Ματίνα Παπαχριστούδη
Ο ψυχοθεραπευτής Ηλίας Γκότσης, εν μέσω πανδημίας, ολοκλήρωσε το τρίτο του βιβλίο Ονειροτοπία – Αφηγήσεις για την ψυχική ανθεκτικότητα σε δύσκολους καιρούς. Σε αυτό τονίζει την ευαλωτότητα των δομών έναντι της ευαλωτότητας των ατόμων, ενώ αναφέρεται στο πώς το «σπίτι μπορεί να είναι η κόλαση μας».
Εικόνα πρώτη: Η επικεφαλής της Google ΝΑ Ευρώπης, σε διαφημιστικό μήνυμα που μεταδόθηκε σε όλα τα κανάλια, μιλά για τις ευκαιρίες του «Μένουμε ασφαλείς σπίτι». Εικόνα δεύτερη: Ρεπορτάζ στις ειδήσεις για 47χρονο άνδρα που έβαλε φωτιά στον 85χρονο πατέρα του. Δυο εικόνες με αντιφατικό μήνυμα και επίδραση στους έγκλειστους πολίτες. Ακόμη πιο αντιφατικό το γεγονός ότι πέντε εβδομάδες μετά «μας βγάζουν έξω», χωρίς τίποτα να έχει αλλάξει. Ποια είναι η συλλογική επίδραση σε όλα αυτά; Είναι «ασφαλής ο καταναγκασμός»;
Θέσαμε το ερώτημα στον ψυχοθεραπευτή Ηλία Γκότση, ο οποίος, εν μέσω πανδημίας του Covid-19, πρωτοστάτησε στη δημιουργία εθελοντικών ομάδων δωρεάν ψυχολογικής στήριξης και υποστήριξης, μέσω των Κοινωνικών Δικτύων. «Οι καμπάνιες του “Μένουμε σπίτι” αναπαρήγαγαν τον κυρίαρχο λόγο που περιέγραφε την οικογενειακή ζωή ως χώρο ασφάλειας και φροντίδας, ωστόσο δημιουργούν μια ειδυλλιακή εικόνα, η οποία απέχει πολύ από την πραγματικότητα», μας λέει. «Γεγονός είναι πως δεν προετοιμάζει τους ανθρώπους για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν. Υπερπροβλήθηκε μια ομάδα ανθρώπων που δεν έχει αίσθηση των προνομίων της, που της επιτρέπει να βιώνει το σπίτι με ένα αίσθημα ασφάλειας. Το σπίτι όμως είναι ασφαλές, όταν υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις: Το δικαίωμα στον προσωπικό χώρο, το δικαίωμα στην αναγνώριση της ετερότητας από άλλα μέλη της οικογένειας, η αναγνώριση των ειδικών υλικών όρων. Για παράδειγμα, αυτή την περίοδο υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να εφοδιαστούν με όλα τα απαραίτητα υλικά ή άλλα αγαθά, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλοί άνθρωποι για τους οποίους η στέρηση εντάθηκε, έκλεισαν τα μαγαζιά τους, εκατοντάδες χιλιάδες σταμάτησαν να εργάζονται. Διαπιστώσαμε, επίσης, ότι οι άνθρωποι που φροντίζουν άλλους ανθρώπους βίωσαν μια τεράστια ψυχική επιβάρυνση, γιατί δεν είχαν καμία δυνατότητα διαφυγής, έγιναν πολύ πιο ευάλωτοι. Είναι σαν κάποιος να απομυζούσε την ενέργειά τους. Πρόκειται για έναν μεγάλο πληθυσμό που σήκωσε και σηκώνει ένα ιδιαίτερο βάρος, το οποίο δεν συζητήθηκε ποτέ. Είναι αυτό που λείπει από τον δημόσιο διάλογο, λείπει από τη μέριμνα των αρμοδίων φορέων».
