Ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος γράφει στην “Καθημερινή” και παίρνει θέση στις πρόσφατες ωμές παρεμβάσεις της κυβέρνησης της Ν.Δ στη Βουλή προκειμένου να διορίσει στις δυο ανεξάρτητες αρχές, το ΕΣΡ και την ΑΔΑΕ πρόσωπα της απόλυτου εμπιστοσύνης της καταπατώντας έτσι την αρχή στη λειτουργία τους: την ευρεία συναίνεση μεταξύ όλων των πολιτικών κομμάτων του κοινοβουλίου.
Ας ξεκινήσουμε με τρεις απαραίτητους ορισμούς:
Κηραλοιφές: είναι οι πομάδες, με κύριο συστατικό το κερί από κηρήθρες, τις οποίες διαφήμιζε ο Κυριάκος Βελόπουλος τον Μάρτιο του 2020, δηλαδή τις πρώτες και πιο επικίνδυνες μέρες της πανδημίας, ως αποτρεπτικές του κορωνοϊού. Τη σχετική εκπομπή, που έφερε τον εύγλωττο τίτλο «Κόντρα και ρήξη», μετέδωσαν τότε είκοσι πέντε τουλάχιστον περιφερειακά κανάλια. Τους τηλεοπτικούς αυτούς σταθμούς τιμώρησε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) με πρόστιμα συνολικού ύψους 730.000 ευρώ, μέρος των οποίων, όπως φημολογείται, αναγκάστηκε τελικά να πληρώσει ο ίδιος ο αρχηγός της Ελληνικής Λύσης.
ΕΥΠ: είναι η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα άλλοτε Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ), θλιβερά γνωστή στο πανελλήνιο από τα χρόνια της σκοτεινής δράσης της, προς την οποία μια άλλη ανεξάρτητη αρχή, η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), επρόκειτο, όπως γράφηκε, να επιβάλει μεγάλο πρόστιμο για απόκρυψη στοιχείων, στη γνωστή υπόθεση των υποκλοπών.
Υποκλοπές: πρόκειται για το μέγα σκάνδαλο που σημάδεψε τους τελευταίους μήνες της πρώτης κυβέρνησης Μητσοτάκη, για το οποίο η μεν ποινική Δικαιοσύνη εξακολουθεί να υπνώττει, η δε κυβέρνηση, αναβαπτισμένη από το 41% των εκλογέων, αποφεύγει να απαντήσει στο ερώτημα: Γιατί τελικά παρακολουθούνταν, μεταξύ άλλων, ο επικεφαλής του τρίτου –τότε και τώρα– κοινοβουλευτικού κόμματος, ένας σημαίνων υπουργός –επίσης τότε και τώρα– και ο αρχηγός του ΓΕΕΘΑ;
Οπως είμαι βέβαιος ότι θα έχει κιόλας αντιληφθεί ο υποψιασμένος αναγνώστης, κοινό χαρακτηριστικό των κηραλοιφών, της ΕΥΠ και των υποκλοπών είναι ότι και στις τρεις περιπτώσεις εμπλέκονται ανεξάρτητες αρχές: στην πρώτη το ΕΣΡ και στις άλλες δύο η ΑΔΑΕ. Αρχές οι οποίες, σεβόμενες την αποστολή που τους αναθέτει το Σύνταγμα, επέβαλαν –ή, έστω, επιχείρησαν να επιβάλουν– κυρώσεις σε βάρος ενός πολιτικού και μιας κρατικής υπηρεσίας για κραυγαλέες παραβάσεις των νόμων που έχουν επιφορτιστεί να διαφυλάσσουν. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έπρεπε να εξουδετερωθούν. Πώς μεθοδεύτηκε ο παραμερισμός τους;
