Αναδημοσίευση από τους Reportersunited.gr με τη δική μας σημείωση πως ο φάκελος της δολοφονίας του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ έκλεισε για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια. Το γιατί γίνεται αντιληπτό με την εξέλιξη της υπόθεσης της greekmafia…
Γράφουν οι δημοσιογράφοι: Θοδωρής Χονδρόγιαννος– Νικόλας Λεοντόπουλος-Χριστόφορος Κάσδαγλης
Πρώτη ταφή: Η επίσημη κηδεία του δολοφονηθέντος δημοσιογράφου. Δεύτερη ταφή: Το γεγονός ότι οι δράστες του εγκλήματος δεν επικηρύχθηκαν από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, κάτι το οποίο έγινε μόλις ένα μήνα μετά, στη δολοφονία της Κάρολαϊν Κράουτς. Τρίτη ταφή: Η απροθυμία της ΕΛΑΣ, σύμφωνα με τους RSF, να ζητήσει τη συνδρομή της Europol για τη διαλεύκανση του φόνου.
Η δολοφονία Καραϊβάζ, μια δεκαετία μετά από εκείνη του δημοσιογράφου Σωκράτη Γκιόλια στις 19 Ιουλίου 2010, προκάλεσε την άμεση παρέμβαση διεθνών οργανώσεων υπεράσπισης της ελευθερίας του Τύπου. Στις 16 Απριλίου 2021, έξι μεγάλες οργανώσεις (ARTICLE 19, ECPMF, EFJ, Free Press Unlimited, IPI και OBC Transeuropa), έστειλαν επιστολή στον τότε υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και τον υπουργό Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα, ζητώντας «ταχεία και εμπεριστατωμένη έρευνα» με σκοπό τον εντοπισμό των δολοφόνων. Λίγο αργότερα, στις 29 Απριλίου, οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF) υποστήριξαν ότι «η ΕΛΑΣ πρέπει να δείξει στους δημοσιογράφους πως μπορούν να την εμπιστευτούν», με φόντο το γεγονός ότι και οι δύο δολοφονίες παραμένουν ανεξιχνίαστες.
Από την εντολή Μαξίμου στο… απόλυτο τίποτα!
Αμέσως μετά τη δολοφονία Καραϊβάζ, η κυβέρνηση έκανε πολλές εξαγγελίες για τον εντοπισμό των δραστών. Μόλις μια μέρα μετά το έγκλημα, ο κ. Χρυσοχοΐδης συναντήθηκε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο Μαξίμου. «Πολύ γρήγορα, όπως κάνει πάντα η Ελληνική Αστυνομία, θα βρει τους ενόχους και θα τους παραδώσει στην δικαιοσύνη», είχε δηλώσει αμέσως μετά ο υπουργός, δηλώνοντας ότι έλαβε εντολή από τον κ. Μητσοτάκη να επισπευστούν οι έρευνες για την εξιχνίαση της υπόθεσης.
Τον Δεκέμβριο του 2022, ενάμιση χρόνο αργότερα, ο νέος υπουργός Προστασίας του Πολίτη Τάκης Θεοδωρικάκος δήλωνε για την ανεξιχνίαστη δολοφονία Καραϊβάζ, τρεις μήνες αφότου είχε αναλάβει τη θέση: «Έχω ζητήσει και γίνεται σοβαρότατη έρευνα. Δεν έχει νόημα η συζήτηση. Έχουν νόημα μόνο τα αποτελέσματα».
Έναν μήνα αργότερα, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη θα πρόσθετε: «Είναι αυτονόητο ότι η υπόθεση της διερεύνησης της δολοφονίας του Γιώργου Καραϊβάζ θα συνεχιστεί μέχρι να βρεθούν οι ένοχοι και να αποδοθούν στη Δικαιοσύνη». Στις 5 Απριλίου 2023, κι ενώ απτά αποτελέσματα για το έγκλημα δεν υπάρχουν, ο κ. Θεοδωρικάκος σημειώνει: «Γίνεται και θα συνεχίσει να γίνεται το παν για να βρεθούν οι δολοφόνοι. Θα κάνουμε το παν. Κυριολεκτώ γι’ αυτές τις λέξεις. Οφείλουμε να το πράξουμε».
Επικήρυξη: Το παν που δεν έκανε το Μαξίμου
Παρά τις διαδοχικές εξαγγελίες Θεοδωρικάκου ότι η κυβέρνηση θα έκανε το παν για την εξιχνίαση της δολοφονίας Καραϊβάζ, υπάρχει κάτι αυτονόητο που δεν έκανε: δεν προχώρησε σε επικήρυξη, δηλαδή σε εξαγγελία χρηματικής αμοιβής για την υπόδειξη των δραστών.
