update
Ξαφνικά έφυγε από τη ζωή η δημοσιογράφος Φανή Πετραλιά, μια από τους εκπροσώπους των παλαιών γενιών δημοσιογραφίας, της τέχνης και τεχνικής που μάγεψε όσους θέλησαν να την κατακτήσουν. Η Φανή Πετραλιά εκπροσωπεί και την παλιά γενιά των συνδικαλιστών δημοσιογράφων, έως και το τέλος της ζωής της μετείχε ενεργά στον κλάδο, ήταν ως σήμερα γενικός γραμματέας του Μορφωτικού Ιδρύματος. Ως φόρος τιμής αναρτούμε ένα άρθρο της από το μακρινό 2013. Όταν η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ- ΔΗΜΑΡ έριξε το μαύρο στην ΕΡΤ. Το άρθρο με τίτλο “Τα θερινά τμήματα της διαπλοκής” γράφτηκε για την “Αυγή”, δεν υπάρχει σήμερα στην ιστοσελίδα της με το όνομα της, ευτυχώς κρατήθηκε σε αρχεία παλιών blogger. Όπως μας ενημέρωσαν εργαζόμενοι το ηλεκτρονικό αρχείο της εφημερίδας είναι πάνω απο τρία χρόνια υπό διάλυση με χιλιάδες παλαιότερα κείμενα συντακτών, αρθρογράφων και προσωπικοτήτων, όπως η Φανή Πετραλιά, να μην φέρουν τα ονόματα των συγγραφέων τους και να ναι ουσιαστικά πεταμένα σε εναν ηλεκτρονικό κάλαθο!
Τα θερινά τμήματα της διαπλοκής
5 Σεπτεμβρίου 2013 –
Μέσα στη ραστώνη των ελληνικών καλοκαιριών, τότε που λέγεται ότι η ανθρώπινη ενεργητικότητα μειώνεται και η κοινή γνώμη κάνει ηλιοθεραπεία, αυξάνουν και θεριεύουν η διαπλοκή και οι παραφυάδες της στον χώρο των ΜΜΕ. Δια νόμων και παρανομιών, είτε στη λούφα είτε απροκάλυπτα, με σφραγίδες μάλιστα θερινών τμημάτων της Βουλής.
Της Φανής Πετραλιά
Το φετινό θερινό πραξικόπημα στην ΕΡΤ, που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο κυβερνητικό αιφνιδιασμό αυτού του είδους, δεν πρωτοτύπησε. Έχει παράδοση.
Θα προσπαθήσω να αναφέρω μερικές περιπτώσεις περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές, έτσι όπως σκόρπια τις θυμάμαι ή τις σημείωσα στη διάρκεια της πολύχρονης συνδικαλιστικής θητείας μου, ως μέλος του Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ. Γι’ αυτό και κάποιες αναφορές σε πρώτο πρόσωπο.
Με αρχή και ιδιαίτερη έμφαση στην καλοκαιρινή περίοδο του 1989. Όταν επί κυβερνήσεως Τζαννετάκη, πυρετωδώς ετοιμάστηκε και ψηφίστηκε απ’ όλα τα κόμματα της Βουλής (πλην του Κωστή Στεφανόπουλου) ο μοιραίος νόμος που παρέδωσε την ιδιωτική τηλεόραση στους εκδότες των εφημερίδων. Συντάκτης ο συνταγματολόγος καθηγητής Νίκος Αλεβιζάτος και η ΕΣΗΕΑ συναινούσα.
Έχει χαραχτεί έντονα στη μνήμη μας εκείνο το ζεστό καλοκαίρι του 1989. Όταν μερικοί, ελάχιστοι (οι καθηγητές Κοσμάς Ψυχοπαίδης και Νίκος Πετραλιάς, η δικηγόρος Λίλα Χαμπίπη και οι δημοσιογράφοι Λένα Δουκίδου, Νίκος Τσαγκρής, Γιώργος Βότσης, Κώστας Παπαϊωάννου και η γράφουσα) με ιερή αφέλεια είχαμε προσπαθήσει να αποτρέψουμε τη διακομματική συμφωνία.
