Η περίπτωση της Humanite στο Βερολίνο, στην περίοδο της ανόδου του Χίτλερ και των διωγμών των Εβραίων
Γράφει η Αγγέλα Νταρζάνου στην Αυγή της Κυριακής
Τον ρόλο και τη συμβολή των «στρατευμένων εντύπων» στην Ευρώπη, την περίοδο της ανόδου του Χίτλερ, 1933 – 1939, στην αποκάλυψη της παραφροσύνης και της βαρβαρότητας του χιτλερικού καθεστώτος, των διωγμών των Εβραίων και των αντιφρονούντων, των στρατοπέδων εργασίας και των στρατοπέδων εξόντωσης, αναδεικνύει η έρευνα του Γάλλου δημοσιογράφου Ντανιέλ Σνεντερμάν, στο βιβλίο του «Βερολίνο 1933: Η στάση του διεθνούς Τύπου μπροστά στον Χίτλερ».
Η συλλογική μιντιακή τύφλωση
Το βιβλίο εξετάζει τις ανταποκρίσεις που έδιναν στις εφημερίδες τους στην Ευρώπη και την Αμερική οι ξένοι ανταποκριτές στο Βερολίνο, περί τους διακόσιους εκείνη την περίοδο. H διαπίστωση του; Είχε επικρατήσει μια «συλλογική μιντιακή τύφλωση», καθώς τα δημοσιογραφικά κείμενα που έφευγαν στον έξω κόσμο δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα της φρίκης της εποχής: τρομοκρατία, διώξεις, ξυλοδαρμοί στη μέση του δρόμου, αντισημιτικοί νόμοι, μποϋκοτάζ εβραϊκών καταστημάτων, ανεξήγητες εξαφανίσεις, νεκροί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έβλεπαν πολλά, έγραφαν λίγα. «Ενώ γύρω τους θα αρχίσουν σύντομα να μαίνονται οι διώξεις εναντίον Εβραίων και αντιφρονούντων, αυτοί παλεύουν να αποσπάσουν μια αποκλειστική δήλωση off the record ή να τους γίνει η χάρη να πάρουν συνέντευξη από τον δικτάτορα», σημειώνει ο συγγραφέας. Οι ανταποκριτές του δυτικού, δημοκρατικού Τύπου έρχονται αντιμέτωποι με ένα ρατσιστικό, ολοκληρωτικό καθεστώς. Και στις εφημερίδες τους εμφανίζονται μονόστηλα στις μέσα σελίδες.
Ο κομματικός Τύπος
Είχαν όλοι αυτή τη στάση; Όχι όλοι. Όποιος ήθελε να δει, έβλεπε και έγραφε. Ορισμένοι αντιστάθηκαν και απελάθηκαν από το καθεστώς. Μετρημένοι στα δάκτυλα. Ο Edgar Mowrer της Chicago Daily News είναι ο πρώτος, το φθινόπωρο του 1933, η Dorothy Thompson, συγγραφέας του βιβλίου “I saw Hitler”, απελάθηκε το 1934. Όμως δεν ήταν μόνον αυτοί. Ήταν και ο «στρατευμένος Τύπος»: η εφημερίδα L’ Humanité του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά και η La Croix των καθολικών (οι οποίοι επίσης διώχθηκαν, στη διαπάλη των ναζί με τη Ρωμαιοκαθολική και την Προτεσταντική Εκκλησία). Όμως τα κομματικά και στρατευμένα έντυπα είχαν μικρή εμβέλεια.
Ο ανταποκριτής της Humanité φτάνει στο Βερολίνο στα τέλη Μαρτίου 1933 και υπογράφει με το όνομα J. Koepplin, πιθανότατα πρόκειται για ψευδώνυμο, ο συγγραφέας εικάζει ότι μάλλον είναι άντρας. Οι ξένοι κομμουνιστές δημοσιογράφοι είναι ανεπιθύμητοι στη Γερμανία από το 1933. Της άφιξης του Koepplin έχει προηγηθεί, στις 27 Φεβρουαρίου η πυρπόληση του Ράιχσταγκ, του γερμανικού Κοινοβουλίου, από μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, σύμφωνα με την αστυνομία, και αυτό στάθηκε αφορμή για να ακολουθήσει ένα απίστευτο πογκρόμ από το χιτλερικό καθεστώς εναντίον των κομμουνιστών, των σοσιαλιστών και των αντιφρονούντων, ως εχθρών του καθεστώτος. Ο φόβος του μπολσεβικισμού βρίσκει αφορμή να καλλιεργηθεί. Ο Koepplin καταγράφει τις διώξεις των βουλευτών του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, την εξαφάνιση του E. Thaelmann, του γενικού γραμματέα, και χιλιάδες συλλήψεις, ανακρίσεις και παρακολουθήσεις πολιτών, χωρίς ένταλμα. 5.000 κομμουνιστές έχουν φυλακιστεί.
