** Εισήγηση στην ημερίδα που οργάνωσαν τα Πρωτοβάθμια Σωματεία της ΕΡΤ στη Θεσσαλονίκη στις αρχές Ιανουαρίου 2023
Ματίνα Παπαχριστούδη, mediatvnews.gr, δημοσιογράφος ρεπορτάζ media στο συνδικαλιστικό σχήμα “Μέτωπο για την Ανατροπή”- “Πρωτοβουλία για την Ανατροπή” ΕΣΗΕΑ.
Από την έκρηξη της ιδιωτικής, ελεύθερης τότε, ραδιοτηλεόρασης στην παράδοση της στους εκδότες, στη διαπλοκή αλα Μητσοτάκη και στην έκρηξη των μίντια της σημιτικής περιόδου έως και την αρχή της κρίσης, το 2008-2009, το μνημόνιο στα ΜΜΕ από 2010 ως και 2014, τον καταποντισμό των μίντια της διαπλοκής κατά απαίτηση και της τρόϊκας και την επάνοδο της ισχύος τους με άλλα πρόσωπα -πρόσωπα- ιδιοκτησίες- κυβερνήσεις έως και σήμερα στην πλήρη, ολοκληρωτική επικυριαρχία των μέσων και των ανθρώπων της στην οικονομική εκδοτική εξουσία των ολιγαρχών και των κυβερνήσεων, πέρασαν 35 χρόνια. Τις δεκαετίες αυτές οι εργαζόμενοι ακολουθούσαν και βρίσκονταν στην περιφέρεια ή και την καρδιά των εξελίξεων-ευθέως ανάλογα των εξελίξεων στο χώρο των media – ως σημαντικός παράγοντας της βιομηχανίας. Μιας βιομηχανίας με ιδιαιτερότητα ότι πατάει τόσο στο χώρο της οικονομίας (παραγωγή προϊόντος) όσο και κυρίως στο χώρο της ιδεολογίας ως ένας βασικός κόμβος στην προπαγάνδα. Στη χώρα μας η “βιομηχανία” αυτή, ήταν και είναι μπολιασμένη με μια ακόμη ιδιαιτερότητα, ο έντυπος Τύπος από τα σπάργανα του οποίου προέρχεται μέχρι στιγμής η λειτουργία- κουλτούρα-προσανατολισμός και “αυτονομία” της εξουσίας του, είναι βαθειά κομματικοποιημένος, ταυτισμένος και εξυπηρετικός, συνομιλητής αλλά και δημιουργός κατασκευών πληροφόρησης για τα συμφέροντα των εκδοτών είτε σε συνεννόηση, διαπραγμάτευση ή και αντιπαλότητα με τα εκάστοτε πολιτικά κόμματα του αστικού συστήματος και φυσικά την εκάστοτε κυβέρνηση.
Για τους εργαζόμενους στον κλάδο της βιομηχανίας των media υπήρχε και υπάρχει σε μεγαλύτερο και βαθύτερο επίπεδο πλέον, ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Το εργατικό δυναμικό, δημοσιογράφοι, τεχνικοί, διοικητικοί υπάλληλοι αρχικά στον έντυπο Τύπο, στη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και σήμερα σε όλο το διαδίκτυο, ελέγχονται και χειραγωγούνται σε μέγιστο βαθμό και με σχεδόν απόλυτη επιτυχία από μια διπλή “εργοδοσία”. Θα έλεγα “τριπλή”, αν και δεν είναι ακριβώς “εργοδοσία” αλλά παράγοντας μιας επιπλέον χειραγώγησή του. Αφενός τους ίδιους τους εργοδότες τους στις επιχειρήσεις ΜΜΕ, πολλές φορές και οι ίδιοι υπό την ιδιότητα του “δημοσιογράφου” ή του “τεχνικού” -”παραγωγού”. Ως “εργοδότης” τους λειτουργεί παράλληλα η περίφημη “αγορά”, τα οικονομικά συμφέροντα εν γένει που εξυπηρετούνται επικοινωνιακά και ελέγχουν την επικοινωνία ειδικά αλλά και της διαφημιστικής αγοράς η οποία αποτελεί την κύρια πηγή εσόδων της βιομηχανίας media.
