Αναδημοσίευση από το info-war
Του Άρη Χατζηστεφάνου
Αν ένας επιδημιολόγος πρέπει να ταξιδέψει στην επαρχία Χουμπέι της Κίνας για να μελετήσει τον μηχανισμό εξάπλωσης του κοροναϊού, ένας κοινωνικός επιστήμονας πρέπει να έρθει στην Ιαπωνία για να κατανοήσει πώς μεταδίδεται ο «ιός του ρατσισμού» απέναντι σε μια ανερχόμενη υπερδύναμη.
Ανταπόκριση Τόκιο
Μια φρικτή πινακίδα, που θύμιζε τις πιο σκοτεινές ημέρες του ρατσισμού στον αμερικανικό Νότο, περίμενε τους πελάτες σε ορισμένα καταστήματα του Τόκιο: «Οι Κινέζοι δεν είναι ευπρόσδεκτοι». Η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως το twitter, όπου το μήνυμα «Κινέζοι, μην έρχεστε στην Ιαπωνία» έφτασε στις πρώτες θέσεις των πιο δημοφιλών θεμάτων συζήτησης. Οι λέξεις «βρόμικοι» και «βιοτρομοκράτες» άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους με ανησυχητικούς ρυθμούς σε αρκετές διαδικτυακές συζητήσεις.
Αρκετές από τις αντιδράσεις απέναντι στους Κινέζους μπορούν να αποδοθούν απλώς στην άγνοια και στον φόβο. Αλλωστε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ορισμένες από τις πιο ακραίες συμπεριφορές σημειώθηκαν από Κινέζους πολίτες, οι οποίοι δεν μπορούν να κατηγορηθούν για ρατσισμό εναντίον των… Κινέζων.
Το ερώτημα όμως που πρέπει να μας απασχολεί είναι τι θα συνέβαινε εάν ο ιός είχε εμφανιστεί, παραδείγματος χάριν, σε κάποια επαρχία της Γαλλίας. Θα αντιμετώπιζε ο κόσμος όλους τους Γάλλους σαν εν δυνάμει πηγές μολυσματικών ασθενειών, κατηγορώντας τους για τις «πρωτόγονες» διατροφικές τους συνήθειες (επειδή τρώνε ωμό κρέας, μουχλιασμένο τυρί, σαλιγκάρια και βατραχοπόδαρα); Ή μήπως ο κοροναϊός απλώς ενεργοποίησε τον «ιό του ρατσισμού» εναντίον των Κινέζων, ο οποίος βρισκόταν για δεκαετίες εν υπνώσει;
Ερευνα του αμερικανικού Pew Research Center, που δημοσιεύθηκε πριν από την εμφάνιση του κοροναϊού, έδειχνε ότι οι Ιάπωνες είχαν ήδη το μεγαλύτερο ποσοστό αρνητικών συναισθημάτων για την Κίνα (85%) και ακολουθούσαν οι Σουηδοί (70%), οι Καναδοί (67%) και οι Αμερικανοί (60%).
Η λεγόμενη σινοφοβία στην Ιαπωνία έχει τις ρίζες της στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν η χώρα πέρασε σε μια ιστορική φάση απομονωτισμού. Εκφράστηκε όμως με τον πιο δραματικό τρόπο στα χρόνια του δεύτερου σινο-ιαπωνικού πολέμου (όπου η Ιαπωνία σκότωσε περίπου 20 εκατομμύρια Κινέζους, στην πλειονότητά τους άμαχους) και στα φρικτά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που πραγματοποίησε ο αυτοκρατορικός στρατός της Ιαπωνίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. «Σε αντίθεση με τους Γερμανούς», μου εξηγούσε ένας δυτικός διπλωμάτης στο Τόκιο, «οι οποίοι εκφράζουν τύψεις συνειδήσεως για την αντιμετώπιση των Εβραίων, στην Ιαπωνία δεν θα βρεις ανάλογα συναισθήματα». Και σίγουρα δεν θα τα βρεις στον διαβόητο ναό του Γιασουκούνι στο κέντρο του Τόκιο, όπου τιμούν ακόμη ορισμένους από τους μεγαλύτερους εγκληματίες πολέμου του 20ού αιώνα.
