αναδημοσίευση από την Κατάληψη ΕΣΗΕΑ
Τα τελευταία χρόνια η ανάγκη των κεφαλαιοκρατών για μεγαλύτερο και ταχύτερο πλουτισμό έχει οδηγήσει σε ολοένα και περισσότερες βίαιες απόπειρες υλοποίησης «επενδύσεων» σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας σε αγαστή συνεργασία με το Κράτος και τους μηχανισμούς του. Συχνά, πρόκειται για κολοσσιαίες επενδύσεις που έχουν άμεσες, μακροπρόθεσμες και ποικιλότροπες επιπτώσεις στις ζωές των κοινοτήτων που διαβιούν γύρω από αυτές -ακόμη και στην υγεία των ανθρώπων- και, παράλληλα, ανεπίστρεπτες καταστροφικές συνέπειες στο φυσικό περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα που φιλοξενεί. Στο σύνολό τους, η υλοποίηση αυτών των επενδύσεων, πάντα στο όνομα της περιβόητης «ανάπτυξης», δρομολογείται εν αγνοία των τοπικών κοινωνιών που συχνά βρίσκονται προ τετελεσμένων και αφού έχουν χορηγηθεί οι πρώτες αδειοδοτήσεις τους. Αυτή η ετσιθελική εισβολή των επενδυτικών έργων έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών και τη δημιουργία πολύμορφων τοπικών κινημάτων, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και σε πανελλαδικό επίπεδο, που αντιστέκονται σθεναρά στη λεηλασία της φύσης και στην υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους και αγωνίζονται για τη γη και την ελευθερία.
Αυτές οι πρωτόγνωρες φωνές αντίστασης μπήκαν και εξακολουθούν να μπαίνουν στο στόχαστρο του Κράτους και των μηχανισμών του που, αφού παραδίδει γη και ύδωρ στους επίδοξους επενδυτές, αναλαμβάνει να τους προστατεύσει. Έτσι, πέραν του ότι ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στις επενδύσεις, άλλοτε καταστρατηγώντας την ίδια τη νομοθεσία που αυτό θέσπισε κι άλλοτε μεταβάλλοντάς την κόβοντας και ράβοντας στα μέτρα τους, διαθέτει τους κατασταλτικούς μηχανισμούς στην υπηρεσία των επενδυτών. Εξαπολύοντας τα ΜΑΤ και τους ασφαλίτες, τα γκλοπ και τα δακρυγόνα, τους ξυλοδαρμούς, την κρατική βία και τρομοκρατία. Κι ακόμη, πραγματοποιώντας συλλήψεις, πλέκοντας σκευωρίες και «στοιχειοθετώντας» μηνύσεις, προκειμένου να κρατήσει σε ομηρία αγωνιστές που αντιστέκονται στην καταστροφή των ζωών τους που συνεπάγεται η καταστροφή της φύσης.
Τα παραδείγματα της άγριας καταστολής και της βιομηχανίας μηνύσεων στο πρόσφατο παρελθόν, προκειμένου να καμφούν οι αντιστάσεις και να υλοποιηθούν οι καταστροφικές για το περιβάλλον επενδύσεις, είναι πολλά. Ενδεικτικά, αναφέρουμε τον αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής ενάντια στις εξορύξεις της «Ελληνικός Χρυσός», τον αγώνα ενάντια στην κατασκευή του φράγματος της Μεσοχώρας και της εκτροπής του Αχελώου, τον αγώνα των κατοίκων του Βόλου ενάντια στην καύση σκουπιδιών από την τσιμεντοβιομηχανία ΑΓΕΤ – Lafarge, αλλά και τους αγώνες ενάντια στην εγκατάσταση αναρίθμητων αιολικών σταθμών στην Τήνο, την Άνδρο, την Κεφαλονιά, τα Άγραφα και πολλές άλλες περιοχές.