Ο δεύτερος “εργοδότης” τους είναι η εκάστοτε πολιτική εξουσία σε κοινοβουλευτικό επίπεδο και η εκάστοτε κυβέρνηση που στην περίπτωση της Ελλάδας διαχρονικά παίζουν σημαίνοντα και καθοριστικό ρόλο στον έλεγχο και την χειραγώγηση των Μέσων και των ανθρώπων της.
Ο τρίτος παράγοντας χειραγώγησης τους είναι οι συνδικαλιστικές ενώσεις, οι οποίες ελάχιστες φορές λειτούργησαν και έδρασαν ως “σωματεία”, συνήθως λειτουργούν ως μηχανισμοί διαμεσολάβησης για τις στενές συντεχνιακές στοχεύσεις, με αποτέλεσμα φυσικά να χάνουν κι αυτά τα δικαιώματα. Το σώμα των εργαζομένων στα media ως σημαντικός παράγοντας σε αυτή τη βιομηχανία που πατά παράλληλα σε οικονομία και ιδεολογία, δεν κατάφερε ποτέ- με εξαίρεση ελάχιστα μεμονωμένα περιστατικά, περιόδους και αγώνες, να αρθρώσει τον δικό του αυτόνομο λόγο, να θέσει τα δικά του αιτήματα απέναντι στη “διπλή εργοδοσία”. Αντιθέτως και με τη συμμετοχή και τεράστια ευθύνη των συνδικαλιστικών οργανώσεων διαχρονικά, οι εργαζόμενοι άγονται και φέρονται, στην καλύτερη των περιπτώσεων αμύνονται, υποκύπτουν και ενσωματώνονται, μετατρέπονται από δημοσιογράφοι σε “συνδετήρες” στη συνοχή του συστήματος προπαγάνδας και χειραγώγησης. (Συνδετήρες τους λέγαμε στην εποχή μου- πριν 20 χρόνια, σήμερα τους ονομάζουμε “ανεβαστήρια”). Η διαφορά ανάμεσα στο τότε, τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 έως και περίπου την αρχή της κρίσης το 2008-2009, ήταν πως η δημοσιογραφία στα αστικά Μέσα- και τα νέα ηλεκτρονικά- ιδιωτικό ραδιόφωνο- τηλεόραση- είχε και λειτουργούσε με τη δική της “σχετική αυτονομία”, υπόκεινταν φυσικά στη “γραμμή” της εργοδοσίας -αυτολογοκρισία το ονομάζαμε- αλλά βασικές αρχές του επαγγέλματος τηρούνταν ή σε πολλές περιπτώσεις αποτελούσαν βασικό κριτήριο για τη δημοσιογραφική επάρκεια και εργασία.
Προσωπικά εργάστηκα 19 χρόνια στον Ελεύθερο Τύπο, ναυαρχίδα της δεξιάς. Γνώριζα τι δεν μπορούσα να γράψω, ποτέ όμως σε όσα έγραφα για την τηλεόραση, τα μίντια δεν υπήρξε άνωθεν παρέμβαση. Αντιθέτως το ρεπορτάζ μου πολλές φορές ζητήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από την εργοδοσία για να κάνει τα δικά της παιχνίδια, να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα είτε απέναντι στην τότε κυβέρνηση είτε απέναντι σε άλλους εκδότες με τους οποίους βρίσκονταν σε διαμάχη. Έχω να το λέω πως τρεις φορές ζητήθηκε από τα “αόρατα” συμφέροντα (ποτέ δεν έμαθα ποιά) να απολυθώ αλλά οι τρεις διευθυντές μου, Ρίζος, Πασαλάρης, Κύρτσος αρνήθηκαν να με απολύσουν. Σήμερα το Μαξίμου αλλά και τα μεγάλα αστικά κόμματα στέλνουν τους “δημοσιογράφους υπαλληλίσκους τους” από το Μαξίμου καταρχήν αλλά και τα διάφορα γραφεία Τύπου ή πολιτικά γραφεία μίτζους, πούλους και σία, σε εφημερίδες και σάιτ οι οποίοι λειτουργούν ως διευθυντές σύνταξης. Και φυσικά έχουν την εξουσία να απολύουν ακόμη κι όποιον δεν τους γουστάρει η φάτσα του…
Πως φθάσαμε λοιπόν εδώ; Πριν από όλα αξίζει να επισημανθεί πως η εργασία στα media εξαιτίας της φύσης στην παραγωγή του “προϊόντος” της – ειδήσεις που είναι ικανές να αλλάξουν τον κόσμο- διαχείριση στη ροή πληροφόρησης που είναι ικανή να παθητικοποιήσει συσκοτίσει παραπλανήσει τον κόσμο- οφείλει στα αιτήματα της να περιλαμβάνει τη διπλή λειτουργία της. Σταθερή μόνιμη εργασία με συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εργασιακές συνθήκες που θα εξασφαλίζουν την αξιοπρεπή επιβίωση αλλά και ελευθερία συντακτικής λειτουργίας, συμμετοχή των εργαζομένων στην παραγωγή του προϊόντος, συμμετοχή και έλεγχο της ιδιοκτησίας σε ότι αφορά την ενημέρωση, οι δημοσιογράφοι στο ρεπορτάζ τους, οι τεχνικοί στην αποτύπωση- κάλυψη ή μοντάζ, οι διοικητικοί στη διαφημιστική αγορά ή τη διανομή.