Παρά την αρχική αμηχανία της Humanité απέναντι στον αντισημιτισμό («οπωσδήποτε οι Εβραίοι είναι θύματα, όμως δευτερεύοντα μπροστά στους κομμουνιστές και επιπλέον ορισμένοι προέρχονται από τη μπουρζουαζία»), ο Koepplin ήδη από τα τέλη Μαρτίου περιγράφει την καθημερινή πίεση που ασκείται στους δρόμους εναντίον των Εβραίων. «Η αντισημιτική παράνοια του γερμανικού φασισμού δεν έχει πια όρια», γράφει.
Η Humanité υποστήριζε τη θεωρία του χιτλερικού αντισημιτισμού ως «αντιπερισπασμού», δηλαδή ότι ο χιτλερισμός δεν είναι παρά μια μαριονέτα, την οποία χειραγωγούν η Δεξιά, οι καπιταλιστές Γερμανοί μεγαλοεργοδότες ή ακόμα και οι σοσιαλδημοκράτες. Στην πραγματικότητα, ο αληθινός κίνδυνος είναι ο καπιταλισμός.
Παρά ταύτα ο συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής ο ίδιος, δεν διστάζει να παραδεχτεί και να επαινέσει τον τρόπο κάλυψης της ναζιστικής φρίκης από την κομματική εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος:
«Ωστόσο, διαβάζοντας τα φύλλα της L’ Humanité που κυκλοφόρησαν εκείνες τις μέρες του σοκ (σ.σ.: μετά τα πογκρόμ κομμουνιστών που ακολούθησαν την πυρπόληση του γερμανικού Κοινοβουλίου) κατά τις οποίες τα ιδεολογικά και ψυχολογικά αντανακλαστικά υπερίσχυαν κάθε ψύχραιμης ανάλυσης, εκπλήσσομαι με την ίδια μου την αντίδραση: νά που αυτή η προπαγανδιστική γλώσσα, αυτή η ξύλινη γλώσσα, μου φαίνεται σήμερα ότι ακούγεται ως η σωστότερη απ’ όλες, η πιο διορατική, η πιο αποτελεσματική για να εκφράσει τη διογκούμενη παράνοια του χιτλερισμού.
Αλλόκοτο και τραγικό παράδοξο: η γλώσσα της αμφιβολίας, του δισταγμού, της λεπτολογίας, μου φαίνεται ανυπόφορη, ακατανόητη, σαρωμένη από την Ιστορία. Ενώ η μαχητική γλώσσα των στρατευμένων κομμουνιστών -που στην εποχή της ήταν καταδικασμένη να μην ακούγεται, εξ αιτίας των υπερβολών της, της μονοτονίας της, της κακοπιστίας της, της υποταγής της στους στρατηγικούς στόχους της Σοβιετικής Ένωσης- είναι γλώσσα που βγήκε πιο αλώβητη από την Αποκάλυψη».
Απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα
Το βιβλίο απαντάει και στο γιατί: γιατί οι ανταποκρίσεις στα έντυπα εκτός Γερμανίας, στην Ευρώπη και στην Αμερική, ήταν τόσο χλιαρές; τόσο «μετρημένες» και δήθεν «αντικειμενικές»; τόσο «επαγγελματικές»; Δεν υπήρχε λογοκρισία στις χώρες τους. Γιατί δεν φώναζαν οι δημοσιογράφοι «κίνδυνος!», να το ακούσει όλος ο κόσμος; Τι τους εμπόδιζε;
Ας έχουμε υπόψη ότι, στην ιστορική συγκυρία των αρχών του αιώνα, ο αντισημιτισμός ήταν πολύ εκτεταμένος στην Ευρώπη και στην Αμερική, ενώ για τις κυβερνήσεις ο μεγαλύτερος εχθρός δεν ήταν οι ναζί, αλλά ο μπολσεβικισμός και η Σοβιετική Ένωση. Δεν ήταν μόνο οι δημοσιογράφοι που εθελοτυφλούσαν, αλλά και ο κόσμος που δεν ήθελε να δει τι πραγματικά συμβαίνει.
Ήταν οπωσδήποτε η ναζιστική λογοκρισία που τους εμπόδιζε, αλλά όχι μόνο. Ήταν η ατμόσφαιρα μιας εποχής ανεκτικής στους δικτάτορες, ήταν ο σφοδρός αντικομμουνισμός των εργοδοτών τους, δισεκατομμυριούχων με μεγάλα συμφέροντα, η παράλυση μπροστά στα όσα πρωτόγνωρα αντίκριζανν τα μάτια τους. Ήταν ακόμη ενός είδους βολή: εάν έγραφαν ό,τι έβλεπαν, θα έχαναν τη θέση τους ή τις πηγές τους, ήθελαν να έχουν πρόσβαση στις πηγές των πληροφοριών.
Ένα βασικό συμπέρασμα προκύπτει από την έρευνα του Deniel Scneidermann: η δημοσιογραφία, για να κάνει τη δουλειά της σωστά, πρέπει να έχει (και) συναίσθημα. Θέρμη και ενσυναίσθηση. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να δίνουν πρόσωπο στη φρίκη.