Το ζήτημα όμως το οποίο καθιστά την Ιαπωνία προνομιακό χώρο για τη μελέτη της σινοφοβίας είναι ότι τα αντι-κινεζικά συναισθήματα μειώνονταν διαρκώς από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά επανήλθαν δριμύτερα μετά το 2000, όταν δηλαδή η Κίνα άρχισε να διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια οικονομία. Και αυτό δεν αφορά μόνο τους Ιάπωνες.
Η εφημερίδα New York Times κατάφερε να συνοψίσει τη νέα πραγματικότητα όταν έγραψε ότι «καθώς η Κίνα αναδύεται ως οικονομική και στρατιωτική δύναμη, προκαλώντας ανησυχία στους γείτονές της στην Ασία και τους ανταγωνιστές της στη Δύση, ο κοροναϊός τροφοδοτεί μια λανθάνουσα μισαλλοδοξία εναντίον των Κινέζων».
Μήπως λοιπόν ο πραγματικός ρατσισμός δεν οφείλεται μόνο στον ιό, αλλά και στον φόβο μιας νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας, στην οποία τα παραδοσιακά κέντρα ισχύος μετατοπίζονται από τη Δύση προς την Ασία και συγκεκριμένα προς την Κίνα; Άλλωστε η παλαιά «αριστοκρατία», που χάνει τα προνόμιά της, αντιμετωπίζει πάντα με απέχθεια και ισχυρές δόσεις μανταμσουσουδισμού τις ανερχόμενες δυνάμεις.
Ιστορικά, οι θεωρίες της «κίτρινης απειλής» και ο ρατσισμός εναντίον των Κινέζων προηγήθηκαν μεγάλων γεωπολιτικών επιθέσεων της Δύσης εναντίον της Κίνας. Ο τελευταίος Γερμανός αυτοκράτορας (κάιζερ) Γουλιέλμος Β’ υποδαύλισε τα ρατσιστικά συναισθήματα όταν καλούσε τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες να εισβάλουν και να εποικίσουν την Κίνα.
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έπαιξαν το χαρτί του ρατσισμού για να δικαιολογήσουν την καταστολή της αντιαποικιακής εξέγερσης των Μπόξερς στην Κίνα, ενώ οι Βρετανοί ακολούθησαν ανάλογες πρακτικές κατά τη διάρκεια των πολέμων του οπίου. Αντίθετα στις ΗΠΑ, ο ρατσισμός εναντίον των Κινέζων είχε χαρακτηριστικά κύματος: αυξανόταν σε περιόδους γεωπολιτικής αντιπαράθεσης και υποχωρούσε όταν η Κίνα αποτελούσε ανάχωμα σε άλλους αντιπάλους, όπως η Σοβιετική Ένωση ή η Ιαπωνία πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ίσως πάντως το μεγαλύτερο πρόβλημα με τον «ιό του ρατσισμού» εναντίον των Κινέζων να είναι πως οι «φορείς» του δεν καταλαβαίνουν ότι έχουν προσβληθεί. Πριν από μερικές ημέρες η ειδησεογραφική υπηρεσία του yahoo στην Ιαπωνία παρουσίασε μια είδηση για Κινέζους πολίτες που έχτισαν μέσα στα διαμερίσματά τους συμπολίτες τους οι οποίοι είχαν επισκεφθεί πρόσφατα την επαρχία Χουμπέι. Στα σχόλια κάτω από το κείμενο ένας Ιάπωνας έγραψε: «Εμείς δεν θα κάναμε ποτέ κάτι τέτοιο γιατί είμαστε πολιτισμικά ανώτερος λαός. Τους καταλαβαίνω όμως».