Τα επεισόδια στο ΕΠΑΛ Ευόσμου – Πώς είναι να σε κυνηγάνε 50 κουκουλοφόροι επειδή κάνεις ρεπορτάζ, γράφει η ιστοσελίδα thesstoday δημοσιογράφος της οποίας έγινε στόχος των φασιστών στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης, προπηλακίστηκε και κινδύνεψε. Η αστυνομία ήταν άφαντη κι όταν εμφανίστηκε (όπως διαβάζουμε) έδειξε τη δημοσιογραφική ταυτότητα της στους φασίστες για να την αφήσουν ήσυχη! Η ίδια η ρεπόρτερ Ελ΄ένα Τουκουσμπαλίδου περιγράφει τα όσα βίωσε: << Υπάρχουν κάποια κείμενα που είναι δύσκολο να γραφτούν. Παρότι όταν δουλεύεις ως ρεπόρτερ σε ειδησεογραφικό σάιτ το χέρι σου λύνεται στο να γράφεις εύκολα και γρήγορα, όταν το θέμα αφορά επίθεση προς εσένα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε τραυματισμό, σοβαρό τραυματισμό ή θανάσιμο τραυματισμό, εκεί νιώθεις έναν κόμπο.
ο πρωί της 30ης Σεπτεμβρίου κλήθηκα να καλύψω με ρεπορτάζ την κατάσταση στο 1ο ΕΠΑΛ Ευόσμου, αφού είχε προηγηθεί ένα διήμερο σοβαρών επεισοδίων στο 1ο-2ο ΕΠΑΛ Σταυρούπολης. Όσο ήμουν στο ταξί καθοδόν για το σχολείο, με την αγωνία να προλάβω κάτι, καθώς η ένταση είχε ήδη σημειωθεί, άκουγα από έναν συνάδελφο στο ραδιόφωνο πως η αστυνομία είχε αποχωρήσει από το σημείο. Πληροφορία που κράτησα αλλά δεν περίμενα πως θα αποδειχθεί εξαιρετικά σημαντική.
Στις 12.10 έφτασα όσο πιο κοντά γινόταν στο ΕΠΑΛ, αφού ο δρόμος ήταν κλειστός, και ανέβηκα την ανηφόρα της Σμύρνης μέχρι να φτάσω στο σχολείο. Το σημείο ήταν άδειο από αστυνομικούς και δημοσιογράφους. Ήμουν μόνη, με εξαίρεση έναν συνάδελφο που χαιρέτησα λίγο πιο πέρα. Περνούσα ανάμεσα από μαθητές που βρίσκονταν διάσπαρτα πάνω στο δρόμο και όταν έφτασα στο σημείο τράβηξα τρεις φωτογραφίες. Οι δύο φωτογραφίες απεικόνιζαν τον δρόμο και η μία κάποιους μαθητές από μακριά (όπου τα πρόσωπα αργότερα θα καλύπτονταν με μωσαϊκό). Το «κλικ» αυτό με το κινητό ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει ένα κύμα οργής και μίσους καταπάνω μου, που όμοιό του δεν έχω ζήσει ξανά.
Παιδιά με κουκούλες, μπαλακλάβες, κράνη και μάσκες ξεκίνησαν να με προπηλακίζουν, να φωνάζουν «τι τράβηξες π@@@@να», «η κα@@@λα έβγαλε βίντεο» και αφού γύρισα και τους απάντησα πως δεν έχω βγάλει βίντεο, ξεκίνησα να κατεβαίνω για να βρω ένα πιο ασφαλές μέρος. Όσο κατέβαινα οι ύβρεις κλιμακώνονταν, τα άτομα που ήταν έξω απ΄το σχολείο με ακολουθούσαν και όσο με πλησίαζαν συσπείρωναν κι άλλους για να έρθουν προς το μέρος μου. Εγώ άνοιγα το βήμα μου και πλέον περπατούσα τρομαγμένη ανάμεσά τους. «Γύρνα να δούμε τη φατσούλα σου», φώναξε ένα παιδί και ήξερα ότι με τραβούσαν βίντεο. Κάποια στιγμή ένας με έπιασε από το μπράτσο και με γύρισε προς τη μεριά των παιδιών. Είδα σε απόσταση αναπνοής ένα κινητό να με βιντεοσκοπεί. Είχα στοχοποιηθεί πλήρως.
Περπατάω όλο και πιο γρήγορα με τον χρόνο να μοιάζει να κυλά εκείνη τη στιγμή απελπιστικά αργά. Και ξαφνικά ενώ νιώθω πως έχω κάπως απομακρυνθεί, σκάει δίπλα μου στον δρόμο ένα γυάλινο μπουκάλι. Και μια πέτρα. Γυρνάω και βλέπω έναν μαύρο όχλο να τρέχει καταπάνω μου. Τρέχω με όλη μου τη δύναμη για να βρω τον συνάδελφο που είχα χαιρετήσει πριν λίγα λεπτά. Τρόμος. Τρόμος που αποτυπώθηκε στη φωτογραφία – ντοκουμέντο του ThessToday.gr. Δεν υπήρχε αστυνομία κάπου κοντά να με βοηθήσει. Ήμουν μόνη εναντίον όλων. Δεν ήξερα προς τα πού να τρέξω, προς τα πού να πάω, ποιος θα με βοηθήσει.
Τρέχοντας, είδα επιτέλους τον συνάδελφο, ο οποίος λειτουργούσε κάπως σαν placebo στο μυαλό μου. Θα πάω σε αυτόν και θα είμαι πιο ασφαλής. Αστεία σκέψη. Αντί να είμαστε μία εναντίον 50-60 ατόμων, θα ήμασταν δύο. Τους νιώθω να με ακουμπάνε, να με πλησιάζουν. Με στριμώχνουν στη γωνία ενός κτιρίου. Πουθενά δίπλα μου δυνάμεις της ΕΛΑΣ. Ένιωθα πως είχα αφεθεί στην τύχη μου. Ο συνάδελφος που μόλις με είχε δει ξεκίνησε να τρέχει κι αυτός. Μας είχε συμπαρασύρει το ίδιο μαύρο κύμα του μίσους.
«Δείξε μας τι τράβηξες», «σβήσε τα βίντεο», «φέρε εδώ το κινητό να δούμε». Άτομα μου φωνάζουν, με πιάνουν, με σπρώχνουν, με τραβολογάνε. «Δε θα σε χτυπήσουμε, δεν θα σε πειράξουμε», λέει ένας. «Και γιατί μου πετάξατε μπουκάλι και πέτρα άμα δεν θέλετε να με πειράξετε;», φώναξα εγώ μέσα στην απόγνωση και στον τρόμο. Ο συνάδελφος όλη εκείνη την ώρα διατηρεί την ψυχραιμία του και προσπαθεί να τους εμποδίσει να πέσουν πάνω μου. «Αφήστε την κοπέλα!». Νιώθω πως τρέμει όλο το σώμα μου και πως θα λιποθυμήσω. «Κράτα καλά το κινητό, μη αφήσεις να στο πάρουν», σκέφτομαι συνέχεια. Ένα κορίτσι γύρω στα 17 ουρλιάζει εναντίον μου. Σκεφτόμουν πως κανείς δεν θα έρθει να μας σώσει. Απελπισία. Εκείνα τα λεπτά δεν θα τα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.
Ξαφνικά, από πλάγια, έρχεται ένας αστυνομικός της κρατικής ασφάλειας, ντυμένος πολιτικά. Μπαίνει μπροστά μου. Αρχίζει να τους μιλάει. Βγάζω από την τσάντα κατευθείαν τη δημοσιογραφική ταυτότητα και του τη δείχνω. «Δώσε τη σε μένα», λέει. Παίρνει την ταυτότητα και τη σηκώνει ψηλά να τη δουν οι κουκουλοφόροι. «Η κοπέλα είναι δημοσιογράφος. Έχει δικαίωμα να τραβήξει υλικό».
Έχοντας μπροστά μου τον αστυνομικό και τον συνάδελφο, κάνουμε σιγά σιγά βήματα να φύγουμε από το κολαστήριο. Μας απομακρύνει. Έρχεται ένας ακόμη αστυνομικός με πολιτικά και μας φυγαδεύουν. Περνάμε από ισόγεια πάρκινγκ πολυκατοικιών, πηδάμε έναν μαντρότοιχο και τρέχουμε μέσα από τα στενά. Δεν ήξερα που βρίσκομαι. «Πάμε καλύτερα στο τμήμα», λέει. Χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης, του λέω πως πρέπει να κάνω ρεπορτάζ, είμαι εδώ για δουλειά. Εν τέλει με αφήνει στο τμήμα και φεύγει. Ίσως χρωστάω τη ζωή μου σε αυτόν τον άνθρωπο. Ήρθε μόνος, χωρίς ενισχύσεις και με πήρε μακριά από ένα σμήνος κουκουλοφόρων που με κυνηγούσαν με κράνη, καδρόνια, μπουκάλια και πέτρες, ίσως και μαχαίρια.
Ένας ψυχολόγος θα ήταν πιο αρμόδιος από μένα ώστε να μιλήσει για την ψυχολογία του όχλου. Αν έβλεπε τις σκηνές που βίωσα θα είχε πολλά να πει γι΄αυτό το φαινόμενο. Άτομα βίαια, οργισμένα, φανατισμένα, χωρίς ιδεολογία, που όλα μαζί ένιωθαν ομάδα, ένιωθαν πως κάνουν το σωστό. Και το σωστό γι΄αυτούς ήταν να επιτεθούν στον εχθρό που εκείνη τη στιγμή έτυχε να τον βλέπουν στο πρόσωπό μου. Το δηλητήριο του φασισμού που κυλάει γύρω μας όμως δημιουργεί στα μάτια αυτών των ανθρώπων πολλούς εχθρούς. «Εχθροί» που μπορεί την επόμενη φορά να μη σταθούν τόσο τυχεροί όσο εγώ.