Εντούτοις, πέραν της επιστράτευσης των κατασταλτικών μηχανισμών, η εξόντωση και ο αφανισμός όλων αυτών των κινημάτων επιχειρείται και με τη φίμωση της φωνής τους που υλοποιείται με τον αποκλεισμό τους από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης – είτε πρόκειται για μέσα πανελλαδικής εμβέλειας, είτε τοπικά – τηρουμένων ελάχιστων εξαιρέσεων που απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Όπως είναι γνωστό, αυτή η ευρείας έκτασης λογοκρισία υλοποιείται καθώς κάποιοι μιντιάρχες είναι παράλληλα μέτοχοι σε αυτές τις επενδύσεις έμμεσα ή άμεσα και, αφετέρου, επειδή οι επενδυτές χοντραίνουν τις κοιλιές των μιντιαρχών με άφθονο χρήμα, κυρίως μέσω των διαφημίσεων που τους παρέχουν. Ειδάλλως, εφόσον δοθεί βήμα και φωνή στα κινήματα, το κόψιμο της διαφήμισης, που σχεδόν αποκλειστικά συντηρεί την κερδοφορία των μέσων ενημέρωσης, είναι νομοτελειακά αναπόφευκτο. Έτσι, δεδομένων των επιταγών των νόμων της αγοράς και την υποδούλωση των δημοσιογράφων στις επιταγές της εκάστοτε εργοδοσίας τους, ελάχιστα μέσα και ελάχιστοι δημοσιογράφοι καταφέρνουν να αναδείξουν την ύπαρξη και το σκεπτικό, πόσο μάλλον τη δράση αυτών των κινημάτων. Και παρά την υποχρέωση της δημοσιογραφίας να δίνει φωνή σε αυτούς που δεν έχουν.
Παρόλες τις προαναφερόμενες αντίξοες συνθήκες, τα κινήματα που υπερασπίζονται τους τόπους τους και το περιβάλλον έχοντας ως σχεδόν μοναδική φωνή τα κοινωνικά δίκτυα και ως όπλο την αποφασιστικότητα, την αγωνιστικότητα και τη μαχητικότητα κατάφεραν να μην απομονωθούν και να μην περιθωριοποιηθούν κάνοντας αισθητή την παρουσία τους στους δρόμους, ακόμη και στα βουνά. Σπάζοντας το εμπάργκο και καταφέρνοντας σε αρκετές περιπτώσεις νίκες που σχετίζονται με την αναβολή της υλοποίησης των επενδυτικών έργων, αλλά ακόμη και τη ματαίωσή τους. Αποδεικνύοντας στην πράξη ότι ούτε η καταστολή, ούτε οι διώξεις από το Κράτος και τις ιδιωτικές εταιρείες μπορούν να ματαιώσουν τους στόχους, πόσο μάλλον το δίκιο των αγώνων.
Δεδομένων αυτών των εξελίξεων, κάποιες από τις εταιρείες – προφανώς διαπιστώνοντας ότι η άφθονη υποστήριξη που τους δίνει το Κράτος, οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι δικαστικές αρχές δεν επαρκούν και έχοντας πλήρη επίγνωση ότι οι καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον που θα προκύψουν από τη λειτουργία των επενδύσεών τους θα καταστούν περαιτέρω εξόφθαλμες στο εγγύς μέλλον – διαφαίνεται ότι αλλάζουν τακτική, προκειμένου να προχωρήσουν ακόμη ένα βήμα παραπέρα για να φιμώσουν το λόγο και τη δράση αυτών των κινημάτων. Ουσιαστικά, προχωρώντας σε νομικό εκφοβισμό με την άσκηση αγωγών που αξιώνουν υπέρογκες, εξοντωτικές χρηματικές αποζημιώσεις ενάντια σε αγωνιστές που αντιστέκονται στα σχέδιά τους και, πλέον, ενάντια σε δημοσιογράφους.
