του Θάνου Καμήλαλη στο thepressproject.gr
«Αν ερχόταν ένας λαθρέμπορος και σας έδινε 200 εκ. θα του δίνατε άδεια να φτιάξει κανάλι;» Το ερώτημα του τίτλου δεν ανήκει σε εμάς ή στη σημερινή αντιπολίτευση. Ανήκει στον νυν Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη και είχε εκφραστεί τον Οκτώβριο του 2016, σε συζήτηση στη Βουλή για τη διαφθορά και τη διαπλοκή. Κατά σατανική σύμπτωση, ακριβώς τρία χρόνια μετά, είναι η κυβέρνηση της ΝΔ που φέρνει μία διάταξη που ανοίγει κερκόπορτα στην αδιαφανή χρηματοδότηση ΜΜΕ
Λέμε συνέχεια στο TPP ότι αυτός που χρηματοδοτεί την ενημέρωση, ελέγχει και το τι γράφεται. Η κατάσταση στα media είναι προφανώς αποκαρδιωτική, με μια χούφτα ολιγάρχες να καταλαμβάνουν τις δημόσιες συχνότητες και να απολαμβάνουν τη δική τους παλινόρθωση, μαζί με το παλιό πολιτικό σύστημα.
Επειδή όμως μάλλον αυτό δεν είναι αρκετό και επειδή η νέα κυβέρνηση δείχνει έναν «θαυμαστό» τρόπο να τα κάνει όλα χειρότερα, πλέον κινδυνεύουμε να έχουμε πρόβλημα και με το ποιος ελέγχει τα ΜΜΕ.
Την Πέμπτη λοιπόν, αποκαλύφθηκε μέσω του ΣΥΡΙΖΑ ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να επιτρέπει τη συμμετοχή «Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων» (μτφρ. funds) σε ΜΜΕ χωρίς την υποχρέωση ονομαστικοποίησης των μετοχών τους. Αυτό σημαίνει ότι οποιοδήποτε ΜΜΕ (κανάλι, εφημερίδα, πρακτορείο διανομής, ψηφιακή πλατφόρμα) δεν έχει πλέον την υποχρέωση να εμφανίζει όλους τους μετόχους – ιδιοκτήτες του, ενώ παράλληλα και κατά συνέπεια αυτοί εξαιρούνται από την υποχρέωση να καταθέτουν «πόθεν έσχες». Να δικαιολογούν δηλαδή, τα ποσά που «επενδύουν» στα ΜΜΕ και το πώς τα απέκτησαν.
Ενδεικτικό της κυβερνητικής πρόθεσης και σκανδαλώδους φύσης της διάταξης μάλιστα, είναι ότι το συγκεκριμένο άρθρο, που περιλαμβάνεται στο ογκώδες «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο, δεν υπήρχε στη δημόσια διαβούλευση. Μπήκε από το παράθυρο, κατά την κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή, με προφανές στόχο τον περιορισμό των αντιδράσεων και τον αιφνιδιασμό. Στη δήλωσή του, ο τομεάρχης Ψηφιακής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, Μάριος Κάτσης, εξέθεσε τους σοβαρούς κινδύνους στους οποίους η κυβέρνηση δεν έχει απαντήσει μέχρι σήμερα:
«το ζήτημα που πρέπει να απαντηθεί από την κυβέρνηση είναι πού αποσκοπεί μια τέτοια ενέργεια: Μήπως στοχεύει να διευκολύνει την περαιτέρω υπερσυγκέντρωση στα ΜΜΕ ώστε να παρακάμπτονται οι κανόνες ανταγωνισμού; Μήπως συμπεριλαμβάνονται και τα συνδρομητικά κανάλια προκειμένου να διευκολυνθεί η επικείμενη εξαγορά της Forthnet, χωρίς να φαίνεται ποιος είναι ο αγοραστής; Μήπως λύνει τα χέρια στους καναλάρχες ώστε να προχωρούν σε αγοραπωλησίες ΜΜΕ, σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου από εταιρείες που δεν γνωρίζουμε τη μετοχική τους σύνθεση και με χρήματα αδιαφανούς προέλευσης;»
Ενώ η ΕΣΗΕΑ, σε ανακοίνωσή διαμαρτυρίας που εξέδωσε, έβαλε και τη… σουρεαλιστική πλευρά της ρύθμισης. Οι δημοσιογράφοι έχουν την υποχρέωση να υποβάλλουν κάθε χρόνο δήλωση πόθεν έσχες. Οι ιδιοκτήτες ΜΜΕ πλέον, όχι απαραίτητα:
Η επέκταση της εξαίρεσης ονομαστικοποίησης των μετοχών και για τους Οργανισμούς Συλλογικών Επενδύσεων (funds) καθίσταται προβληματική, όπως προβληματική έως και προκλητική είναι η απαλλαγή από την υποχρέωση υποβολής «πόθεν έσχες» των φυσικών προσώπων που ελέγχουν τα Μ.Μ.Ε.
Η εξαίρεση των εταιριών προσκρούει στην κοινωνική απαίτηση για διαφάνεια. Προκαλεί δε την κοινή λογική, αφού οι δημοσιογράφοι που εργάζονται στα ΜΜΕ είναι υποχρεωμένοι να υποβάλουν δήλωση «πόθεν έσχες», ακόμη και αν είναι απλήρωτοι, εν επισχέσει ή άνεργοι.