Η διατύπωση μιας τέτοιας διπλέτας αιτημάτων δεν προωθήθηκε ποτέ συνδικαλιστικά, αντιθέτως η συνδικαλιστική κόκκινη γραμμή που τέθηκε ήδη από το 2011 και μετά ήταν “να σώσουμε τα μαγαζιά”. Κι ας “πεθάνουν” εργασιακά οι άνθρωποι τους. Όπως και …πέθαναν, ενώ τα μίντια πολλαπλασιάστηκαν, οι εργοδοσίες άλλαξαν και έγιναν σκληρότερες, η ενημέρωση κατάντησε διαφημιστικό περιτύλιγμα στην προώθηση των κάθε φορά οικονομικών- πολιτικών συμφερόντων, οι εργαζόμενοι αυξήθηκαν στη βιομηχανία αλλά με το ένα τέταρτο των μισθών που υπήρχαν πριν 18 -15 χρόνια, οι μισοί και πλέον με ελαστικές σχέσεις εργασίας, με συμβάσεις στα πλατό ή πίσω από οθόνες υπολογιστών, χωρίς ωράρια, πολύωρες βάρδιες χωρίς επιπλέον αμοιβές, εργάζονται για πολλαπλά μέσα των εργοδοτών τους, όμηροι και με απαίτηση μόνο να σκύβουν το κεφάλι και να παρακαλάνε για μια κάρτα σούπερ μάρκετ, ένα κουπόνι τροφείων. Όλα αυτά με τη συνδικαλιστική σφραγίδα των ενώσεων των δημοσιογράφων…
Θα επιχειρήσω επιγραμματικά να αναφέρω τις περιόδους στις οποίες συντελέστηκαν οι μεγάλες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων στη βιομηχανία των media.
Τον Απρίλιο του 2009 πραγματοποιήθηκε ένα μεγάλο συνέδριο διαφημιστών για την αγορά στο Μέγαρο Μουσικής, η κρίση είχε κάνει ήδη την εμφάνιση της αλλά η διαφημιστική αγορά ζήτησε από τα στελέχη της τηλεόρασης να πάρουν τις “ειδήσεις στο μαξιλάρι τους”. Για την κρίση φταίει η τηλεοπτική ενημέρωση, είπαν ξεκάθαρα. Τότε στις εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεόραση υπήρχαν ακόμη τα ρεπορτάζ με σαφή οριοθέτηση. Πολιτικό, κοινωνικό, ελεύθερο, παιδεία, δικαστικό και πάει λέγοντας. Το μικρόφωνο δινόταν ακόμη-σε μικρότερο βαθμό από ότι την προηγούμενη δεκαετία αλλά δινόταν, στους φορείς της κοινωνίας, η φωνή της κοινωνίας έφθανε στον αέρα. Κι ύστερα ήρθε το μνημόνιο Ψυχάρη. Η τελευταία συλλογική σύμβαση για τις εφημερίδες ήταν του 2008, για τους τηλεοπτικούς σταθμούς το 2009. Tον Οκτώβριο του 2010 οι Σταύρος Ψυχάρης και Φώτης Μπόμπολας από τις θέσεις του προέδρου και αντιπροέδρου της ένωσης ιδιοκτητών παρέδωσαν το περίφημο non paper για τη συλλογική σύμβαση εργασίας στον δημοσιογραφικό κλάδο. Προέβλεπε μειώσεις μισθών, κατάργηση της αμοιβής κυριακάτικης εργασίας, μια μόνο και αποκλειστική εργασία για τα Μέσα. Το non paper δεν έγινε αποδεκτό, η τότε ένωση συντακτών συζητούσε χωρίς ποτέ να το υλοποιήσει απεργία διαρκείας. Το non paper Ψυχάρη-εκδότη σηματοδότησε ουσιαστικά την κατάρρευση των ΜΜΕ μετά τον 20ετή κύκλο ανάπτυξης της φούσκας των ιδιοκτητών με τα Χρηματιστήρια, την επιχείρηση εκμαυλισμού των δημοσιογράφων, την αναβάθμιση πολλών δημοσιογράφων “λοχαγών” στα εκδοτικά συγκροτήματα σε στρατάρχες-ιδιοκτήτες ΜΜΕ.
