες πολιτικής στη δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ. Περιλαμβάνει σε 922 σελίδες και 30 κεφάλαια στόχους σχεδόν για τα πάντα, από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ μέχρι την Τράπεζα Εξαγωγών-Εισαγωγών. Σε αυτό περιλαμβάνονται και πολιτικές που ήδη έχει διακηρύξει ο νέος Πρόεδρος, από την απαγόρευση των χαπιών για τις αμβλώσεις , την περικοπή των κανονισμών για το κλίμα, την κατάργηση του Υπουργείου Παιδείας, τις μαζικές απελάσεις μεταναστών. 

Τα σχέδια για τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους είναι εξίσου τρομοκρατικά. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2024 και ενώ η νίκη Τραμπ ήταν μακριά, το Ίδρυμα Nieman lab του Χάρβαρντ δημοσίευσε εκτενές άρθρο του ιδρυτή και πρώην διευθυντή του Joshua Benton ο οποίος εισαγωγικά ακόμη σημειώνει πως “ευτυχώς, η Πρώτη Τροποποίηση εμποδίζει (ακόμη) μια διοίκηση να κλείσει κρίσιμα μέσα ενημέρωσης”. Κάτι το οποίο ζητά να αλλάξει ο νέος Πρόεδρος. 

Στις προτεινόμενες πολιτικές έναντι των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων το “Project 2025” περιλαμβάνει: 

  • Την κατάσχεση τηλεφωνικών αρχείων και mail δημοσιογράφων όταν ένας κυβερνητικός αξιωματούχος διαρρέει πληροφορίες στον Τύπο.
  • Την εκδίωξη των δημοσιογράφων από τον Λευκό Οίκο. Ο πρώην αναπληρωτής επικεφαλής του προσωπικού του Τραμπ και εκτελεστικός διευθυντής της προεδρικής μεταβατικής ομάδας του αναφέρει ότι ο Λευκός Οίκος δεν μπορεί να έχει “τόσους πολλούς δημοσιογράφους τριγύρω” και ότι δεν υπάρχει νομική κατοχύρωση για την ύπαρξη “μόνιμου χώρου” για τα ΜΜΕ. Προτείνει η ένωση Ανταποκριτών του Λευκού Οίκου να αντικατασταθεί από ένα διαφορετικό “συντονιστικό όργανο”.
  • Την παύση κάθε κρατικής χρηματοδότησης για τις “public” εκπομπές. Κάθε κυβέρνηση των Ρεπουμπλικανών το επιχείρησε στο παρελθόν, να σταματήσει η χρηματοδότηση των δημόσιων ΜΜΕ και εκπομπών, κάτι που δεν αποδέχτηκαν στο Κογκρέσο. Το είχε επιχειρήσει και ο Τραμπ στην πρώτη κυβέρνησή του, προϋπολογίζοντας μηδέν(0) δολάρια για το CPB, η απόφαση δεν πέρασε από το Κογκρέσο. Τώρα προτείνεται η πλήρης κατάργηση της χρηματοδότησης για τα κρατικά Μέσα NPR και PBS.
  • Τον πλήρη έλεγχο του δικτύου “Voice of America” υπό τις διαταγές του προέδρου ή το κλείσιμο του. Η Φωνή της Αμερικής, το Radio Free Europe, το Radio Martí και άλλοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς υπό τον έλεγχο του Broadcasting Board of Governors είναι άμεσα ελεγχόμενα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για να πορωθούν διεθνώς τα αμερικανικά συμφέροντα, αλλά διατηρούν μεγάλο βαθμό συντακτικής ελευθερίας. Στο Project 2025 τα Μέσα αυτά θεωρούνται “αντικυβερνητικά” και “αντιαμερικάνικα”, για αυτό προτείνεται να περάσουν απευθείας στον έλεγχο του Προέδρου, να περάσει το προσωπικό στο υπουργείο Άμυνας, να μειωθεί η χρηματοδότηση τους από 885 εκατ. δολάρια σε 700 εκατ.
  • Τον περιορισμό των διαφημίσεων φαρμάκου. Οι ΗΠΑ μαζί με τη Νέα Ζηλανδία είναι οι μόνες χώρες που ήραν τους περιορισμούς διαφήμισης για τις φαρμακευτικές εταιρείες.
  • Την σκληρή τιμωρία κυβερνητικών αξιωματούχων που μιλούν σε δημοσιογράφους. Όποιο στέλεχος έχει σχέσεις ή μιλά με τα ΜΜΕ θα πρέπει να έχει άδεια του διευθυντή του γραφείου του Προέδρου.
  • Την πλήρη απαγόρευση του δικτύου Tik Tok ως “σοβαρό κίνδυνο” για την εθνική ασφάλεια της Αμερικής.
  • Την πλήρη κατάργηση όλων των περιορισμών στην ιδιοκτησία των μέσων ενημέρωσης για ένα φιλικό ρυθμιστικό περιβάλλον που θα περιλαμβάνει όλα τα είδη media.
  • Την κατάργηση της λεγόμενης “αρχής 230”. Πρόκειται για νομοθετικές διατάξεις που παρεμβαίνουν στα Ψηφιακά δίκτυα για την προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενάντια στο ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Αυτά χαρακτηρίζονται από τους Ρεπουμπλικάνους ως “λογοκρισία” και προτείνεται να καταργηθούν οι διατάξεις που επιτρέπουν στις πλατφόρμες να “λογοκρίνουν” σχόλια για “ναζιστικό περιεχόμενο” ή μίσους σε ομάδες ανθρώπων.

Πηγή: neosgtrategy.gr 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *