Αναδημοσίευση από το info-war
Από τον Αρη Χατζηστεφάνου
Ένα εντυπωσιακό αυτογκόλ φαίνεται ότι πέτυχε η Athens Voice ρωτώντας τους αναγνώστες της αν συμφωνούν με το διαφημιστικό σποτ του ΣΥΡΙΖΑ. Τη στιγμή που το δοκιμάσαμε το 85% δήλωνε ότι συμφωνεί. Αν και η δημοσκόπηση δεν διεκδικεί επιστημονικές δάφνες φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στα αισθήματα που τρέφουν οι πολίτες για τους δημοσιογράφους. Σύμφωνα με στοιχεία από το ευρωβαρόμετρο, που δημοσιεύθηκαν τον Φεβρουάριο, το 85% των Ελλήνων θεωρεί ότι «στα ελληνικά ΜΜΕ και το διαδίκτυο συναντά συχνά ειδήσεις που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα ή είναι ακόμα και ψευδείς». Παράλληλα η χώρα συγκεντρώνει το υψηλότερο ποσοστό δυσπιστίας στην τηλεόραση (78%).
Υπό μια έννοια λοιπόν όσοι δημοσιογράφοι θίχτηκαν για την «συλλήβδην» καταδίκη του κλάδου απλώς αγνοούν ή κάνουν ότι αγνοούν την εικόνα που έχει η κοινωνία για το επάγγελμά μας.
Για τον μέσο πολίτη στην Ελλάδα, δημοσιογράφος δεν είναι αυτός που ενημερώνει τον κόσμο ελέγχοντας την εξουσία. Για τον μέσο πολίτη δημοσιογράφος είναι η Χούκλη, η οποία επιβραβεύτηκε για την χυδαία δημοσιογραφία που ασκούσε στον ΑΝΤ1 την εποχή του δημοψηφίσματος με μια θέση στο επικοινωνιακό επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου. Είναι ο Πιπίνης που αντί να διαγραφεί από την ΕΣΗΕΑ για τα fake news που διέδιδε εναντίον της Βενεζουέλας, έγινε σύμβουλος του πρωθυπουργού. Είναι οι Μπογδάνοι και οι Παπαδημητρίου που από «δημοσιογράφοι» έγιναν βουλευτές (και κανένας δεν κατάλαβε τη διαφορά στον εκφερόμενο λόγο τους). Είναι οι Πορτοσάλτε που δεν χάνουν προεκλογική ομιλία του Άδωνι Γεωργιάδη.
Δημοσιογράφος για τον μέσο Έλληνα πολίτη είναι ο Καμπουράκης, ο οποίος τη μια ημέρα δηλώνει δημόσια ότι συνεργάζεται με τον Αχ. Νταβέλη και την επόμενη εκθειάζει, στα μέσα στα οποία εργάζεται, τις επιχειρηματικές δραστηριότητεςτου επιχειρηματία – λίγο πριν ο Μητσοτάκης τον μετατρέψει σε εθνικό παραγωγό νοσοκομειακών μασκών.
Οι συγκεκριμένοι συνάδελφοί δεν είναι αναγκαστικά οι χειρότεροι. Είναι απλώς οι πρώτοι που μας ήρθαν στο μυαλό από τους εκατοντάδες άλλους που βολεύτηκαν σε κάποιο κυβερνητικό Γραφείο Τύπου (οποιουδήποτε κόμματος), ανταμείφθηκαν με διαφημιστικά πακέτα τραπεζών και κυβερνήσεων ή χρησιμοποίησαν την επιρροή τους για να προωθήσουν συγκεκριμένες πολιτικές και επιχειρηματικές ατζέντες.
Το πρόβλημα της ελληνικής δημοσιογραφίας είναι ότι κανένας δημοσιογράφος δεν τους αναφέρει με το όνομά τους. Στην καλύτερη περίπτωση κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να διαχωρίζουμε τους εκδότες, τους καναλάρχες και τους μετόχους επιχειρήσεων ΜΜΕ, από τους απλούς δημοσιογράφους. Προφανώς η κριτική πρέπει να ξεκινά από ψηλά και να κατεβαίνει, αυτή η παρατήρηση όμως δεν αρκεί για να σώσει την εικόνα του επαγγέλματος. Ο πολίτης δεν βλέπει στην τηλεόραση τον Αλαφούζο, τον Βαρδινογιάννη και τον Μαρινάκη. Βλέπει ανθρώπους σαν την Χούκλη, τον Πιπίνη και τους Μπογδάνους.
Το έχουμε ξαναπεί, αυτή η ομερτά που προστατεύει δημοσιογράφους στο όνομα κάποιας υποτιθέμενης συναδελφικής αλληλεγγύης (την οποία έχει κάνει σημαία η ΕΣΗΕΑ) καταστρέφει ολόκληρο τον κλάδο.
Το επάγγελμα του δημοσιογράφου είναι ο έλεγχος της εξουσίας. Όχι μόνο της εκτελεστικής ή της νομοθετικής εξουσίας. Κάθε εξουσίας. Συνεπώς και της δημοσιογραφικής εξουσίας.
Όσοι δεν ζήτησαν τους τελευταίους μήνες την άμεση δημοσιοποίηση της λίστας των χρημάτων που δόθηκαν σε κάθε μέσο ενημέρωσης, δεν ασκούν ελέγχο σε αυτή την εξουσία και συνεπώς δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Όσοι δεν διαχώρισαν έγκαιρα τη θέση τους από τη σαπίλα του χώρου έχασαν το δικαίωμα να προσβάλλονται από τη «συλλήβδην» κριτική εναντίον των δημοσιογράφων.
Αν μας ενοχλεί το σύνθημα Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιογράφοι θα πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή τη στιγμή απηχεί τις απόψεις του 80% του πληθυσμού. Και αν η πρώτη μας αντίδραση είναι να θιγόμαστε όταν μας το φωνάζουν μάλλον κάνουμε λάθος δουλειά, γιατί καλύπτουμε μια κοινωνία την οποία δεν κατανοούμε, ή κάνουμε ότι δεν κατανοούμε.
ΥΓ 1 Θεωρώ ότι το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ είναι ιδιαίτερα χαμηλής αισθητικής και πολιτικά προβληματικό καθώς δεν διαχωρίζει τα διαφορετικά επίπεδα ευθύνης στο χώρο της ενημέρωσης.
ΥΓ 2 Το πιο επικίνδυνο σχόλιο για το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο αναπαρήγαγαν μαζικά τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, έγινε από τον Μίνο Μωυσή, επιχειρηματία και πρώην πρόεδρο της ισραηλιτικής κοινότητας. Ο Μωυσής κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για αντισημιτισμό γιατί σατιρίζει τον χαρακτηρισμό «Μωυσής» που δόθηκε στον πρωθυπουργό από το Liberal.gr. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι το σποτ αναπαράγει την στερεοτυπική απεικόνιση των Εβραίων σαν φιλάργυρων αφού συνδέει το όνομα του Μωυσή με τα 50ευρα που πέφτουν από τον ουρανό. Από τα σχόλιά του στο Facebook προκύπτει ότι ο Μίνος Μωυσής ήταν ενήμερος για το συγκεκριμένο σχόλιο από το Liberal και συνεπώς γνώριζε ότι η αναφορά που γίνεται στο σποτ του ΣΥΡΙΖΑ σατίριζε το σχόλιο και μόνο. Η κατηγορία περί αντισημιτισμού, δηλαδή, δεν οφείλεται σε άγνοια αλλά αποτελεί συνειδητή επιλογή. Με την κριτική του επιβεβαίωσε με πόση ευκολία ορισμένοι χρησιμοποιούν την κατηγορία του αντισημιτισμού για να επιτεθούν σε ανθρώπους με τους οποίους διαφωνούν πολιτικά (το παράδειγμα της επίθεσης που δέχθηκε ο Τζέρεμι Κόρμπιν στην Αγγλία είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο των τελευταίων ετών). Σε μια περίοδο που οι φριχτές αντισημιτικές επιθέσεις αυξάνονται σε όλο τον κόσμο, η εργαλειοποίηση του όρου «αντισημιτισμός» για μικροπολιτικά οφέλη είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη καθώς αποπροσανατολίζει και εν τέλει αφήνει στο απυρόβλητο τους πραγματικούς αντισημίτες. Η άσκοπη χρήση του όρου αντισημίτης είναι εν τέλει βαθιά αντισημιτική.