Το 2009 μετά το λουκέτο στον Ελεύθερο Τύπο και την πώληση του τίτλου στους Δημήτρη Μπενέκο, δημοσιογράφο και Αλέξη Σκαναβή πρώην στέλεχος του ομίλου Μπόμπολα, οι εργαζόμενοι είχαν στείλει εξώδικο στην εταιρεία και παράλληλα υπόμνημα 10 σημείων προς τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, ανοίγοντας για πρώτη φορά στην ιστορία των εργασιακών απαιτήσεων, δυο αιτήματα. Τον έλεγχο των οικονομικών στοιχείων της νέας εταιρείας που αγοράζει τον τίτλο και την διαπραγμάτευση ανάμεσα σε εκδότες- εργαζόμενους για τον έλεγχο εισροής κεφαλαίων στον Τύπο, τον έλεγχο στην τήρηση των υποχρεώσεων των ιδιοκτητών έναντι των εργαζομένων. Οι θέσεις αυτές συνοδευόταν από την πρόταση για δυναμική κλιμάκωση των αντιδράσεων με επαναλαμβανόμενες 48ωρες απεργίες.
Οι θέσεις του εξώδικου και των 10 σημείων δεν ελήφθησαν ποτέ υπόψη, αντιθέτως “έκοψαν” όσους τα έγραψαν από τις θέσεις εργασίας στη νέα εφημερίδα. Η κύρια γραμμή των συνδικαλιστικών ενώσεων στην θορυβώδη κατάρρευση της βιομηχανίας των media, από το 2011 και μετά ήταν πως θα σώσουμε τα μαγαζιά των ΜΜΕ. Το 2010 σε απόρρητη έκθεση του ΔΝΤ ο Μπόμπ Τράα παρουσίασε στους ξένους το πρόβλημα της χώρας και τον τρόπο για το πως θα σπάσει η αλυσίδα συμφερόντων. (Σημεία της απόρρητης έκθεσης δημοσιεύθηκαν ένα χρόνο μετά τον Οκτώβριο του 2011 στην εφημερίδα Το Ποντίκι).
«Από τη μεταπολίτευση δημιουργήθηκε μια αλυσίδα συμφερόντων μεταξύ τραπεζών, πολιτικών και επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται και στα μέσα ΜΜΕ, κυρίως εκδότες. Οι τρεις είναι άρρηκτα δεμένοι και επιβιώνουν χάρη στη βοήθεια που παρέχει ο ένας στον άλλον. Για να αλλάξει η κατάσταση πρέπει να σπάσει αυτή η αλυσίδα», ανέφερε η Έκθεση του ΔΝΤ 2010, μιλώντας συγκεκριμένα για το πώς ο ένας κρίκος της αλυσίδας, τα μέσα ενημέρωσης (οι άλλοι δυο ήταν οι Τράπεζες και οι πολιτικοί), θα καταρρεύσουν σαν τραπουλόχαρτα μόλις τους κοπεί η πίστωση, μιας και σχεδόν όλα είναι υπερχρεωμένα. Ως πετυχημένη συνταγή για το ΔΝΤ αναφερόταν η περίπτωση του Alter, ένα κανάλι που “επηρέαζε πολύ το ελληνικό κοινό”. Αναφορά γινόταν και στην Ελευθεροτυπία, τον ΔΟΛ και τον Πήγασο. Το ΔΝΤ θεωρούσε πως με την κατάρρευση των Μέσων θα τερματιστεί η πελατειακή σχέση μεταξύ πολιτικών και εκδοτών και θα μπει μια νέα τάξη μέσων ενημέρωσης που θα κάνουν «αποστειρωτική» ενημέρωση και κυρίως δεν θα κάνουν αντιπολίτευση στο κατεστημένο πίσω από τους δανειστές.
Οι εργαζόμενοι δεν ήθελαν να έχουν ιδέα για όλα αυτά που συνέβαιναν και αφορούσαν το παρόν και το μέλλον τους, παρά το γεγονός ότι πολλοί δημοσιογράφοι μετείχαν στο team της προπαγανδιστικής μηχανής των μνημονίων. Έβλεπαν και αντιμετώπιζαν μόνο τις επιθέσεις των εργοδοτών οι οποίοι τη στιγμή που διαπραγματευόταν τη σωτηρία τους με το μέγαρο Μαξίμου και τους εκπροσώπους των δανειστών σε σαλέ, υπόγεια του Μαξίμου και μπάρ πολυτελών ξενοδοχείων, την ίδια στιγμή με πρόσχημα την “κρίση” απέλυαν, μείωναν μισθούς, έκοβαν κυριακάτικες αργίες.
Αρχικά απολύθηκαν οι “ανυπόταχτοι”, οι διαφορετικές φωνές, όσοι αντιστέκονταν σθεναρά στις εκδοτικές στοχεύσεις και στην υπεράσπιση της συντακτικής ελευθερίας στο ρεπορτάζ τους (αείμνηστη Πόπη Χριστοδουλίδου από το Έθνος, Άρης Χατζηστεφάνου από τον ΣΚΑΙ, ρεπόρτερ του Mega). Αμέσως μετά άρχισαν οι μαζικές απολύσεις, οι ατομικές συμβάσεις, οι εθελούσιες έξοδοι.
Από το 2011 έως και το 2014 η ανεργία στον κλάδο εκτοξεύθηκε στο 38,8%, οι εργαζόμενοι στον κλάδο των ΜΜΕ από τους 14.704 το 2010, μειώθηκαν το 2014 στους 9.722. Σε αυτό το διάστημα το non paper Ψυχάρη- Μπόμπολα εφαρμόστηκε στο σύνολο των ΜΜΕ που επέζησαν της κρίσης ή των νέων μίντια και από το 2015 που η “βιομηχανία” αρχίζει να επανακάμπτει με ορόσημο την επαναλειτουργία της ΕΡΤ, το τοπίο των εργασιακών σχέσεων είναι πλέον εντελώς διαφορετικό.
Πλήρης απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων, οι ελαστικές χέσεις εργασίας πήραν το πάνω χέρι, οι ατομικές συμβάσεις είναι καθεστώς, ωράρια δεν υπάρχουν, οι αποδοχές μειώθηκαν στο κατώτατο της εθνικής ΣΣΕ, σε πολλές περιπτώσεις ακόμη παρακάτω, το μαύρο χρήμα άρχισε να κινείται με τις αμοιβές των 200- 300- 400 ευρώ. Ο στόχος των εκδοτών όπως τέθηκε το 2010, μείωση μισθοδοσίας κατά 30% και μείωση σταθερής εργασίας κατά 50% επιτεύχθηκε με το παραπάνω. Παρά την κατάρρευση εκατοντάδων Μέσων και τα λουκέτα. Άλλαξε άρδην και η θέση των εργαζομένων στα media. Ουσιαστικά η πλήρης υποταγή τους στη μετατροπή των ΜΜΕ σε υποχείρια της προπαγάνδας στην οποία δεν είχαν πια καμία συμμετοχή στη δημιουργία της, μετέτρεψε το σώμα των εργαζομένων, των δημοσιογράφων σε απλούς διακομιστές, αντιγραφείς ειδήσεων και πληροφοριών που πλέον γράφονταν σε άλλα κέντρα, τα περίφημα επικοινωνιακά. Της κυβέρνησης, του Μαξίμου, των υπουργών των πολυεθνικών, ακόμη και των μικρών εταιρειών. Η δημοσιογραφία δολοφονήθηκε και τα ΜΜΕ πολλαπλασιάστηκαν.