Θα πρέπει ευθύς εξαρχής να τονιστεί ότι η μεθόδευση προ ημερών της εκλογής των νέων μελών του ΕΣΡ και της ΑΔΑΕ δεν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά το επιστέγασμα μιας μακράς αλληλουχίας σφαλμάτων και εσκεμμένων παρανομιών. Το κακό ξεκίνησε με την αναθεώρηση του 2001. Τότε για πρώτη φορά συνταγματοποιήθηκαν οι ανεξάρτητες αρχές –πέντε τον αριθμό– ως αντίβαρα στην παντοδυναμία της κυβερνώσας πλειοψηφίας. Ανάμεσά τους, του ΕΣΡ και της ΑΔΑΕ. Ως εγγύηση της ανεξαρτησίας τους προβλέφθηκε ότι τα μέλη τους θα επιλέγονταν με αυξημένη πλειοψηφία (αρχικά των 4/5) από τη Βουλή. Αντί ωστόσο της Ολομέλειας –ή, έστω, της αρμόδιας διαρκούς κοινοβουλευτικής επιτροπής, που η σύνθεσή τους είναι δεδομένη– προκρίθηκε η Διάσκεψη των Προέδρων. Ορθά τότε είχε επισημανθεί ότι πρόκειται για λάθος, αφού η σύνθεση της Διάσκεψης είναι κυμαινόμενη, μια και εξαρτάται από το πόσα κόμματα εκπροσωπούνται κάθε φορά στη Βουλή και, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να αλλάξει από την εκάστοτε πλειοψηφία, με απλή τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής. Για παράδειγμα, στην προηγούμενη Βουλή, που ήταν εξακομματική, η Διάσκεψη περιλάμβανε 23 μέλη, ενώ στη σημερινή, που είναι οκτακομματική, θα έπρεπε να περιλαμβάνει 30.
Απώτερη συνέπεια της ρευστότητας αυτής ήταν να τορπιλιστεί η εγγύηση της αυξημένης πλειοψηφίας. Παρότι οι επιλογές που έγιναν επί ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν ότι, με πολλή προσπάθεια και υπομονή, το άρθρο 101Α μπορούσε τελικά να λειτουργήσει ακόμη και όταν προβλεπόταν πλειοψηφία των 4/5 (τότε, για παράδειγμα, επελέγησαν οι κ. Κουτρουμάνος και Ράμμος), με την αναθεώρηση του 2019 η απαιτούμενη πλειοψηφία μειώθηκε στα 3/5.
Μετά τις τελευταίες εκλογές και την είσοδο στη Βουλή οκτώ κομμάτων, αντί να αναζητηθούν οι ελάχιστες εκείνες συναινέσεις που, όπως είχε συμβεί το 2017, θα διασφάλιζαν τη στοιχειώδη λειτουργία της Διάσκεψης των Προέδρων, επιδιώχθηκε η αλλοίωση της σύνθεσής της. Πρώτα πρώτα με την προσθήκη ενός ακόμη βουλευτή της πλειοψηφίας, του προέδρου της Επιτροπής της Βιβλιοθήκης της Βουλής, το 2019. Στη συνέχεια, με τη μη εκλογή αντιπροέδρων της Νίκης και της Πλεύσης Ελευθερίας, τον περασμένο Ιούλιο. Oι τελευταίοι, υπενθυμίζεται, υπό την ιδιότητά τους αυτή, θα μετείχαν αυτοδίκαια στη Διάσκεψη των Προέδρων. Ο αποκλεισμός τους, για τον οποίο, σημειωτέον, δεν ευθυνόταν μόνο η Ν.Δ., ήταν αδικαιολόγητος και πάντως εντελώς αυθαίρετος και απορώ γιατί οι θιγόμενοι δεν διαμαρτυρήθηκαν εντονότερα. Τέλος, μετά τις τελευταίες εκλογές, επειδή τα κουκιά και πάλι δεν έβγαιναν, προστέθηκε στη σύνθεση της Διάσκεψης ένας ακόμη βουλευτής της πλειοψηφίας, ο πρόεδρος της Επιτροπής Eρευνας και Τεχνολογίας (8.9.2023).
Δίχως άλλο, ο πρόεδρος της Βουλής είχε δίκιο όταν, υπερασπιζόμενος στην Ολομέλεια την τελευταία αυτή τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής, υποστήριζε ότι η «πλειοψηφούσα παράταξη» έπρεπε να ελέγχει το 50% + 1 και της Διάσκεψης των Προέδρων. Διότι θα ήταν πράγματι αδιανόητο να εξαρτάται από την αντιπολίτευση το πότε θα ψηφιστεί ένα κυβερνητικό νομοσχέδιο (συνεδρίαση 7.9.2023). Είχε δίκιο, ωστόσο, και ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ όταν επέσειε, στην ίδια συνεδρίαση, τον κίνδυνο να καταστρατηγηθεί η συνταγματική εγγύηση της πλειοψηφίας των 3/5 (Π. Δουδωνής).
