Η Meta τερματίζει οριστικά τη διαθεσιμότητα ειδήσεων στις πλατφόρμες της στον Καναδά, γράφει το ρεπορτάζ του καναδικού CBC. Όπως γράφει ο Darren Major στις ειδήσεις εδώ η Meta, η οποία κατέχει το Facebook και το Instagram, απάντησε με τον τερματισμό όλων των σελίδων ειδήσεων από τις πλατφόρμες της μετά την ψήφιση του νόμου για τις “διαδικτυακές ειδήσεις”, τον επονομαζόμενο νόμο “C-18” τον Ιούνιο. Ο νόμος απαιτεί από μεγάλους τεχνολογικούς γίγαντες όπως η Google και η Meta να πληρώνουν τα μέσα ενημέρωσης για περιεχόμενο ειδήσεων που μοιράζονται ή επαναχρησιμοποιούν με άλλον τρόπο στις πλατφόρμες τους. Όπως συνέβη και στην Αυστραλία, οι γιγάντιες πολυεθνικές που εκμεταλλεύονται το περιεχόμενο των ειδήσεων από τα ΜΜΕ, δεν θέλουν να πληρώσουν για αυτό. Όπως δήλωσε η Rachel Curran, επικεφαλής δημόσιας πολιτικής της Meta στον Καναδά, “έχουμε ξεκινήσει τη διαδικασία μόνιμης διακοπής της διαθεσιμότητας ειδήσεων στον Καναδά” για να προσθέσει “στο μέλλον, ελπίζουμε ότι η καναδική κυβέρνηση θα αναγνωρίσει την αξία που ήδη παρέχουμε στη βιομηχανία ειδήσεων και θα εξετάσει μια πολιτική απάντηση που θα υποστηρίζει τις αρχές ενός ελεύθερου και ανοιχτού διαδικτύου”. Με την ενέργεια αυτή οι Καναδοί δεν θα μπορούν πλέον να βλέπουν ή να δημοσιεύουν περιεχόμενο ειδήσεων στο Facebook ή στο Instagram. Τα ειδησεογραφικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών, θα αρχίσουν να μπλοκάρουν το περιεχόμενό τους σε αυτές τις πλατφόρμες.
Όπως γράφει το CBS η κυβέρνηση εισήγαγε τον νόμο υποστηρίζοντας ότι οι τεχνολογικοί γίγαντες έχουν καταβροχθίσει ένα μεγάλο μερίδιο των διαφημιστικών δολαρίων στα οποία βασίζονταν παραδοσιακά τα ειδησεογραφικά μέσα. Τον περασμένο μήνα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανέστειλε τις διαφημίσεις της στο Facebook και το Instagram ως απάντηση στην δήλωση της Meta ότι θα τερματίσει οριστικά τη διαθεσιμότητα των ειδήσεων.
Ο νόμος C-18 δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ καθώς το Τμήμα Καναδικής Κληρονομιάς εξακολουθεί να συντάσσει κανονισμούς σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής του. Ο πρόσφατα διορισμένος υπουργός Πολιτιστικής Κληρονομιάς Πασκάλ Σεντ-Ονγκ είπε ότι η Meta αρνήθηκε να συμμετάσχει στη ρυθμιστική διαδικασία. «Αυτό είναι ανεύθυνο», δήλωσε. «Προτιμούν να εμποδίσουν τους χρήστες τους να έχουν πρόσβαση σε καλής ποιότητας και τοπικές ειδήσεις αντί να πληρώνουν το μερίδιο που τους αναλογεί σε ειδησεογραφικούς οργανισμούς». Δήλωσε ακόμη πως η κυβέρνηση δεν θα υποχωρήσει και πρότεινε και στις άλλες χώρες να εξετάσουν το ενδεχόμενο σύνταξης παρόμοιας νομοθεσίας. Το περιεχόμενο ειδήσεων θα εξακολουθεί να είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο στις πλατφόρμες των εκδοτών.
Ο Martin Champoux, κριτικός πολιτιστικής κληρονομιάς για το Bloc Québécois, κατηγόρησε τη Meta ότι προσπαθεί να εκφοβίσει το κοινοβούλιο για να ακυρώσει τον νόμο. Στο μεταξύ συνεχίζονται οι επαφές της κυβέρνησης με τη Google για την πληρωμή των δικαιωμάτων. Ανοιχτό παραμένει το θέμα εάν οι εταιρείες θα αποσύρουν τις διαφημίσεις τους από το face book και το Instagram.
Ο νόμος C-18 βασίζεται σε έναν παρόμοιο νόμο στην Αυστραλία, τη χώρα που ανάγκασε για πρώτη φορά τις ψηφιακές εταιρείες να πληρώσουν για τη χρήση ειδησεογραφικού περιεχομένου. Η Meta, γνωστή ως Facebook εκείνη την εποχή, απέκλεισε προσωρινά τους Αυστραλούς από το να μοιράζονται ειδήσεις στην πλατφόρμα της. Η αυστραλιανή κυβέρνηση και η εταιρεία τεχνολογίας κατέληξαν σε συμφωνία και η απαγόρευση ειδήσεων άρθηκε. Ο αυστραλιανός νόμος ωστόσο ήταν διαφορετικός καθώς επέτρεπε στην εταιρεία να διαπραγματεύεται ιδιωτικές συμφωνίες με εκδότες εκτός του πλαισίου των κανονισμών. Το C-18 δεν προβλέπει μια τέτοια δυνατότητα.