Αναδημοσίευση από το info-war
Του Ανδρέα Κοσιάρη
Το πρωί της 26ης Φεβρουαρίου 2018, Σλοβάκοι αστυνομικοί καλούνταν στο σπίτι του δημοσιογράφου Γιαν Κούτσιακ, σε ένα χωριό περίπου 65 χιλιόμετρα έξω από την πρωτεύουσα Μπρατισλάβα, από συγγενείς του δημοσιογράφου που εδώ και μέρες είχαν χάσει επαφή μαζί του. Μέσα στο σπίτι οι αστυνομικοί θα έβρισκαν το πτώμα του Κούτσιακ, με δύο σφαίρες στο στήθος, και της μνηστής του Μαρτίνα Κουσνίροβα, με μία σφαίρα στο κεφάλι. Η δολοφονία του 27χρονου δημοσιογράφου και της μνηστής του, που είχε γίνει πέντε ημέρες νωρίτερα, στις 21 Φεβρουαρίου, δεν έγινε μέρα μεσημέρι σε κοινή θέα, όπως η δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ. Προκάλεσε όμως μία άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση, διαδηλώσεις δεκάδων χιλιάδων Σλοβάκων πολιτών και, εν τέλει, την παραίτηση του πρωθυπουργού Ρόμπερτ Φίτσο και της κυβέρνησής του.
Στην Ελλάδα δεν φαίνεται να υπάρχουν τέτοιου είδους ευαισθησίες. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αντέδρασαν πιο γρήγορα από την ελληνική κυβέρνηση στην είδηση της δολοφονίας – χρειάστηκε να περάσει ένα 24ωρο για να υπάρξει ένα λιτό μήνυμα του Κ. Μητσοτάκη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και δηλώσεις του αρμόδιου υπουργού Μ. Χρυσοχοΐδη πως «πολύ γρήγορα, όπως κάνει πάντα η Ελληνική Αστυνομία, θα βρει τους ενόχους και θα τους παραδώσει στην δικαιοσύνη». (Η δήλωση αυτή θα πρέπει να μπει στην πολύτομη συλλογή με τις τραγικωμικές δηλώσεις Χρυσοχοΐδη – μια άλλη δολοφονία δημοσιογράφου, του Σωκράτη Γκιόλια, επί της θητείας του ίδιου πολιτικού στο ίδιο υπουργείο, παραμένει ανεξιχνίαστη περισσότερο από μία δεκαετία αργότερα.)
Τα ξένα ΜΜΕ έχουν ασχοληθεί περισσότερο με την υπόθεση από τα περισσότερα ελληνικά, ορισμένα εκ των οποίων «ξέχασαν» έστω να αναφέρουν την υπόθεση στα πρωτοσέλιδα της επόμενης ημέρας.
Και οι πολίτες, μουδιασμένοι ίσως από τις πολύπλευρες επιθέσεις της κυβέρνησης σε κεκτημένα και ελευθερίες, και κουρασμένοι από την τραγικά ανεπαρκή αντιμετώπιση της πανδημίας και το πολύμηνο λοκντάουν του ελεύθερου χρόνου τους, αρκέστηκαν σε ειρωνικά σχόλια στο ίντερνετ.
Καμία συγκέντρωση δεν έχει προαναγγελθεί μέχρι στιγμής για να απαιτηθεί διαλεύκανση της υπόθεσης και «εκκαθάριση» του κρατικού μηχανισμού από τη διαφθορά, κανένας υπουργός της ελληνικής κυβέρνησης δεν είχε την ευθιξία να παραιτηθεί.
Στη Σλοβακία χρειάστηκαν μόλις δύο ημέρες από την ανακάλυψη των πτωμάτων του Κούτσιακ και της Κουσνίροβα για να έρθει η πρώτη παραίτηση, του υπουργού Πολιτισμού Μάρεκ Μάντιαριτς, ο οποίος δήλωσε «δεν μπορώ να διαχειριστώ το γεγονός ότι ένας δημοσιογράφος δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας μου». Η παραίτηση του αρμόδιου υπουργού Εσωτερικών, Ρόμπερτ Κάλινιακ, ήρθε δύο εβδομάδες αργότερα, στις 12 Μαρτίου 2018, ενώ η παραίτηση του Πρωθυπουργού Ρόμπερτ Φίτσο, ανακοινώθηκε στις 14 του ίδιου μήνα και έγινε δεκτή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μία ημέρα αργότερα.
Οι υπουργοί της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν δείχνουν να έχουν παρόμοια ευθιξία. Η δολοφονία ενός δημοσιογράφου αντιμετωπίζεται εδώ στον Νότο, σε αντίθεση με την κεντροευρωπαϊκή Σλοβακία, ως ένα γεγονός θλιβερό μεν, αλλά κοινότοπο.
Η έλλειψη αντιδράσεων από τους πολίτες ίσως να οφείλεται και στο κάπως διαφορετικό προφίλ των δύο δολοφονημένων δημοσιογράφων. Ο Κούτσιακ δεν είχε κάνει ποτέ «ρεπορτάζ» γραμμένο από τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση, περί «ιπτάμενων αναρχικών» για παράδειγμα. Ήταν πρωτοπόρος στη Σλοβακία στο ρεπορτάζ για την επιχειρηματική και κρατική διαφθορά.
Υπάρχουν όμως και κοινά μεταξύ του Κούτσιακ και του Καραϊβάζ. Το διάστημα πριν τη δολοφονία του, ο Σλοβάκος δημοσιογράφος είχε επικεντρωθεί σε υποθέσεις γύρω από τον επιχειρηματία Μάριαν Κότσνερ, ο οποίος φέρεται να έχει στενές επαφές με τις Σλοβακικές μυστικές υπηρεσίες και με το τότε κυβερνόν κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών, αλλά και γύρω από τις σχέσεις Σλοβάκων επιχειρηματιών με την Ιταλική μαφία Ντρανγκέτα.
Αντίστοιχα, το τελευταίο διάστημα ο Γιώργος Καραϊβάζ δημοσίευε κυρίως στην ιδιόκτητη ιστοσελίδα του, bloko.gr, θέματα που είχαν να κάνουν με τις σχέσεις κυκλωμάτων μαφίας με την Ελληνική Αστυνομία και με τις πρόσφατες εκτελέσεις επιχειρηματιών που φέρονταν να εμπλέκονται σε αυτά τα κυκλώματα.
Οι παραλληλισμοί εδώ είναι σαφείς. Άμεση αιτία της δολοφονίας και των δύο δημοσιογράφων ήταν, όπως όλα δείχνουν, η ενασχόλησή τους με τη διαφθορά και τις σχέσεις του οργανωμένου εγκλήματος με τους κρατικούς μηχανισμούς.
Αποδεδειγμένα, στην περίπτωση του Κούτσιακ, καθώς υπάρχουν πλέον καταδίκες του δολοφόνου του Μίροσλαβ Μάρτσεκ, και ενός εκ των ηθικών αυτουργών που έλαβε και προώθησε την εντολή για τη δολοφονία, Ζολτάν Αντρούσκο. Ο φερόμενος ως αρχικός εντολέας της δολοφονίας, επιχειρηματίας Κότσνερ και η συνεργάτιδά του Αλένα Ζσούζσοβα, που φέρεται να προώθησε την εντολή δολοφονίας στον Αντρούσκο, αθωώθηκαν πρωτόδικα λόγω «ανεπάρκειας στοιχείων». Η υπόθεση όμως βρίσκεται στο στάδιο της επανεξέτασης, ενόσω και οι δύο τους βρίσκονται στη φυλακή – ο Κότσνερ για υπόθεση πλαστογράφησης και η Ζσούζσοβα για υπόθεση δολοφονίας ενός πρώην δημάρχου το 2010. Και για τους δύο εκκρεμούν και άλλες υποθέσεις.
Στην περίπτωση Καραϊβάζ, ίσως είναι νωρίς ακόμα για να υπάρξουν τέτοιου είδους εξελίξεις. Κρίνοντας όμως από υποθέσεις όπως η δολοφονία Γκιόλια, που δεν εξιχνιάστηκε ποτέ, η υπόθεση Μαρφίν που ανοιγοκλείνει όποτε απαιτείται η επικοινωνιακή εκμετάλλευσή της από την κυβέρνηση, και οι υποθέσεις εκτελέσεων επιχειρηματιών των τελευταίων μηνών, στις οποίες δεν φαίνεται να υπάρχει καμία δικαστική κινητικότητα, δεν μπορεί κανείς να είναι αισιόδοξος πως δεν θα μπει απλά στον κουβά των ξεχασμένων υποθέσεων. Αυτών που ανασύρονται όποτε χρειάζεται να δημιουργηθούν εντυπώσεις, αλλά όσοι τράβηξαν σκανδάλες και όσοι έδωσαν εντολές δεν κάθονται ποτέ στο εδώλιο του κατηγορούμενου.
Η απαισιοδοξία εντείνεται από τη στάση του δημοσιογραφικού κόσμου, ο οποίος δηλώνει «σοκαρισμένος» αλλά συνεχίζει να λιβανίζει μια ανίκανη κυβέρνηση που, αν και έχει διορίσει απίστευτο αριθμό αστυνομικών, αφήνει το οργανωμένο έγκλημα να δρα ανεξέλεγκτο. Αλλά και από τη στάση των πολιτών, που δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται την απειλή για το πολίτευμα και τη χώρα από τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος και τις σχέσεις του με τον κρατικό και παρακρατικό μηχανισμό.
Δεν ξέρω αν είμαστε Κολομβία ή Μεξικό, αλλά σίγουρα δεν φαίνεται να είμαστε Σλοβακία.