Την αλλαγή αυτή αποδέχθηκαν οι συνδικαλιστικές ενώσεις μετά τις ήττες στους αγώνες του 2012-2013. Ήττες που ήταν προδιαγραμμένες κατά τη γνώμη μου ακριβώς εξαιτίας της απουσίας υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων ως αυτόνομος πόλος στη βιομηχανία των media. Της γραμμής “να σώσουμε τα μαγαζιά” με κάθε θυσία…
Δυο μόνο χαρακτηριστικά γεγονότα θέλω να αναφέρω. Την περίοδο 2006-2012 μια από τις κυρίαρχες συνδικαλιστικές γραμμές και βασική θέση της χαρακτηριζόμενης “αριστερής” αντιπολίτευσης που εκφραζόταν από τη Συσπείρωση, ήταν πως η κυβέρνηση οφείλει να δώσει στη δημοσιότητα τα στοιχεία όλων των δημοσιογράφων που απασχολούνταν στα γραφεία Τύπου του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Προσωπικά έχω στο αρχείο μου εκατοντάδες σελίδες με υπομνήματα, ερωτήσεις, θέσεις και αιτήματα για αυτό το θέμα. Το 2009 μάλιστα σε μια στροφή έντονης αντιπαράθεσης ανάμεσα στην πολιτική και μιντιακή εξουσία (Γιώργος Παπανδρέου και υπόγεια μεγάρου Μαξίμου, αν θυμάστε) είχε αναγγελθεί η επιχείρηση “καθαρά χέρια”, ο εντοπισμός δηλαδή και δημοσιοποίηση των στοιχείων δημοσιογράφων που εργάζονται σε γραφεία Τύπου. Λεγόταν και γράφτηκε κάπου πως είναι περίπου 2.000, χωρίς κανείς ποτέ να το διαψεύσει ή να το επιβεβαιώσει. Δώδεκα χρόνια μετά η παράταξη που ζητούσε εκείνα τα στοιχεία, συνεργάζεται για 4η συνεχόμενη θητεία με την παράταξη που εκφράζει μέρος της δεξιάς πολιτικής. Η ΕΣΗΕΑ σε αυτή αναφέρομαι αλλά και οι άλλες συνδικαλιστικές ενώσεις υπερασπίζονται μέχρις εσχάτων τις θέσεις των γραφείων Τύπου, έχουν καταθέσει δε και διάταξη νόμου για την προστασία τους ως “δημοσιογράφοι”.
Η λογική ότι οι δημοσιογράφοι είναι το σημαντικό εξάρτημα της πολιτικής χειραγώγησης του κλάδου έχει επικρατήσει συνδικαλιστικά ολοκληρωτικά. Οι ενώσεις προωθούν και υπερασπίζονται εργασιακά μόνο τους εργαζόμενους στα κρατικά Μέσα, ΕΡΤ, ΑΠΕ, γραφεία Τύπου ενώ ο ιδιωτικός τομέας των Μέσων αντιμετωπίζεται με τη λογική φιλανθρωπίας. Αν κάποιος δημοσιογράφος πάθει εγκεφαλικό, καρκίνο ή δεν έχει να φάει, θα του δώσουν 300ν ευρώ βοήθημα…
Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από το σχετικά κοντινό 2018. Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ- τη μόνη συνδικαλιστική ομοσπονδία που αναγνωρίζει η ένωση συντακτών ως συνομιλήτρια της- παρουσίασε την έρευνα του Απόστολου Καψάλη “Το σύγχρονο εργασιακό τοπίο στα μίντια”. Ακούσατε κάτι για αυτήν; Αποσπάσματα της διαβάστηκαν μόνο στο 5ο Διεθνές Σχολείο του ΠΣΑΤ τον Οκτώβριο του 2018. Μετά την έφαγε το μαύρο το σκοτάδι. Με εξαίρεση ελάχιστα ρεπορτάζ σε κάποια μπλόκ η έρευνα εξαφανίστηκε. Παρά το γεγονός ότι δεν ανέφερε κάτι συγκλονιστικό που θα έθετε πρόβλημα στις συνδικαλιστικές ηγεσίες.
Ανέφερε την εξέλιξη της ανεργίας στον κλάδο των ΜΜΕ.
