Γράφει στο stonisi.gr o Παντελής Προμπονάς
Σβήνω και γράφω εδώ και μέρες προκειμένου να καταθέσω κάποιες σκέψεις για όσα συμβαίνουν με την Έλενα Ακρίτα. Σκεπτόμουν μια άλλη εποχή για τις εφημερίδες που ήταν σχολεία γραφιάδων και φιλοξενούσαν στις σελίδες τους βαρυσήμαντες υπογραφές, σκεπτόμουν μια εποχή κατά την οποία η “γραμμή” του κάθε φύλλου ήταν ένα πολύ συνθετότερο φαινόμενο από ένα απλό μπιλιέτο του αφεντικού κι αν ποτέ πωλούνταν κόστιζε ακριβότερα, σκεπτόμουν τη στάση της Ελένης Βλάχου και του εκδοτικού της συγκροτήματος σχετικά με το νομοσχέδιο -του νεοεκλεγέντος και αντίπαλου ΠΑΣΟΚ- για την αναγνώριση της ΕΑΜικής αντίστασης.
Ωστόσο γρήγορα διαπίστωσα πως η στάση μας έναντι στα μέσα δεν είναι ζήτημα νοσταλγίας. Δε προφητεύεται άλλωστε καμία παλινόρθωση μιας άλλης εποχής της δημοσιογραφίας (αν υπήρξε κι αυτή ποτέ) ή μη μόνον ένα συγκεχυμένο μέλλον για την διάδοση της πληροφορίας, για την επιφυλλίδα ως κειμενικό είδος που έφτασε να διδάσκεται μέχρι και στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας, για τους πνευματικούς ανθρώπους.
Αυτό το μέλλον δημιουργεί κρίση στην παραδοσιακή εξουσία των μέσων αλλά ταυτόχρονα και μεγάλα περιθώρια δημοκρατικού ελέγχου αυτών. Τι άραγε κατάφερε η διεύθυνση της άλλοτε ναυαρχίδας των προοδευτικών εντύπων με τη λογοκρισία ενός άρθρου μιας εκ των κορυφαίων δημοσιογράφων της; Να διαβαστεί το άρθρο από χιλιάδες ανθρώπους που δεν είχαν διανοηθεί στη ζωή τους ποτέ να αγοράσουν τα Νέα, να τραυματιστεί οριστικά η αξιοπιστία τους και να απομακρύνουν ένα όνομα από το δυναμικό τους που είτε αρέσει είτε όχι ήταν κομμάτι του brand. Για υμνολόγους της ελεύθερης αγοράς και των αρχών τους πολύ κακή επίδοση έχω να πω.
Ο έλεγχος της πληροφορίας, της κριτικής και της γνώμης για την -όποια- εξουσία σήμερα μοιάζει με αυταπάτη, μια μορφή μπανάλ τσαμπουκά που σε λίγα χρόνια ούτε αυτός δε θα έχει καμιά σημασία. Βεβαίως οι πολίτες θα έχουν χρυσοπληρώσει την εξαγορά αυτού του ελέγχου από τους κρατούντες αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Αυτό άλλωστε καθίσταται σαφές πια σε άλλες γωνιές του πλανήτη όπου πλατφόρμες ολόκληρες επιχειρείται να σιωπήσουν, εγχειρήματα που και αυτά στέκονται αδύναμα μπροστά σε ένα απλό vpn.
Τι μένει πια στη φαρέτρα για την αντιμετώπιση των αντιφρονούνων; Η προσωπική επίθεση με όποιο πρόσφορο μέσο μαρτυρά η πολυμεσική ζωή μας και η εμφάνιση της καταστρατήγησης του πλουραλισμού ως αίτημα. Η Ακρίτα είναι “καταθλιπτική” (έχοντας μιλήσει ανοιχτά για τη μάχη της με τη κατάθλιψη) και πρέπει να πάει να γράφει στην Αυγή ή το Ντοκουμέντο για να τη διαβάζουν οι “ζαίοι”. Ο κακοποιητικός λόγος που αρθρώθηκε στα social μετά τη δημοσιοποίηση της λογοκρισίας της Ακρίτα μοιάζει με δυστοπική εικόνα ενός αντιδημοκρατικού μέλλοντος που δε θέλει κανείς να ζήσει, ούτε οι ίδιοι που τον εκφράζουν. Το αίτημα για τη δημιουργία “καθαρών” πλατφορμών που ευαγγελικά θα εκφράζουν τις πεποιθήσεις του χρήστη στη ψυχαγωγία, την ενημέρωση, τη κατανάλωση παρουσιάζεται ως σχεδόν ανακουφιστικό και πολύ φοβάμαι ωστόσο πως βρίσκεται εγγύτερα από ότι νομίζουμε.
Δυστυχώς μια “ευγονική” των media έρχεται να απαντήσει ως προϊόν σε μια διαμορφωμένη ανάγκη, στις υφιστάμενες πεποιθήσεις σχετικά με το φύλο, τη φυλή, την εθνότητα, την αρτιμέλεια, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ψυχική κατάσταση που δρουν διάχυτες στη κοινωνία.
Και κάτι τελευταίο: διαβάζω την δημοσιογράφο και τη συγγραφέα Ακρίτα αρκετά χρόνια και αυτό που πιστεύω πως αλήθεια ενοχλεί δε σχετίζεται πρωτίστως με το λογοκριμένο άρθρο της αλλά με τη θεματογραφία της. Το να λογοποιήσεις σύνθετα φαινόμενα και δια της τέχνης σου να τα καθιστάς εύληπτα σε ένα ευρύ κοινό αλλάζει συνειδήσεις. Γιατί να επιτραπεί λοιπόν σε μια πένα ελεύθερη να αλλάζει συνειδήσεις όταν εξαγοράζονται ευκολότερα; Ιδού ένας θλιβερός κυνισμός της εποχής μας και ειλικρινά λυπάμαι για τους θιασώτες του.