Η ελληνική νομοθεσία δίνει στις Αρχές τη δυνατότητα να προσφέρουν χρηματική ανταμοιβή σε άτομα που θα παράσχουν στοιχεία με σκοπό τη διαλεύκανση κάποιας αξιόποινης πράξης. Σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 7 του ν. 1481/1984, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη μπορεί, με απόφασή του που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, «να προκηρύσσει χρηματικές αμοιβές για παροχή στοιχείων και πληροφοριών σε οποιονδήποτε τις παρέχει, που θα οδηγήσουν στην εξιχνίαση σοβαρών εγκλημάτων και την αποκάλυψη και σύλληψη των δραστών των εγκλημάτων αυτών».
Είναι αξιοσημείωτο με πόση ταχύτητα η κυβέρνηση προχώρησε σε γενναιόδωρη επικήρυξη για μιαν άλλη ανθρωποκτονία που έγινε την ίδια περίοδο με εκείνη του Καραϊβάζ. Στις 11 Μαΐου 2021, έναν μήνα μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου, ο κ. Χρυσοχοΐδης εξέδωσε κοινή υπουργική απόφαση με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Σκυλακάκη, με την οποία προκηρύχθηκε χρηματική αμοιβή ύψους 300.000 ευρώ σε οποιοδήποτε άτομο μπορούσε να προσφέρει πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψη του δολοφόνου της Κάρολαϊν Κράουτς στα Γλυκά Νερά. Μάλιστα, τα αντανακλαστικά της κυβέρνησης ήταν τόσο άμεσα, που η επικήρυξη έγινε την ίδια μέρα με τη διάπραξη της ανθρωποκτονίας!
Σύζυγος Καραϊβάζ: «Έλειψε η πολιτική βούληση» για την επικήρυξη
Σε δηλώσεις της προς το Reporters United, η σύζυγος του Γιώργου Καραϊβάζ Στάθα Αλεξανδροπούλου είπε: «Το βρίσκω περίεργο ότι δεν έγινε επικήρυξη στην υπόθεση του Γιώργου. Ρώτησα και τους αξιωματικούς γιατί έγινε αυτό. Αλλά ξέρω καλά ότι δεν είναι δική τους ευθύνη, ο υπουργός αποφασίζει την επικήρυξη. Έγινε ένα φρικτό έγκλημα. Την επομένη πήγε ο υπουργός στον πρωθυπουργό και έκαναν δηλώσεις. Αν ήθελε ο πρωθυπουργός θα μπορούσε να είχε ζητήσει κι εκείνος την επικήρυξη. Αλλά αυτό δεν έγινε. Έλειψε η πολιτική βούληση».
Το μέτρο της επικήρυξης δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην υπόθεση Καραϊβάζ, παρότι αυτό έχει ζητηθεί και από την οικογένειά του. «Το μόνο που παρακαλάω είναι, όπως έχουν επικηρύξει για την κοπέλα [την Κάρολαϊν Κράουτς] -και λυπάμαι πολύ και για την κοπέλα και για όλους τους άλλους-, θα τους παρακαλέσω πάρα πολύ να επικηρύξουν και για τον γιο μου και να βρεθούν αυτοί οι δολοφόνοι», είχε δηλώσει η μητέρα του Καραϊβάζ έναν μήνα μετά τη δολοφονία του. Η επικήρυξη δεν αποφασίστηκε ποτέ, παρά το γεγονός ότι επί δύο χρόνια η ΕΛΑΣ έχει αποτύχει να διαλευκάνει την υπόθεση. Μια δολοφονία που είχε αποσπάσει το ενδιαφέρον σημαντικών διεθνών οργανισμών.
Σε ρεπορτάζ της Καθημερινής την περίοδο των δολοφονιών Καραϊβάζ και Κάρολαϊν (Έγκλημα και επικήρυξη, Γιάννης Σουλιώτης, 13.05.2021), πηγές είχαν εκτιμήσει στην εφημερίδα ότι «η πρωτοβουλία (σ.σ.: για την επικήρυξη στη δολοφονία των Γλυκών Νερών) μπορεί να μας βοηθήσει. Μακάρι το ίδιο να συνέβαινε και σε άλλες περιπτώσεις άγριων φόνων». Άλλες πηγές είχαν αναρωτηθεί ευθέως στο ίδιο ρεπορτάζ «γιατί δεν επικηρύχθηκαν οι δολοφόνοι του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ».