Πρόκειται για αγωγές που εντάσσονται σε μια πρακτική που ονομάζεται SLAPP (Strategic lawsuits against public participation ή Στρατηγικές αγωγές κατά της συμμετοχής του κοινού). Η πρακτική συνίσταται σε αβάσιμες ή υπερβολικές αγωγές και μηνύσεις που καταθέτει ένας ισχυρός φορέας ή πρόσωπο (κρατικό όργανο, επιχείρηση, στέλεχος, αξιωματούχος) ενάντια σε ασθενέστερα μέρη, όπως, δημοσιογράφους, ακτιβιστές, πολίτες, υπερασπιστές δικαιωμάτων και συλλογικότητες, που ασκούν κριτική. Βασικά αδικήματα που επιστρατεύονται σε αυτές είναι η συκοφαντική δυσφήμιση, η ηθική βλάβη και η παραβίαση των προσωπικών δεδομένων. Αφορούν πράξεις και κριτικές που σχετίζονται με τα δικαιώματα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την προστασία του περιβάλλοντος, τη διαφθορά κρατικών αξιωματούχων ή παράνομες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Ο στόχος είναι ο εκφοβισμός, η εξουθένωση, η απαξίωση και η φίμωση όσων ασκούν κριτική και η αποτροπή άλλων να κάνουν κάτι ανάλογο είτε συμμετέχοντας σε έναν αγώνα, είτε ενημερώνοντας γι’ αυτόν.
Τα πρόσφατα περιστατικά άσκησης τέτοιων αγωγών στη χώρα μας αφορούν:
- Την αγωγή που κατέθεσε η ελληνογερμανική εταιρεία «Ενεργειακή Κυκλάδων» με την οποία απαιτεί 328.000 ευρώ από 100 Τηνιακούς. Η εταιρεία ζητά το προαναφερόμενο ποσό για διαφυγόντα κέρδη και ηθική βλάβη, εξαιτίας των κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας φορέων και κατοίκων του νησιού που απέτρεψαν την εγκατάσταση ανεμογεννητριών. Παράλληλα, αιτείται και την επιβολή ποινής φυλάκισης ενός έτους στους εναγόμενους, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης και συμμετοχής αυτών σε οποιαδήποτε διαμαρτυρία σχετική με εργασίες της στο μέλλον.
- Τις αγωγές των εταιρειών του ομίλου «ΟΝΕΧ», που διαχειρίζονται το ναυπηγείο της Σύρου, εναντίον του Παρατηρητηρίου Ποιότητας Περιβάλλοντας Σύρου (ΠΠΠΣ). Το ΠΠΣΠ, που ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 2020, ανέπτυξε μια σειρά δράσεων για τη θαλάσσια και ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ερμούπολη, καθώς και την ύπαρξη βαρέων τοξικών μετάλλων στο λιμάνι της. Το ΠΠΠΣ δέχτηκε τον Νοέμβριο μια πρώτη αγωγή ύψους 1.000.000 ευρώ από τον όμιλο ΟΝΕΧ για συκοφαντική δυσφήμιση, διαφυγόντα κέρδη και ηθική βλάβη και εν συνεχεία άλλες δύο ανάλογες αγωγές (ύψους 1.000.000 η καθεμία).
- Την αγωγή που κατέθεσε ο Ευστάθιος Λιάλιος, υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας «Ελληνικός Χρυσός», με την οποία απαιτεί αποζημίωση 100.000 ευρώ για ρεπορτάζ της δημοσιογράφου Σταυρούλας Πουλημένη (με απειλή προσωπικής κράτησης της δημοσιογράφου, αν δεν καταβληθούν) και το site alterthess της Θεσσαλονίκης υποστηρίζοντας ότι το ρεπορτάζ («Δύο υψηλόβαθμα στελέχη της Ελληνικός Χρυσός καταδικάστηκαν για ρύπανση του νερού στην Β. Χαλκιδική») συνιστά παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων χωρίς τη συναίνεσή του, ότι προσβάλλει βάναυσα την προσωπικότητά του, ότι του προξένησε ψυχική ταραχή και ψυχικό άλγος και ότι υπέστη ηθική βλάβη. Το ρεπορτάζ αφορούσε την καταδίκη του ενάγοντα αλλά και ενός δεύτερου υψηλόβαθμου στελέχους της «Ελληνικός Χρυσός» σχετικά με ρύπανση των επιφανειακών υδάτων και υποβάθμιση του περιβάλλοντος της βορειοανατολικής Χαλκιδικής μέσα από μια σειρά παραβιάσεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Η αγωγή, που θα εκδικαστεί στις 3/3/2022 δεν κάνει πουθενά λόγο για συκοφαντική δυσφήμιση ή ψευδείς ειδήσεις.