Κρατώντας διαβήματα και διαμαρτυρίες, τρέχαμε στους διαδρόμους της Βουλής και σε κομματικά γραφεία (και του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου επί της πλατείας Ομονοίας). Αρθρογραφούσαμε στην «Αυγή», στην «Πρώτη», στο «Ποντίκι». Εις μάτην. Χαρακτηριστικά να σημειώσω ότι σε σχετικά άρθρα μου στην «Αυγή», ο τότε διευθυντής επέμενε να σβήνει τα εισαγωγικά από την «ελεύθερη» τηλεόραση.
Για την ιστορία, θα πρέπει να αναφερθεί πως τη διακομματική αρμονία έσπασαν οι δημοσιογράφοι της ΕΑΡ (μαζί με το ΚΚΕ αποτελούσαν τον ενιαίο Συνασπισμό), οι οποίοι κάνοντας έξαλλες τις ηγεσίες έβγαζαν πύρινες ανακοινώσεις κατά του νόμου. Ενώ οι δημοσιογράφοι του ΚΚΕ συμφωνούσαν μαζί τους, αλλά δεν το δήλωναν.
Οι άδειες δόθηκαν ως «προσωρινές». Προσωρινές μέχρι σήμερα, εικοσιτέσσερα χρόνια μετά. Με τους ιδιοκτήτες τους εσαεί «προσωρινούς» και μόνιμα διαπλεκόμενους με κυβερνήσεις και συμφέροντα.
Τον επόμενο Αύγουστο, του 1990, στο προσκήνιο είχε έρθει η κρατική τηλεόραση (δεν την λέγανε ακόμη υποκριτικά «δημόσια»). Αιτία μεγάλης αναστάτωσης η κυβερνητική αναγγελία για πογκρόμ απολύσεων 220 δημοσιογράφων από την ΕΡΤ, την οποία από πάντα οι πάντες αντιμετώπιζαν ως φυσιολογικό εξάρτημα της εκάστοτε κυβέρνησης. Ακόμη και για τη συνδικαλιστική λογική που στις συναντήσεις με τις ηγεσίες της ΕΡΤ τα αποκαλούμενα «θεσμικά» αιτήματα ήσαν πάντα δραχμικά.
Το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ κήρυξε απεργία και έντονα διαμαρτυρόμενο ζήτησε και συναντήθηκε με τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ο οποίος, αυτολεξεί δήλωσε: «Αν η ΕΡΤ δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της, ας κλείσει». Έτσι απλά και… προφητικά!
Η «απελευθέρωση» (φούσκα τη λέμε τώρα) των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων σήμανε και την είσοδο στο επάγγελμα εκατοντάδων νέων δημοσιογράφων και «δημοσιογράφων». Άμεση συνέπεια η πρωτοφανής άνθηση ιδιωτικών Σχολών δημοσιογραφίας, αμφιβόλου συνήθως επιπέδου. Μερικές από τις οποίες ο υπουργός Παιδείας Γιώργος Σουφλιάς θέλησε κατά κάποιον τρόπο, στο άψε σβήσε, να αναβαθμίσει αν όχι να «ανωτατοποιήσει».
Συγκάλεσε προς τούτο, ένα πρωινό τον Ιούλιο του 1993, στο Υπουργείο, επιτροπή αξιολογητών από «έγκριτους» δημοσιογράφους. Μάλιστα, με αμοιβή 200.000 δραχμών για τον καθένα. Από τους έντεκα μόνον δύο δεν δεχτήκαμε τον ρόλο του κριτή, ενώ, γνωστός δεοντολάγνος συνάδελφος μας διευκρίνισε: «Δεν θα σώσω εγώ τον κόσμο».
