Εντυπωσιακό είναι το εύρημα της έρευνας του Reuters Institute for the Study of Journalism στην ετήσια έκθεση του για τα Μέσα ενημέρωσης στην Ευρώπη. Στις 46 χώρες που ερευνώνται ο δείκτης εμπιστοσύνης είναι γενικά χαμηλός για τα παραδοσιακά media, για την Ελλάδα είναι ο χαμηλότερος μόλις 19%.
Διαβάζοντας την έκθεση για την Ελλάδα από τον Dr Antonis Kalogeropoulos εδώ https://reutersinstitute.politics.ox.ac.uk/digital-news-report/2023/greece
διαπιστώνουμε πως καταγράφεται μεγάλη πτώση εμπιστοσύνης ακόμη και σε αυτούς που επιλέγουν συγκεκριμένες ειδήσεις και συγκεκριμένο ΜΜΕ. Γενικά τις ειδήσεις εμπιστεύεται το 19% των πολιτών, ενώ 24% εμπιστεύεται τις ειδήσεις που χρησιμοποιεί για την ενημέρωση του σε όλα τα media. Σύμφωνα με την έρευνα η “εμπιστοσύνη στις ειδήσεις” μειώθηκε κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες, εν μέρει λόγω της έντονης συζήτησης σχετικά με την πολιτική και επιχειρηματική επιρροή στα μέσα ενημέρωσης. Όπως επισημαίνεται τα τοπικά-περιφερειακά ειδησεογραφικά μέσα χαίρουν μεγαλύτερης εμπιστοσύνης, ενώ οι εμπορικοί εθνικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς και οι ταμπλόιντ εφημερίδες ή οι ψηφιακές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες τύπου ταμπλόιντ είναι λιγότερο αξιόπιστοι.
Η συζήτηση γύρω από την ελευθερία του Τύπου εντάθηκε τον Μάιο του 2022, γράφει η έκθεση, αφού ο ετήσιος δείκτης ελευθερίας του Τύπου από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα (RSF) έβαλε την Ελλάδα στην 108η θέση (κάτω 38 θέσεις από το 2021), κάτω από πολλές μη δημοκρατικές χώρες. Η αντιπολίτευση απάντησε κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι περιορίζει την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, επικαλούμενη την επιλογή του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων να αναφέρει τη θέση της Ελλάδας στο άρθρο του. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση επέκρινε την έκθεση, με τον Πρωθυπουργό να την αποκαλεί δημοσίως «χαζή», προκαλώντας την έντονη αντίδραση των RSF. Όταν ο Πρωθυπουργός κλήθηκε από βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο να τη σχολιάσει, έδειξε τα πρωτοσέλιδα των αντικυβερνητικών εφημερίδων ως απόδειξη ότι δεν υπάρχει έλλειψη πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα. Η έκθεση του RSF για το 2023 τοποθετεί την Ελλάδα σε παρόμοια θέση με πέρυσι (107η θέση).
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η απόφαση ειδικού δικαστηρίου να καταδικάσει τον υπουργό ψηφιακής πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης για παράνομη παρέμβαση στη δημοπρασία τηλεοπτικών αδειών το 2016 –μαζί με επιχειρηματία που συμμετείχε στη διαδικασία– επιδείνωσε τις υπάρχουσες αντιλήψεις περί αδικαιολόγητων πολιτικών και επιχειρηματική επιρροή στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Επιπλέον, η περίοδος που ακολούθησε το θανατηφόρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη τον Μάρτιο του 2023 (μετά την ολοκλήρωση της έρευνάς μας) χαρακτηρίστηκε επίσης από δημόσια οργή και συγκεντρώσεις ενάντια στα κόμματα που κυβέρνησαν τις τελευταίες δεκαετίες. Έντονη κριτική εκφράστηκε για ορισμένους εμπορικούς ραδιοτηλεοπτικούς φορείς και διάσημους τηλεοπτικούς δημοσιογράφους, οι οποίοι θεωρήθηκαν προκατειλημμένοι υπέρ της κυβέρνησης όταν απέδιδαν την ευθύνη για το σιδηροδρομικό δυστύχημα.
Σημειώνεται ακόμη πως η αγορά ψηφιακών μέσων στην Ελλάδα παραμένει εξαιρετικά κατακερματισμένη, με τους Έλληνες ερωτηθέντες να χρησιμοποιούν πολύ μεγάλο αριθμό ειδησεογραφικών πηγών την εβδομάδα, σε σύγκριση με άλλες χώρες. Ο κατακερματισμός της προσοχής στο διαδίκτυο οφείλεται εν μέρει στον μεγάλο αριθμό ψηφιακών ειδησεογραφικών μέσων που λειτουργούν, αλλά και στον μεγάλο αριθμό Ελλήνων που χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook για ειδήσεις, πράγμα που σημαίνει ότι η κατανάλωση ειδήσεων είναι πιο περιστασιακή και τυχαία. Εκτός από το Facebook, οι νέοι Έλληνες χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο το Instagram και το TikTok για να λαμβάνουν ενημερώσεις ειδήσεων από ειδησεογραφικούς οργανισμούς ή πολιτικούς παράγοντες επιρροής/ακτιβιστές. Ωστόσο, ο κατακερματισμός του οικοσυστήματος των ελληνικών μέσων ενημέρωσης εκτείνεται πολύ πέρα από τα ψηφιακά μέσα.