- Τη γνωστοποίηση της εκδίκασης της αγωγής στις 10/2/2022 που κατέθεσε η εταιρεία «WRE ΕΛΛΑΣ» κατά του δημοσιογράφου Τάσου Σαραντή και της «Εφημερίδας των Συντακτών» για ρεπορτάζ με τον τίτλο «Οι ανεμογεννήτριες “γεννούν” βιομηχανία διώξεων» απαιτώντας αποζημίωση 225.000 ευρώ από τον ίδιο και την εφημερίδα. Η εταιρεία κατηγορεί τον δημοσιογράφο για δήθεν «δημοσίευση ψευδών, συκοφαντικών και προσβλητικών για την εταιρεία ισχυρισμών προσβάλλοντας βάναυσα το νομικό πρόσωπο της εταιρείας και θίγοντας ευθέως την επιχειρηματική δραστηριοποίησή της (…) στο πλαίσιο ενός γενικότερου ενορχηστρωμένου σχεδίου». Εξάλλου, η εταιρεία αξιώνει 1.000 ευρώ για κάθε επιπλέον αναφορά στο πρόσωπό της και να απαγγελθεί προσωρινή κράτηση 12 μηνών στο δημοσιογράφο και στον πρόεδρο του Δ.Σ. της εταιρείας που εκδίδει την εφημερίδα, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. Όπως μαρτυρά ο τίτλος και το περιεχόμενο του ρεπορτάζ, η εταιρεία «WRE ΕΛΛΑΣ» είχε επιδοθεί σε μπαράζ μηνύσεων και αγωγών σε όσους είχαν αντιταχθεί στην εγκατάσταση αιολικού πάρκου ιδιοκτησίας της στo χωριό Κουλέντια του Δήμου Μονεμβασίας στην Πελοπόννησο.
Σε ότι αφορά τις εκφοβιστικές αγωγές κατά των δημοσιογράφων, είναι φανερό και στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις ότι ανακύπτει ζήτημα προστασίας της ελευθεροτυπίας καθώς γίνεται απροκάλυπτη απόπειρα φίμωσης του δημοσιογραφικού λόγου. Εντούτοις, τα συνδικαλιστικά σωματεία των δημοσιογράφων ΕΣΗΕΑ και ΕΣΗΕΜΘ -της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αντίστοιχα- περιορίστηκαν σε δυο ολιγόλογες ανακοινώσεις με τις οποίες εκφράζουν τη διαμαρτυρία τους. Επιδεικνύοντας έτσι την πλήρη αδράνειά τους για απόπειρες που απειλούν ευθέως την ελευθερία του Τύπου και, στην πράξη, αφήνοντας τους συναδέλφους μας μόνους τους. Αυτή η απαράδεκτη στάση των σωματείων αποδεικνύει για ακόμη μια φορά την ανάγκη συλλογικοποίησης και της αυτοοργάνωσης από τα κάτω των εργαζομένων στο χώρο των μέσων ενημέρωσης.
Οι απόπειρες ποινικοποίησης των υπερασπιστών του περιβάλλοντος και οι απόπειρες φίμωσης του δημοσιογραφικού λόγου δεν θα περάσουν.
– Καλούμε σε ανοιχτή εκδήλωση με θέμα «Η διάπραξη των περιβαλλοντικών εγκλημάτων συνοδεύεται από διώξεις και αγωγές (SLAPP) ενάντια σε αγωνιστές και δημοσιογράφους» με ομιλητές αγωνιστές, υπερασπιστές του περιβάλλοντος και δημοσιογράφους που μπήκαν στο στόχαστρο των εταιρειών σε χώρο που θα γνωστοποιηθεί μέσα στις επόμενες μέρες.
– Συγκέντρωση στα δικαστήρια της Ευελπίδων στις 10 Φεβρουαρίου όπου εκδικάζεται η αγωγή κατά του δημοσιογράφου Τάσου Σαραντή.
Συνέλευση εργαζόμενων, ανέργων και φοιτητών στα ΜΜΕ