Η κυβέρνηση απάντησε σε όλα αυτά με το γνωστό μότο του «στρίβειν δια των επενδύσεων». Σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, Στέλιο Πέτσα και τον ευφάνταστο τίτλο «παρεμβάσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης» που χρησιμοποίησαν φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, οι διατάξεις αυτές «διαπνέονται από τη φιλοσοφία δημιουργίας ευνοϊκού πλαισίου για την προσέλκυση επενδύσεων στον ευρύτερο χώρο των ΜΜΕ και εξορθολογισμού και επικαιροποίησης αναχρονιστικών και παρωχημένων διατάξεων».
Όπως αναφέρει επίσης η κυβέρνηση, «ο κλάδος των ΜΜΕ χτυπήθηκε δυσανάλογα από την κρίση, τόσο ως προς τον τζίρο όσο κυρίως ως προς την απασχόληση», ενώ μάλιστα, για να δικαιολογήσει τα μπαλκόνια αδιαφάνειας, ο Πέτσας ανέφερε το παράδειγμα των διαφημιστικών εταιρειών, στις οποίες «προβλέπεται, ήδη, από 10ετίες στην ισχύουσα νομοθεσία, απαλλαγή από την υποχρέωση ονομαστικοποίησης μετοχών όσον αφορά στους ΟΣΕΚΑ και των Εταιρειών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου.»
Τα μεγάλα ΜΜΕ και οι ιδιοκτήτες τους συγκαταλέγονται σε αυτήν την εκλεκτή κοινωνική κατηγορία που «έχει τον τρόπο της» να αποφεύγει τις πολλές υποχρεώσεις, ακόμα και εν μέσω κρίσης. Οι υποθέσεις των τηλεοπτικών αδειών, του «Νόμου Παππά» (ενάντια στον οποίον έδωσε λυσσαλέα μάχη η Νέα Δημοκρατία) , του μνημονιακού Ειδικού Φόρου Τηλεόρασης (που δεν εισπράχθηκε επί 5 χρόνια και μειώθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2017 κατά 75%) και του αγγελιόσημου είναι ενδεικτικές.
Παράλληλα, δεν είναι συνηθισμένες επιχειρήσεις και αυτό θα έπρεπε έστω να το παραδέχεται η παράταξη που ασχολείται εδώ και πέντε χρόνια με την «offshore της Αυγής». Τα κανάλια για παράδειγμα, εκμεταλλεύονται τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες, που είναι δημόσιες και ως εκ τούτου, απαιτούνται αυστηρότατοι κανόνες διαφάνειας και δεοντολογίας. Μπορεί αυτές οι έννοιες να ακούγονται ως σύντομα ανέκδοτα στην Ελλάδα, αλλά μία που στηρίζουν έναν πυλώνα δημοκρατίας, καλό θα ήταν να μην το ξεχνάμε. Οι ολιγάρχες που ελέγχουν τα media εξάλλου, το θυμούνται και το καταλαβαίνουν καλύτερα από πάρα πολλούς: Σκεφτείτε πόσο συχνές οι διάφορες συμφωνίες και επιχειρηματικές κινήσεις στον χώρο της ενημέρωσης και κυρίως, ότι όταν έγινε ο πρώτος διαγωνισμός του «Νόμου Παππά», οι ολιγάρχες που παραπονούνταν για το πόσο ζημιογόνα ήταν τα κανάλια τους, ήταν πρόθυμοι να δαπανήσουν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για να έχουν ρόλο στην ενημέρωση και τη δημοσιογραφία.
Μέσα σε ένα τοπίο λοιπόν που επικρατεί η χειραγώγηση της κοινής γνώμης, οι διαφημίσεις που δεν πουλάνε τίποτα (βλ. τράπεζες, που μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν ξέραμε καν πόσα ποσά διαπανούν για «διαφήμιση» σε ΜΜΕ), τα θαλασσοδάνεια, η εξυπηρέτηση των υπόλοιπων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του μιντιάρχη και τελευταία, ο ακόμα μεγαλύτερος συγκεντρωτισμός εταιρειών media στα χέρια ενός (βλ.Μαρινάκης), το τελευταίο που χρειαζόμασταν είναι να μην μπορεί να μάθουν καν οι δέκτες ποιος ακριβώς και πώς ακριβώς πληρώνει το «ενημερωτικό προϊόν» που λαμβάνουν, δήθεν δωρεάν.
Ο Μητσοτάκης στην αντιπολίτευση ρωτούσε κάποτε τι θα γινόταν αν «ερχόταν ένας λαθρέμπορος κι έδινε 200 εκατ. για κανάλι». Η απάντηση που δίνει η κυβέρνησή του είναι, στην καλύτερη περίπτωση, «δεν μας νοιάζει», όπως «δεν μας νοιάζει» αν πάρει μια εφημερίδα, αν συμμετάσχει απλά σε μία αύξηση μετοχικού κεφαλαίου μιας εταιρείας media και ούτω καθεξης. Κι αν αυτό μοιάζει υπερβολικό, ας πάμε ένα στοίχημα, να δούμε αν οι ισχυροί του πλούτου θα καταφέρουν να εκμεταλλευτούν αυτήν την κερκόπορτα. Για τις «επενδύσεις», την «πολυφωνία», τον πλουραλισμό, τη δημοσιογραφία και την καλή τους την ψυχούλα βεβαίως…