Γράφει η Μαριάνα Τζιαντζή στο ΠΡΙΝ
Η αναστολή έκδοσης της καθημερινής Αυγής είναι μια ήττα όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ ή γενικά για την Αριστερά αλλά και για τον Τύπο και τον πολιτισμό μας. Παρόμοιες ήττες σημειώνονται και σε άλλες χώρες όταν έντυπα που είχαν γράψει ιστορία αποχαιρετούν τον μάταιο τούτο κόσμο του χαρτιού.
Πριν λίγες δεκαετίες ο Μπιλ Γκέιτς είχε πει ότι δεν βλέπει τηλεόραση ώστε να έχει χρόνο για να διαβάζει τον Εconomist, αυτό το έντυπο θωρηκτό της βρετανικής δημοσιογραφίας και του βρετανικού ιμπεριαλισμού – και της βρετανικής αστικής τάξης για να είμαστε ακριβείς. Το ίδιο περιοδικό που διάβαζε ο Μαρξ και πάμπολλες φορές είχε ξιφουλκήσει ενάντια στα δημοσιεύματα και τη γραμμή του. Σήμερα, οι περισσότεροι, τουλάχιστον στην Ελλάδα, αγνοούν την ύπαρξη του Εconomist και αυτοί οι λίγοι που τον ξέρουν μάλλον προτιμούν να τον διαβάζουν στην ηλεκτρονική μορφή του παρά να τον αγοράζουν από κάποιο από τα λιγοστά σημεία πώλησής του στο κέντρο της Αθήνας.
Το κακό είναι ότι στην Ελλάδα σήμερα οι περισσότεροι, ιδίως οι νέοι, αγνοούν την ύπαρξη της έντυπης Αυγής ενώ οι περισσότεροι από τους πολιτικοποιημένους αναγνώστες της προτιμούν να τη διαβάζουν μέσω διαδικτύου παρά να την αγοράζουν από το περίπτερο. Και ίσως αυτοί, οι λιγότεροι από χίλιοι που αγόραζαν σε τακτική βάση την καθημερινή Αυγή, είναι οι πλέον αρμόδιοι να μιλήσουν για τον «ξαφνικό θάνατο» αυτής της ιστορικής εφημερίδας. Αυτοί, καθώς και οι λίγες δεκάδες δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι της Αυγής που θα κυκλοφορεί μόνο τις Κυριακές και θα παραμείνει σαν ιστοσελίδα.
Η αναστολή έκδοσης της καθημερινής Αυγής (ένας ευφημισμός για το λουκέτο) είναι μια ήττα όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ ή γενικά για την Αριστερά αλλά και για τον Τύπο και τον πολιτισμό μας. Παρόμοιες ήττες σημειώνονται εδώ και δεκάδες χρόνια και σε άλλες χώρες όταν εφημερίδες και περιοδικά που είχαν γράψει ιστορία αποχαιρετούν τον μάταιο τούτο κόσμο του χαρτιού χωρίς πάντα να βρίσκουν κάποια ψηφιακή κόγχη να απαγκιάσουν και να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Κάποτε το καφενείο ήταν ο τόπος ανάγνωσης της εφημερίδας, της τοπικής και της «αθηναϊκής», τόσο στις συνοικίες της πόλης όσο και στα χωριά. Και όχι απλής ανάγνωσης αλλά και συζήτησης και ανάλυσης της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Οι άνθρωποι μιλούσαν για όσα διάβαζαν, δεν τα κατάπιναν αμάσητα. Η εφημερίδα ήταν ένα είδος σχολείου. Όπως στο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη και του Φώντα Λάδη στα Γράμματα από τη Γερμανία:
Στο καφενείο «Ελληνικόν» / μαζευόμαστε τα βράδια / πέντε-πέντε στα τραπέζια / και διαβάζουμε Αυγή, / Βήμα, Νέα, Αλλαγή.
Το «πέντε-πέντε» έχει πάψει να υπάρχει. Τώρα ο καθένας διαβάζει μόνος του (αν διαβάζει) και, το πολύ-πολύ, να δείχνει την ευαρέσκεια ή τη δυσαρέσκειά του με ένα κλικ. Και ο δήμιος που έκοψε τα πέντε από τα έξι κεφάλια της Αυγής (καθώς τη Δευτέρα η εφημερίδα δεν εκδιδόταν) δεν είναι μόνο ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά η εποχή και οι συνήθειες που άλλαξαν, που έδωσαν το τυπικό πάτημα γι’ αυτή την απόφαση.
Η αξιοπιστία της Αριστεράς τραυματίστηκε τότε, δεν έφταιξαν μόνο οι αντικειμενικά δυσμενείς συνθήκες για τον Τύπο
Καθώς σε λίγες εβδομάδες συμπληρώνονται 50 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας, αξίζει να μελετήσει κανείς την εξέλιξη και τον ρόλο των εφημερίδων στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Πολύτιμα είναι τα στοιχεία και ο κριτικός σχολιασμός στο βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου Μεταπολίτευση: Ένα βολικό «τέρας» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος (σελ. 263-276). Εδώ μπορούμε να δούμε σε πίνακες την εκτόξευση και την καθίζηση της κυκλοφορίας των πολιτικών εφημερίδων, όπως και το «μπρα ντε φερ» μεταξύ Αυγής και Ριζοσπάστη στο διάστημα 1976-1985 που έληξε εντυπωσιακά υπέρ του δεύτερου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξήγηση που δίνει ο συγγραφέας για την απότομη «βύθιση» της κυκλοφορίας των πολιτικών εφημερίδων που άρχισε το 1990, μια πτώση που δεν την αποδίδει μόνο στην παρουσία της ιδιωτικής τηλεόρασης, αλλά και «στο πάγωμα που επήλθε από την περίοδο σχηματισμού της οικουμενικής κυβέρνησης υπό τον υπέργηρο οικονομολόγο Ζολώτα». Η αξιοπιστία της Αριστεράς τραυματίστηκε τότε, δεν έφταιξαν μόνο οι αντικειμενικά δυσμενείς συνθήκες για τον Τύπο – συνθήκες που σήμερα έχουν γίνει πολύ πιο δυσμενείς.
Αν ήμασταν αθεράπευτα αισιόδοξοι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αύριο όλα θα πάνε καλύτερα αφού «το πιο βαθύ σκοτάδι έρχεται λίγο προτού ξημερώσει». Μόνο που αυτή η παρηγοριά δεν είναι αληθινή. Είναι ένας ευσεβής πόθος καθώς αυτή η στιγμή του βαθέως σκότους δεν υπάρχει στον πραγματικό κόσμο αλλά στον κόσμο των επιθυμιών μας. Το σκοτάδι είναι γύρω μας και πολύ κοντά μας. Για να φωτιστεί κάπως η παγκόσμια και η ελληνική νύχτα χρειάζονται πολλά. Χρειάζεται και η εφημερίδα Αυγή την οποία, αν και έχουμε κάθε λόγο να ασκούμε έντονη πολιτική κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορούμε να τη δούμε ανταγωνιστικά, ενώ η συμπαράστασή μας στους εργαζόμενους της Αυγής είναι επιβεβλημένη και αυτονόητη.