Μεσούντος του Ιουλίου, το 1994, κι ενώ είχε μόλις δημιουργηθεί Υπουργείο Τύπου (ελληνική πατέντα!), με υπουργό τον συνταγματολόγο καθηγητή Ευάγγελο Βενιζέλο, περνούσε από την ολιγομελή θερινή Βουλή φωτογραφικός τροποποιητικός νόμος για τα ΜΜΕ. Ψηφίστηκε απ’ όλα τα κόμματα πλην του ΚΚΕ.
Νόμος στην ουσία του φιλομονοπωλιακός, ενίσχυε περαιτέρω την ιδιοκτησιακή αδιαφάνεια (με μη ονομαστικές μετοχές), ενώ μεταξύ άλλων, επέτρεπε και την μέσω των εφημερίδων διάθεση «δώρων, χρηματικών βραβείων και οποιωνδήποτε παροχών». Και προπαντός, διευκόλυνε την είσοδο των επιχειρήσεων ΜΜΕ στο χρηματιστήριο.
Ήταν τότε που έστειλα στην «Ελευθεροτυπία», εφημερίδα που πάντα υπήρξε ελεύθερο βήμα για κείμενα γνώμης, ένα επικριτικό σχετικά με την είσοδο των ΜΜΕ στο χρηματιστήριο, άρθρο. Το μόνο που μου επεστράφη αδημοσίευτο, με το ερώτημα του εκδότη και μετόχου στο MEGA Κίτσου Τεγόπουλου: «Είναι τρελή αυτή;».
Κατεπειγόντως και μετά από πιέσεις ανυπόμονων ιδιωτικών συμφερόντων, τον Αύγουστο του 1998, η κυβέρνηση πέρασε από το θερινό τμήμα της Βουλής νόμο για τη συνδρομητική τηλεόραση. Ενώ την παραίτησή του από τη θέση του προέδρου του ΕΣΡ υπέβαλε ο συνταγματολόγος καθηγητής Γιώργος Κασιμάτης.
Μεγάλος θόρυβος τον Ιούνιο του 2001 γιατί δύο δημοσκοπήσεις στο «Βήμα» και στα «Νέα» θεωρήθηκαν μεροληπτικές για την κυβέρνηση και τους «επικρατέστερους» στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές.
Η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής κάλεσε αρμόδιους και ειδικούς –και εκπρόσωπο της ΕΣΗΕΑ- σε συζήτηση βάθους. Κατά την οποία, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της επόμενης μέρας «άφωνοι έμειναν οι βουλευτές μέλη της Επιτροπής από τη διαπίστωση ότι επικρατεί καθεστώς ζούγκλας στο χώρο των δημοσκοπήσεων λόγω έλλειψης θεσμικού πλαισίου».
Ακούστηκαν σημεία και τέρατα για στημένες δημοσκοπήσεις και έρευνες αγοράς. Κι όπως συνήθως συμβαίνει όταν λείπει βούληση για συγκεκριμένα θεσμικά πλαίσια και μέτρα, επιστρατεύτηκε και πάλι η ανάγκη για την τήρηση αρχών δεοντολογίας. Και άλλα συμπαθή και ανώδυνα.
Ένας ακόμη νόμος που είχε αναγγελθεί ότι θα έβαζε “τάξη στο άναρχο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο” ψηφίστηκε στις 28 Ιουνίου του 2007. Με συνοπτικές διαδικασίες και παράταση της ολομέλειας της Βουλής, “σε πονηρή καλοκαιρινή προεκλογική περίοδο”, όπως επεσήμανε το πολιτικό ρεπορτάζ.
Χωρίς και αυτή τη φορά να κατατεθεί χάρτης συχνοτήτων. Ήταν ένας νόμος ευνοϊκός για τα μεγάλα συγκροτήματα, την πολυϊδιοκτησία, τη συνιδιοκτησία ΜΜΕ και άλλων επιχειρήσεων. Νόμος που επέτρεπε στην κυβέρνηση να κρατάει την τράπουλα στα χέρια της, αφού για κάθε ρύθμιση θα χρειάζονταν αμέτρητες αποφάσεις και προεδρικά διατάγματα.