Ότι παρατηρείται το φαινόμενο «ανακύκλωσης» εργαζομένων με μεγάλη προϋπηρεσία, οι οποίοι διατηρούνται επί μακρόν σε κατάσταση ανεργίας, τη στιγμή που προσλαμβάνονται στη θέση τους εργαζόμενοι/ες, ενδεχομένως μικρότερης ηλικίας και χαμηλότερων μισθολογικών απαιτήσεων. Ότι μετά το 2011 διευρύνεται το μερίδιο της μη μισθωτής εργασίας, το οποίο συνιστά σοβαρή ένδειξη για ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και για απορρύθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων στον χώρο των μίντια.
Παραδειγματικά το 2016 σε 500 on line επιχειρήσεις οι συμβάσεις έργου αφορούν στο 29% των δημοσιογράφων, επί συνόλου 7.864 δημοσιογράφων, οι 5.702 δηλώνονται ως μισθωτοί και οι 2.262 ως συμβασιούχοι έργου. Ότι επεκτάθηκαν οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, όπως ιδίως η από-μισθωτοποίηση ενός μεγάλου μέρους των απασχολούμενων στον κλάδο. Ότι στις περίπου 8.700 απολύσεις- αποχωρήσεις- εθελουσίες και τις περίπου 10.016 προσλήψεις το διάστημα 2013- 2018 δεν υπήρξε ευεργετικό πλαίσιο προστασίας της εργασίας στο χώρο των ΜΜΕ.
Για να συμπληρωθεί η συνολική εικόνα οφείλω να αναφέρω πως την 4ετία 1010-2014 συνέβη το βατερλό της παραδοσιακής διαπλοκής- με χρέη προς τις Τράπεζες άνω των 2 δισεκατομμυρίων ευρώ, με την μεγάλη κατάρρευση. Έβαλαν λουκέτο εκατοντάδες εφημερίδες, ραδιόφωνα, περιοδικά, τηλεοπτικά κανάλια άλλαξαν χέρια, κατά απαίτηση των ιδιοκτητών των ιδιωτικών καναλιών που έκαναν τα πρώτα τους ψηφιακά βήματα, μπήκε το λουκέτο στην ΕΡΤ το 2013.
Στα νέα Μέσα που άνοιξαν ή συνέχισαν με νέους ιδιοκτήτες δεν υπήρχε η δημογραφία και οι δημοσιογράφοι ήταν πλέον αχρείαστοι. Η πρώτη εφημερίδα που εφάρμοσε χωρίς καμία συνδικαλιστική αντίδραση τον κατώτατο μισθό ήταν ο Ελεύθερος Τύπος το 2012, 586,08 ευρώ για άγαμο.
Σήμερα πλέον δεν μιλάμε συνδικαλιστικά ούτε για απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ούτε για τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, πολύ περισσότερο δεν μιλάνε ( οι συνδικαλιστές) για τους όρους της Συλλογικής σύμβασης εργασίας στα ΜΜΕ. Παρά το γεγονός ότι οι εκδότες, οι ιδιοκτήτες καναλιών, οι ιδιοκτήτες των εκατοντάδων ιστοσελίδων έχουν κυριολεκτικά “χρυσωθεί” από την κυβέρνηση της Ν.Δ με τις διάφορες λίστες Πέτσα, Κικίλια, Πλεύρη, παρά το γεγονός ότι έλαβαν περί τα 80 εκατ. ευρώ τη 2ετία της πανδημίας, παρά το ότι οι διαφημιστικές εταιρείες παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση τζίρου και μεγάλα κέρδη, οι εταιρείες παραγωγής κέρδη και τα κανάλια αύξηση της διαφημιστικής δαπάνης πάλι στα 300 και πλέον εκατ. ευρώ.
Παρά το γεγονός ότι οι εφημερίδες εκδίδονται επειδή το κράτος πληρώνει τις ασφαλιστικές εισφορές και τη διανομή, η μόνη “ελπίδα” που παρουσιάζουν οι συνδικαλιστικές ενώσεις είναι η εφαρμογή του προτύπου της σύμβασης ανάμεσα σε Μαξίμου -ΕΣΗΕΑ, ΕΣΠΗΤ και λοιπών ενώσεων για τα κρατικά Μέσα που υπάγονται στο πρωθυπουργικό γραφείο και τα γραφεία των δημάρχων. Δηλαδή η πληρωμή με κουπόνια! Αυτό το πρότυπο, να περάσει σε ΣΣΕ η εθελοντική διανομή κουπονιών σίτισης, πλασάρεται ως εργασιακό αίτημα και για τον ιδιωτικό τομέα. Η κατάντια του συνδικαλισμού της υποταγής στα ΜΜΕ μετριέται με τις δωροκάρτες του μήνα!