Το Reporters United απέστειλε ερωτήματα προς το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και την ΕΛΑΣ. Ρωτήσαμε γιατί δεν έγινε επικήρυξη στην υπόθεση Καραϊβάζ, καθώς και σε ποιες ανθρωποκτονίες που αφορούν το οργανωμένο έγκλημα έγιναν προκηρύξεις χρηματικής αμοιβής για τη σύλληψη των δραστών. Δεν λάβαμε καμία απάντηση.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το μέτρο της επικήρυξης εφαρμόστηκε σε άλλα σοβαρά εγκλήματα κατά το πρόσφατο παρελθόν. Ενδεικτικά, στην επίθεση με υδροχλωρικό οξύ κατά της Κωνσταντίνας Κούνεβα(2009), στην επιχείρηση σύλληψης του Βασίλη Παλαιοκώστα (2011) και των καταζητούμενων τρομοκρατών Χριστόδουλου Ξηρού, Νίκου Μαζιώτη και Πόλας Ρούπα (2014), στην υπόθεση της διπλής δολοφονικής επίθεσης έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο (2014), καθώς και στην επίθεση κατά του πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (2020). Στην περίπτωση του Ξηρού η επικήρυξη απέδωσε καρπούς, αφού χάρη σε πληροφοριοδότη εντοπίστηκε και συνελήφθη ο καταζητούμενος τρομοκράτης, με αποτέλεσμα να καταβληθεί και το ποσό της επικήρυξης (ένα εκατ. ευρώ).
Παρόλα αυτά, κατά τα τελευταία χρόνια η ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη δεν έχει προχωρήσει σε επικηρύξεις για τις 26 δολοφονίες που αφορούν το οργανωμένο έγκλημα και την Greek Mafia. (Για το ζήτημα ρωτήσαμε το ΥΠΡΟΠΟ και την ΕΛΑΣ, χωρίς ωστόσο να λάβουμε απάντηση.)
Europol: Η βοήθεια που δεν ζήτησε το Μαξίμου
Εκτός από την απόφαση να μην προχωρήσουν σε επικήρυξη, οι Αρχές δεν έχουν ζητήσει μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τους RSF, ούτε τη συνδρομή της Europol (της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας που είναι ο αρμόδιος οργανισμός της ΕΕ για την επιβολή του νόμου), στις έρευνες για τον εντοπισμό των δολοφόνων του Καραϊβάζ.
«Δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του Έλληνα δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα καλούν τις ελληνικές Αρχές να ζητήσουν από την Europol να βοηθήσει στην έρευνα, η οποία έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Η ευρωπαϊκή αστυνομική υπηρεσία θα μπορούσε όχι μόνο να προσφέρει τεχνική βοήθεια, αλλά και να διασφαλίσει την ανεξαρτησία των ερευνών», ανέφεραν οι RSF σε ανακοίνωσή τους για τη συμπλήρωση δύο ετών από τη δολοφονία. «Παρά τις υποσχέσεις τους ότι η έρευνα θα “επιταχυνθεί” και θα αποτελέσει “απόλυτη προτεραιότητα”, οι ελληνικές Αρχές δεν έχουν κάνει καμία σύλληψη σε σχέση με τη δολοφονία Καραϊβάζ [και] δεν έχουν αποκαλύψει καμία πληροφορία που να υποδεικνύει σημαντική πρόοδο στην έρευνα».
Φράση κλειδί αυτής της ανακοίνωσης είναι μάλλον ο υπαινιγμός που αφορά τη «διασφάλιση της ανεξαρτησίας των ερευνών», το οποίο θα ξανασυναντήσουμε για δεύτερη φορά στο ίδιο κείμενο (δείτε παρακάτω).
Μετά την πρόσφατη επίσκεψή της στην Αθήνα τον περασμένο Μάρτιο, και η επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (LIBE) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προέτρεψε την Ελλάδα να ζητήσει τη συνδρομή της Europol στην υπόθεση, αφού δύο χρόνια μετά τη δολοφονία Καραϊβάζ, «όχι μόνο δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη για την οικογένειά του, αλλά (σ.σ.: η έλλειψη απτής προόδου στην αστυνομική έρευνα) στέλνει το μήνυμα ότι η ασφάλεια των δημοσιογράφων δεν αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση».
«Έχουν κάτι να κρύψουν οι ελληνικές Αρχές;»
Η ανακοίνωση των RSF σημειώνει κι ένα ακόμη προβληματικό σημείο στους χειρισμούς των Αρχών ως προς την υπόθεση Καραϊβάζ: την παντελή έλλειψη διαφάνειας.
Τον Οκτώβριο του 2021, το υπουργείο Εξωτερικών υποστήριξε σε δήλωσή του ότι οι έρευνες για τον εντοπισμό των δραστών «βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη», ωστόσο «τα νέα δεδομένα δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν», καθώς σύμφωνα με το ελληνικό σχετικό νομικό πλαίσιο, «η προκαταρκτική έρευνα είναι εμπιστευτική».