Ο υπουργός Επικρατείας Θόδωρος Ρουσόπουλος δέχτηκε έντονη κριτική και η τότε αξιωματική αντιπολίτευση, μέσα στη Βουλή, τον χαρακτήρισε “κολοτούμπα που, από το ένα άκρο του βασικού μετόχου και τον αγώνα κατά των νταβατζήδων, έφτασε στο άλλο άκρο της πλήρους απελευθέρωσης της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ”.
Όμως, είτε το θέλουμε είτε όχι, θα πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνος ο “από το ένα άκρο” αγώνας για το βασικό μέτοχο που είχε δοθεί πριν σε Αθήνα και Βρυξέλλες, ανεξάρτητα από τα όποια κίνητρα, υπήρξε η μοναδική, όλα αυτά τα χρόνια, συγκεκριμένη κυβερνητική προσπάθεια για διαφάνεια στα ΜΜΕ. Και έγινε από κυβέρνηση της Δεξιάς.
Τελείωνε ο Ιούνιος του 2007, όταν αντιπροσωπεία του Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ πήρε μέρος σε συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας. Με θέμα την εξέταση της γενικότερης κατάστασης και των προβλημάτων στο χώρο των ΜΜΕ. Έγινε κουβέντα για πολλά και διάφορα, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά:
Ζήτησα το λόγο και διάβασα την εξής είδηση από τις εφημερίδες των ημερών: “Η ΕΕΤΤ ενέκρινε τη σύσταση κοινής εταιρείας ιδιωτικών καναλιών με το όνομα Ψηφιακός Πάροχος και αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών δικτύου επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης. Συμμετέχουν οι ιδιωτικοί σταθμοί Mega, Ant-1, Alter, Alpha, Star, ΣΚΑΪ και Μακεδονία TV”. Και επεσήμανα ότι, όπως και το 1989, η αναλογική τηλεόραση δόθηκε στους ήδη κατέχοντες τις εφημερίδες, τώρα η ψηφιακή δίνεται στους ήδη κατέχοντες την αναλογική. Συνασπιζόμενους μάλιστα σ’ ένα ιδιότυπο καρτέλ με την επωνυμία Digea. Δεν ακολούθησε καμιά απάντηση, κανένα σχόλιο. Το θέμα μάλλον φάνηκε αδιάφορο σε όλους.
Φέτος πάντως, στις 26 Ιουνίου, στη Βουλή, αναφορικά με τη διαδικασία του διαγωνισμού για την ψηφιακή τηλεόραση, ακούστηκε δυνατά το ίδιο ερώτημα «μήπως βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα νέο βρώμικο ‘89»; (Απόστολος Κακλαμάνης).
Αυτά, μερικά από περασμένα καλοκαίρια. Όσο για το φετινό, του 2013, και τί δεν χώρεσε. Και, προπαντός, ο μήνας Αύγουστος.
Με πρώτο και κυρίαρχο το ανεξίτηλο μαύρο της ΕΡΤ για το οποίο πολλά γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται. Για τον αγώνα των εργαζομένων που υπερασπίζονται το δικαίωμα στην εργασία τους, το Σύνταγμα και τη νομιμότητα. Την ελευθερία της δημοσιογραφικής γνώμης τους, την ελευθερία μιας πραγματικά δημόσιας τηλεόρασης, τον πολιτισμό.
Με αποσβολωμένη την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, η κυβέρνηση, με νέο νομοθετικό πλαίσιο και ακολουθώντας πρωτοφανείς διαδικασίες fast track, έκλεισε την κερδοφόρο, πλεονασματική ΕΡΤ. Φτιάχνοντας τη συρρικνωμένη ΔΤ και παραχωρώντας ανάσα ευρυχωρίας στα στριμωγμένα αυτήν την εποχή ιδιωτικά κανάλια. Με ενέσεις τηλεθέασης και διαφημιστικής πίτας.
