Από τις 6 Νοεμβρίου ξεκίνησε να τρέχει σταδιακά η διαδικασία απόδοσης του Ψηφιακού Μερίσματος II, με την οποία προβλέπεται η αποκοπή του φάσματος των 700MHz (κανάλια 50-59 των UHF) από τις τηλεοπτικές συχνότητες, καθώς θα χρησιμοποιείται πλέον από τους παρόχους της κινητής τηλεφωνίας για την απρόσκοπτη ανάπτυξη και λειτουργία των δικτύων 5G σε ολόκληρη τη χώρα. Για το τι σημαίνει αυτό για την ψηφιακή τηλεόραση και την περχόμενη ψηφιακή υποβάθμιση γράφει ο Χάρης Ματθαίου στο digitaltvinfo.gr, από όπου αναδημοσιεύουμε
Σημειώνεται ότι οι εταιρείες που έχουν προεπιλεγεί από την ΕΕΤΤ για να συμμετέχουν στη δημοπρασία για τη Χορήγηση Δικαιωμάτων Χρήσης Ραδιοφάσματος στις ζώνες ραδιοσυχνοτήτων των 700MHz, 2GHz, 3400-3800MHz και 26GHz είναι οι εξής:
1. Vodafone-Panafon Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Τηλεπικοινωνιών
2. Cosmote Κινητές Τηλεπικοινωνίες Α.Ε.
3. Wind Ελλάς Τηλεπικοινωνίες
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που συμφωνήθηκε από κοινού από τους 2 παρόχους ΕΡΤ και DIGEA, η μετάβαση στις νέες κατοχυρωμένες συχνότητες της χώρας ξεκίνησε τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής 6 Νοεμβρίου από τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου και συγκεκριμένα τη Λέσβο, τη Λήμνο, τη Χίο και τα Ψαρά, ενώ προβλέπεται να ολοκληρωθεί στις 30 Σεπτεμβρίου του 2021 στην Κρήτη. Για την περιοχή της Αττικής η μετάβαση στις νέες συχνότητες προβλέπεται να γίνει στις 10 Αυγούστου του 2021, ενώ για τη Θεσσαλονίκη αυτό θα συμβεί νωρίτερα και συγκεκριμένα στις 19 Μαρτίου. Σε ότι αφορά τους κατοίκους των εκάστοτε περιοχών, θα πρέπει να εκτελέσουν επανασυντονισμό της τηλεόρασης.
Πόσο όμως μπορεί να αναβαθμιστεί η τηλεόραση συνολικά από αυτήν την ψηφιακή μετάβαση; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ας δούμε τι συμβαίνει στις άλλες χώρες της Ευρώπης. Ταυτόχρονα με το 2ο Ψηφιακό Μέρισμα, οι περισσότερες σχεδιάζουν την ολοκλήρωση της μετάβασης στο νέο πρότυπο επίγειας ψηφιακής εκπομπής, δηλαδή στο DVB-T2/HEVC.
Είναι χαρακτηριστικό ότι παράλληλα με το ξεπερασμένο πλέον DVB-T, η Αγγλία, το Βέλγιο, η Ιταλία, η Σουηδία, η Φινλανδία, η Σερβία, η Κροατία, η Πολωνία, η Ισπανία, η Τσεχία, η Ρουμανία, η Αρμενία, η Εσθονία, η Αλβανία, αλλά και άλλες ακόμα χώρες, χρησιμοποιούν εδώ και αρκετά χρόνια παράλληλα και το DVB-T2, ενώ η Γερμανία και η Αυστρία έχουν εφαρμόσει πλήρως το DVB-T2/HEVC. Γιατί άραγε οι χώρες αυτές έχουν επιλέξει τη μετάβαση σε αυτό το σύγχρονο πρότυπο και γιατί καμία από τις κυβερνήσεις τους δεν αντιμετώπισε με ευαισθησία το μείζον κοινωνικό ζήτημα (!) της πιθανής ανάγκης για αγορά νέου εξοπλισμού, που το κόστος του υπολογίζεται στα 25 περίπου ευρώ; Γιατί με λιγότερες συχνότητες έχουν πρακτικά διαθέσιμο μεγαλύτερο εύρος ζώνης και μπορούν να προσφέρουν στους πολίτες τους περισσότερα τηλεοπτικά κανάλια και με αναβαθμισμένη ποιότητα εικόνας High Definition.
Αντίθετα, οι Έλληνες ως «άριστοι» και πάντα πρωτοπόροι, ακολουθούμε το δικό μας δρόμο και διατηρούμε το DVB-T, με λιγότερες μάλιστα πλέον διαθέσιμες συχνότητες, αλλά με το πλεονέκτημα ότι δεν απαιτείται η αγορά νέου εξοπλισμού! Επιλέγουμε δηλαδή σαν χώρα τη συνειδητά χαμηλότερη ποιότητα του τηλεοπτικού σήματος, καθώς με τις λιγότερες διαθέσιμες συχνότητες θα υποβαθμιστεί ακόμα περισσότερο η εικόνα των περιφερειακών καναλιών, ενώ η εκπομπή σε υψηλή ευκρίνεια (που προβλεπότανε άλλωστε στο νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες μέχρι να εφαρμοστεί το DVB-T2) γίνεται πρακτικά αδύνατη.
Επιπλέον μάλιστα, το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει να καταβάλλει και χρηματική αποζημίωση στη DIGEA για τον περιορισμό της υφιστάμενης πλέον χωρητικότητάς της με το DVB-T, κάτι που δε θα συνέβαινε εάν είχε επιλεγεί η μετάβαση στο DVB-T2! Για να γίνει όμως η μετάβαση στο DVB-T2 απαιτούνται και οι απαραίτητες επενδύσεις, κάτι που θα ήταν αναπόφευκτο για τον πάροχο αν η ίδια η μετάβαση στο DVB-T2 ήταν νόμος του κράτους, με σαφές χρονοδιάγραμμα. Και βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ίδια (η DIGEA) το 2016 δήλωνε υπέρμαχη της τεχνολογίας του DVB-T2 και θεωρούσε τη μετάβαση σε αυτήν μονόδρομο!