Μια βασική έλλειψη όλο αυτό το διάστημα, κατά τον Ηλία Γκότση, είναι ο διάλογος για την απενοχοποίηση των συναισθημάτων μας, ότι δηλαδή είναι «εντάξει να νιώθουμε βάρος, να νιώθουμε φόβο». Αντιθέτως, όπως σημειώνει, η κυρίαρχη αφήγηση κινήθηκε και κινείται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. «Μας προσκαλεί, με πολιτικούς και ψυχολογικούς όρους, σε μια πολύ μεγάλη παλινδρόμηση, να επιστρέψουμε στο παρελθόν μας με νοσταλγία, να αναζητήσουμε ένα μοντέλο οικογένειας που δεν υπάρχει πια. Το μοντέλο της σύγχρονης οικογένειας είναι αυτό στο οποίο τα άτομα αναζητούν τον χώρο τους, όχι το ειδυλλιακό του παρελθόντος».
«Η αισθητική του happy greek family έρχεται από τα πάνω και γίνεται καταναγκασμός. Πολιτικός και ψυχικός». Επιπλέον, τονίζει πως για πάρα πολλές ομάδες, τους «αόρατους πληθυσμούς», δεν είναι ασφαλές. «Αόρατοι πληθυσμοί που ζουν διπλό εγκλεισμό. Μιλάνε για συγκεκριμένες ομάδες, όπως σε φυλακές, σε δομές προφύγων, σε ξενώνες, γηροκομεία, σε δομές με παιδιά με βαριά προβλήματα […]». «Το κυρίαρχο διαφημιστικό αφήγημα όσων έχουν το προνόμιο του ασφαλούς χώρου, μας ενοχοποιεί», σημειώνει, «το ευάλωτο σύστημα-πλαίσιο, ενώ γνωρίζει ότι πολλές ομάδες εργαζομένων βιώνουν τεράστιο βάρος, δεν φροντίζει να προσφέρει αντίβαρο, να τους ενδυναμώσει».
Τι είναι όμως η ψυχική ευαλωτότητα, στην οποία αναφέρεται; «Είναι ένα είδος διαλόγου ανάμεσα στις εσωτερικές πλευρές του εαυτού μας. Στην κρίση οι φωνές ενοποιούνται, πυροδοτούνται από τις εξωτερικές συνθήκες και οδηγούν σε εκρήξεις. Στην πραγματικότητα, οφείλουμε να μιλάμε για ευάλωτα πλαίσια που δεν έχουν την ικανότητα να φροντίσουν τους πληθυσμούς τους. Είτε μιλάμε για την παιδεία είτε για τα νοσοκομεία είτε για τους “αόρατους πληθυσμούς”’ δεν λήφθηκε μέριμνα να οργανωθούν, αφέθηκαν ανέτοιμοι στην κρίση. Η ευθύνη μετακυλίστηκε σε ατομικό επίπεδο. Δημιουργείται ένα παράδοξο, ενώ μας ζητήθηκε να πάρουμε μεγάλη ευθύνη, δεν έχουμε την ισχύ και τον έλεγχο».
Ρωτάμε τι θα μπορούσε, λοιπόν, να γίνει. «Αυτό που έχει τεράστια σημασία –σημειώνει ο συνομιλητής μας– είναι ότι αυτή η κρίση μάς προσκαλεί στη διαχείρισή της. Αυτό είναι χαρακτηριστικό της, ζητά άμεση επίλυση, να μπορέσουμε να οργανώσουμε αντίβαρο. Δεν αφήνει χώρο να αναστοχαστούμε, δεν επιτρέπει την ανάπτυξη κριτικής σκέψης. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να αναπτύξουμε πρακτικές, οι οποίες δημιουργούν αντίλογο στην κυρίαρχη αφήγηση, όπως η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη, που μας βοηθούν να ανακτήσουμε εν μέρει τον έλεγχο της ζωής μας. Χρειάζεται να αναπτύξουμε και το πεδίο κατανόησης, την κριτική σκέψη».