Αν το σκεφθεί κάποιος καλά, μάλλον είναι απολύτως λογική αυτή η συνδικαλιστική τακτική. Γιατί οι δημοσιογράφοι είναι αχρείαστοι τόσο στα κρατικά όσο και στα ιδιωτικά ΜΜΕ. Δεν θέλουν ρεπορτάζ, δεν θέλουν έρευνα, δεν θέλουν τη βασική λειτουργία του δημοσιογράφου, να μεταφέρει την φωνή των από κάτω στους από πάνω. Τους θέλουν μόνο ως αντιγραφείς των non paper, των δελτίων τύπου, των ρεπορτάζ που παράγουν οι υπάλληλοι -δημοσιογράφοι κι αυτοί στα διάφορα μετερίζια της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Για όσους δε είναι πείσμωνες, επίμονοι εραστές της ομορφότερης τέχνης στον κόσμο, της δημοσιογραφίας και έχουν θέση εργασίας σε ΜΜΕ, τους αντιμετωπίζουν επιθετικά. Με λογοκρισία, φίμωση, αγωγές, με καταστολή. Και σε αυτό το σύστημα χειραγώγησης, φίμωσης και καταστολής δυστυχώς μετέχουν συνειδητά και με ανταλλάγματα που οι ίδιοι γνωρίζουν καλά, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες του κλάδου των ΜΜΕ.
Για το τέλος λέω να μιλήσω για αυτό που μου ζητήθηκε όταν συμφωνήσαμε να έρθω σε αυτή την ημερίδα. “Υπάρχει πρόταση για το τι να κάνουμε”; Μα, πάντα υπήρχε πρόταση, εδώ και δώδεκα χρόνια η πρόταση παραμένει η ίδια. Οι εργαζόμενοι να αποκτήσουν τη δική τους αυτονομία ως κλάδος. Να βγάλουν μπροστά και να παλέψουν τα δικά τους εργασιακά και επαγγελματικά συμφέροντα όχι των εκδοτών τους, των εφημερίδων τους, των καναλιών τους, των ιστοσελίδων τους. Προσωπικά όταν με ρωτούν “ε, και τι δέχεσαι να κλείσει το τάδε ΜΜΕ; “. Ε, ναι ας κλείσει το τάδε ΜΜΕ, γιατί την ίδια στιγμή θα ανοίξουν πολλά άλλα ΜΜΕ τα οποία δεν θα έχουν εργαζόμενους αν δεν αποδεχθεί δυο βασικούς όρους. Εργαζόμενους με σαφείς, σταθερές εργασιακές σχέσεις, καλές αξιοπρεπείς αμοιβές και συμμετοχή- έλεγχο στο παραγόμενο προϊόν με συντακτική ελευθερία και συμμετοχή του εργαζόμενου στην αλυσίδα της παραγωγής.
Εξάλλου σε δυο περιπτώσεις που ακολουθήθηκε διαφορετική από τη συνήθη συνδικαλιστική πρακτική, ο ποικιλόμορφος αγώνας ενάντια στο μαύρο της ΕΡΤ το 2013 και ο αγώνας των εργαζομένων της “Ελευθεροτυίας”, στέφθηκαν με επιτυχία. Η ΕΡΤ άνοιξε, κυκλοφόρησε η Εφημερίδα των Συντακτών…
Το τελευταίο διάστημα είναι εμφανές πως η δημοσιογραφία, ως διαμεσολαβητής της κοινωνίας προς την εξουσία, επέστρεψε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, να ασκείται ως …χόμπι. Σε μικρά, ανεξάρτητα ψηφιακά Μέσα, σε διαδικτυακές ιστοσελίδες, στα ψηφιακά δίκτυα με την τήρηση των βασικών αρχών του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Και είναι αυτοί οι δημοσιογράφοι που παράγουν “ειδήσεις” που προκαλούν το τελευταίο διάστημα αναταράξεις στο πολιτικό σκηνικό και εξανάγκασαν και τα μεγάλα συστημικά αστικά μέσα να ακολουθήσουν. Έστω και για να προβάλλουν την απάντηση της κυβέρνησης ή του πολιτικού συστήματος στις αποκαλύψεις αυτής της νέας δημοσιογραφίας.