Τελικά, όταν στις 28.9.2023 η Διάσκεψη κλήθηκε να επιλέξει τα νέα μέλη του ΕΣΡ και της ΑΔΑΕ, περιλάμβανε στη σύνθεσή της 27 μέλη (14 της πλειοψηφίας και 13 της αντιπολίτευσης). Εξ όσων γνωρίζω, το διάστημα που προηγήθηκε, δεν καταβλήθηκε ούτε από την κυβέρνηση ούτε από το προεδρείο της Βουλής η παραμικρή προσπάθεια να προταθούν με τα κόμματα της μείζονος αντιπολίτευσης υποψήφιοι κοινής αποδοχής, όπως είχε συμβεί παλαιότερα. Και δεν αποτελεί προφανώς δικαιολογία το ότι εκείνην ακριβώς την περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ περί άλλων ετύρβαζε, ούτε ότι το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ είχε ιδιαίτερο λόγο να ενδιαφέρεται για τη σύνθεση της ΑΔΑΕ. Προκρίθηκε, τουναντίον, ως ευκολότερη, η λύση της Ελληνικής Λύσης, ο αρχηγός της οποίας, όπως είδαμε, διατηρεί ανοιχτούς λογαριασμούς με το ΕΣΡ (λόγω κηραλοιφών). Ετσι σχηματίστηκε η πλειοψηφία των 16 ψήφων (14 Ν.Δ. + 2 Ελληνική Λύση), που όμως υπολειπόταν από τα 3/5 που απαιτεί το άρθρο 101Α του Συντάγματος (27×3:5 = 16,2).
Στις έντονες διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης, αντιτάχθηκε το αβάσιμο κατά τη γνώμη μου επιχείρημα της «στρογγυλοποίησης προς τα κάτω» (αφού το 16,2 είναι μικρότερο του 16,5). Η άποψη αυτή δεν ευσταθεί, διότι παραβλέπει τον εγγυητικό χαρακτήρα της αυξημένης πλειοψηφίας των 3/5 του άρθρου 101Α του Συντάγματος. Προσπερνά, με άλλα λόγια, τον σκοπό που υπηρετεί η εν λόγω διάταξη, τη ratio της, όπως λέμε εμείς οι νομικοί, δηλαδή την ανάγκη να επιλέγονται πρόσωπα ευρύτερης αποδοχής. Διότι, όταν το Σύνταγμα επιβάλλει πλειοψηφία των 3/5, εννοεί προφανώς «πλειοψηφία τουλάχιστον των 3/5». Και επειδή οι άνθρωποι δεν τεμαχίζονται, τέτοια πλειοψηφία υπάρχει μόνον όταν 17 τουλάχιστον από τα 27 μέλη της Διάσκεψης ψηφίζουν υπέρ ενός υποψηφίου.
Το ότι δεν επρόκειτο για μιαν «αθώα» ερμηνεία, αλλά για εσκεμμένη ενέργεια, αποδείχθηκε το ίδιο το βράδυ εκείνης της μέρας, με τη μεταμεσονύκτια δημοσίευση του σχετικού ΦΕΚ, ώστε να μη συνεδριάσει η ΑΔΑΕ την επομένη.
Μετά τη θριαμβευτική νίκη της στις τελευταίες εκλογές, θα περίμενε κανείς ότι η Νέα Δημοκρατία θα απέφευγε τα λάθη της προηγούμενης κυβερνητικής της θητείας. Oτι δηλαδή θα κυβερνούσε επιδιώκοντας ευρύτερες συναινέσεις και χωρίς να περιφρονεί τα θεσμικά αντίβαρα, όπως είναι οι ανεξάρτητες αρχές. Oταν ένα κόμμα, με τόσο νωπή και κατηγορηματική τη λαϊκή ετυμηγορία, ενδίδει τόσο εύκολα στην αλαζονεία της εξουσίας, ο κοινός πολίτης δεν μπορεί παρά να ανησυχεί.
Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών.