Από τον Γιάννη Ανδρουλιδάκη στη σελίδα του στο fb
Για τρίτη φορά μέσα σε πέντε μήνες, δημοσιογράφος του δημοτικού ραδιοσταθμού της Λάρισας δέχεται «εξωτερικές ενοχλήσεις» επειδή μίλησε για την αστυνομική βία. Την πρώτη φορά ήταν ο συνάδελφος Η. Σ., του οποίου ζήτησε την απόλυση το «συνδικαλιστικό» (#not) όργανο των αστυνομικών, τη δεύτερη μουσικός παραγωγός ο οποίος σταμάτησε την εκπομπή του, και τώρα η δημοσιογράφος Δ.Θ. η οποία δέχθηκε σχετικό επιθετικό τηλεφώνημα από δημοτικό σύμβουλο, επειδή αναφέρθηκε στην υπόθεση του αστυνομικού που έσπασε το χέρι ενός 13χρονου αγοριού σε πλατεία της πόλης.
Στο θέμα αναφέρθηκε και ο δήμαρχος, εκλεγμένος με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αφού εξήρε τις σχέσεις του Δήμου με την αστυνομία, κάλεσε όλες τις πλευρές «να μη ρίχνουν λάδι στη φωτιά». Αυτό σημαίνει, αν καταλαβαίνω σωστά (ελπίζω ότι καταλαβαίνω λάθος), η μεν αστυνομία να μη σπάει τα χέρια μικρών παιδιών, οι δε δημοσιογράφοι -αν τυχόν συμβεί και σπάσει κανένα- να μην κάνουν φασαρία. Δεν έχω αμφιβολία ότι στην κοινωνία, ανάμεσά μας, υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που ξεχειλίζουν βεβαιότητα ότι αποτελεί ηθικό τους δικαίωμα να υπερασπίζονται την αστυνομία για ό,τι κάνει και να κουνάνε το δάκτυλο σε όσους δημόσια στέκονται απέναντί της.
Αυτό που με προβληματίζει δεν είναι από πού αντλούν τη βεβαιότητα, αλλά από πού πήραν το θάρρος. Και η απάντηση, φοβάμαι, ότι είναι ότι το πήραν από πάρα πολλούς άλλους δημοσιογράφους. Από διάφορους τύπους οι οποίοι θεώρησαν κατά καιρούς ότι δουλειά τους είναι -στην καλύτερη περίπτωση- να διαβάζουν από μικροφώνου τις ανακοινώσεις της αστυνομίας ή -στην χειρότερη- να γίνονται αυτοί η φωνή που κουβαλά τις εικασίες της, τις «εξηγήσεις» της και τα αστυνομικά non paper. Δεν είναι λίγοι και δεν κάνει να γελιόμαστε.
Σχεδόν κάθε υπόθεση στην οποία εμπλέκεται η αστυνομία, έχει καλυφθεί από τα ΜΜΕ με αποκλειστική εκδοχή την εκδοχή της αστυνομίας, έως ότου τουλάχιστον κάποια πολύ ισχυρή απόδειξη (συνήθως προερχόμενη από βίντεο) αναγκάσει τους δημοσιογράφους να ψιθυρίσουν και μια εναλλακτική εκδοχή. Οι ενώσεις των δημοσιογράφων και τα πειθαρχικά τους συμβούλια, έχουν σταθερά αποφύγει να στηλιτεύσουν ή έστω να συζητήσουν το θέμα -τουναντίον, έχουν μαζικά ξεπλύνει όσους δημοσιογράφους διακίνησαν αστυνομικά fake news.
Σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναρωτιέται κανείς αν ο θυρεός της ΕΣΗΕΑ, σύμφωνα με τον οποίον «Η δημοσίευση είναι η ψυχή της δικαιοσύνης» έχει αντικατασταθεί άρρητα από την παραδοχή ότι ψυχή της δικαιοσύνης είναι η αστυνομία. Η αλληλεγγύη στους συναδέλφους μας που κάνουν τη δουλειά τους δεν έχει καμία αξία αν περιορίζεται σε ανακοινώσεις των σωματείων κάθε φορά που κάποιος διώκεται επειδή δημοσίευσε κάτι ή είπε τη γνώμη του. Περνάει μέσα από τη σύγκρουση με αυτή τη μορφή «δημοσιογραφίας» που θεωρεί μοναδική πηγή πληροφορίας την εξουσία και την ΕΛΑΣ.
Εάν δεν το κάνουμε αυτό, εάν δεν αρχίσουμε να αμφισβητούμε την δημοσιογραφική ιδιότητα σε αυτούς που λειτουργούν ως παπαγαλάκια, αν δεν αντιληφθεί ο κλάδος ότι το να βγαίνουν «δημοσιογράφοι» σαν τη συμπαρουσιάστρια του Φουρθιώτη και να λένε ότι είχαν συμφωνία με την αστυνομία και να μην κουνιέται φύλλο συνδικαλιστικά, πάντα θα βρίσκονται εκατό βλαμμένοι που θα παίρνουν θάρρος για να μας απειλήσουν όταν δεν θα γινόμαστε ντουντούκες της χωροφυλακής.