Όμως, τον Αύγουστο του 2013, μέσα σε σύννεφο μυστηρίου και αδιαφάνειας, άλλαξαν χέρια και ο 902 TV. Παρ’ ότι η συχνότητα δεν ανήκε στο ΚΚΕ, αφού το 1989 είχε παραχωρηθεί από την Πολιτεία στον ενιαίο τότε Συνασπισμό, και αποτελεί περιουσία του ελληνικού λαού (όταν νομικά κόλπα επιτρέπουν την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων συχνοτήτων…).
Η αγοραπωλησία έγινε με τρόπο που σε άλλες, ανάλογες περιπτώσεις, το ΚΚΕ καταγγέλλει σφοδρά. Επικαλούμενο τα κλασικά κριτήρια της Αγοράς περί επιχειρηματικής οικονομικής δυσπραγίας.
Τον Αύγουστο έγινε και η σκανδαλώδης πώληση του χρυσοφόρου ΟΠΑΠ στον μεγαλομπίσνεσμαν και φίλο του πρωθυπουργού, Δημήτρη Μελισσανίδη. Με όρους εξευτελιστικούς. Αγοραπωλησία ιδιαίτερης σημασίας, αφού ο ΟΠΑΠ είναι βασικός αιμοδότης των ΜΜΕ. Ο μέγας πάροχος της κατευθυνόμενης – μέχρι τώρα κρατικής – διαφήμισης.
Κι ενώ οι μέρες του φετινού καλοκαιριού κυλούσαν, βγαίναν συνεχώς στη δημοσιότητα διεργασίες που, εν όψει μάλιστα εκλογικών αναμετρήσεων, προμηνύουν σοβαρές ανακατατάξεις στον χώρο των ΜΜΕ. Με νέα επεισόδια στο σήριαλ της διαπλοκής και τους ιδιοκτήτες – χειραγωγητές της κοινής γνώμης, στο ίδιο πάντα ανίερο σύμπλεγμα με τις κυβερνήσεις. Όπου, ιδιοκτήτες και κυβερνήσεις αλληλοεκβιάζονται, αλληλορυθμίζονται και αλληλοστηριζόμενοι ισορροπούν.
Το 1989, οι εκδότες των εφημερίδων πήραν δωρεάν την ραδιοτηλεόραση, χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς δεσμεύσεις. Ακολούθως, με ταχυδακτυλουργικές νομικές μεθοδεύσεις, τους ανοίχτηκε η πόρτα του Χρηματιστηρίου, απ’ όπου κέρδισαν τεράστια ποσά. Στη συνέχεια, ενεπλάκησαν και στον δημόσιο τομέα, συμμετέχοντας στο μοίρασμα των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (δρόμοι, διόδια, γεφύρια, νερό, κλπ). Ενώ, παράλληλα, ελάμβαναν τεράστια δάνεια από τις τράπεζες. Δηλαδή, από το Μηχανισμό Στήριξης, επιβαρύνοντας το δημόσιο χρέος. Δηλαδή, τους Έλληνες πολίτες.
Και τώρα που τα ΜΜΕ περνούν δυσκολίες, οι ιδιοκτήτες αρνούνται να στηρίξουν τις επιχειρήσεις τους βάζοντας χέρι στα όσα έχουν κερδίσει και, ενώ καρατομούν εργαζόμενους, ζητούν πάλι δάνεια από τις τράπεζες. Ναι, τις τράπεζες οι οποίες για να «σωθούν» πρέπει να βγει σε πλειστηριασμό η πρώτη κατοικία.
Εντύπωση μας έκανε δημοσίευμα σε κυριακάτικη εφημερίδα όπου γίνεται λόγος για εξαιρετική κινητικότητα σχετικά με το μέλλον των κόκκινων δανείων που έχουν πάρει οι εταιρείες ΜΜΕ. Τη διευθέτηση των οποίων οι τραπεζίτες θα συζητήσουν στο άμεσο μέλλον με την κυβέρνηση «μια και η Τρόικα δεν απέκλεισε ακόμη και τη διαγραφή των χρεών, αυτό, δηλαδή, που ζητούν επίμονα οι εταιρείες media εδώ και κάποιους μήνες από το Μαξίμου».
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, το πήραμε το μήνυμα.