Ωστόσο, η σύσταση για την ασφάλεια των δημοσιογράφων που ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Σεπτέμβριο του 2021 απαιτεί «διαφάνεια» στις έρευνες και τις διώξεις για τα εγκλήματα σε βάρος δημοσιογράφων. Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι RSF σημειώνουν ότι η έκθεση της ελληνικής κυβέρνησης για τη συμμόρφωσή της με την ευρωπαϊκή σύσταση (η οποία συντάχθηκε τον περασμένο Μάρτιο και την οποία είδαν οι RSF) δεν έχει καμία αναφορά στη δολοφονία Καραϊβάζ, κάτι που εγείρει ερωτήματα για την ειλικρίνεια αυτής της συμμόρφωσης.
«Έχουν κάτι να κρύψουν οι ελληνικές Αρχές σχετικά με τη δολοφονία ενός δημοσιογράφου που ειδικεύεται στην έρευνα για τη διαφθορά της αστυνομίας;», αναφέρει στη δήλωση των RSF ο Πάβολ Σαλάι, επικεφαλής της οργάνωσης για την ΕΕ και τα Βαλκάνια. «Είναι ασυνήθιστο στην Ευρώπη να βλέπουμε μια τέτοιου είδους έρευνα να σημειώνει τόσο μικρή πρόοδο. Εάν η Ελλάδα θέλει πραγματικά να υποστηρίξει τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για την υπεράσπιση της ελευθερίας του Τύπου, θα πρέπει να συμπεριλάβει αμέσως και πλήρως την Europol στην έρευνά της, ώστε η ευρωπαϊκή αστυνομική υπηρεσία να παράσχει την τεχνογνωσία και να διασφαλίσει ότι αυτή διεξάγεται με ανεξάρτητο τρόπο».
Η δολοφονία Καραϊβάζ αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους ανησυχίας για την επιδείνωση της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την οργάνωση Committee to Protect Journalists, οι δύο δολοφονίες, μαζί με τις παρακολουθήσεις και τις επιθέσεις σε βάρος δημοσιογράφων, «έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση κλίματος φόβου και αυτολογοκρισίας».
Η εξιχνίαση του εγκλήματος «είναι επιβεβλημένη, όχι μόνο για να απονεμηθεί δικαιοσύνη ως προς το ποινικό σκέλος της υπόθεσης, αλλά και για να αποκατασταθεί το αίσθημα ασφάλειας στους Έλληνες δημοσιογράφους και την ελληνική κοινωνία», υποστήριξε η ΕΣΗΕΑ σε πρόσφατη δική της ανακοίνωση για τη συμπλήρωση δύο ετών από το έγκλημα.
Η Μάχη Νικολάρα, δημοσιογράφος της ΕΡΤ και ειδική γραμματέας στο ΔΣ της ΕΣΗΕΑ, δήλωσε στο Reporters United: «Ο Γιώργος Καραϊβάζ ερευνούσε και έγραφε για τις υπόγειες διασυνδέσεις θυλάκων στην αστυνομία με τη μαφία. Ο Γιώργος Καραϊβάζ δολοφονήθηκε με μαφιόζικο τρόπο. Η αστυνομική έρευνα για την εξιχνίαση της δολοφονίας του όχι μόνο δεν έχει αποδώσει δύο χρόνια τώρα, αλλα η όποια πρόοδός της, αν υπάρχει, κρατιέται ως επτασφράγιστο μυστικό ακόμη και για την οικογένειά του. Αυτά είναι τρία γεγονότα που δεν γίνεται να μην σχετίζονται μεταξύ τους. Ακόμη και στην απίθανη, κατά τη γνώμη μου, περίπτωση που δεν σχετίζονται μεταξύ τους, αυτό πρέπει να αποδειχθεί από την έρευνα. Έχουμε ωστόσο κάποια ένδειξη ότι η έρευνα κινείται σε αυτή την κατεύθυνση; Όχι».
Η ίδια πρόσθεσε: «Ο εντοπισμός των φυσικών αυτουργών δεν είναι το μοναδικό ζητούμενο. Η δολοφονική ενέργεια κατά του Γιώργου Καραϊβάζ παραπέμπει σε “πληρωμένο συμβόλαιο”. Όποιοι κι αν είναι οι φυσικοί αυτουργοί, αυτό που πραγματικά θα δικαίωνε τη μνήμη του δολοφονημένου και την οικογένεια του είναι η αποκάλυψη των “εντολέων” και φυσικά των πραγματικών επιδιώξεών τους. Ως πολίτης και δημοσιογράφος πιστεύω ότι αυτό θα λειτουργούσε πραγματικά στην κατεύθυνση της αποτροπής τέτοιων εγκλημάτων, αλλά και της αποκατάστασης, σε κάποιο βαθμό, του αισθήματος ασφάλειας για τους δημοσιογράφους και την κοινωνία ευρύτερα».