Από τη Ματίνα Παπαχριστούδη στο περιοδικό Ψηφιακή Τηλεόραση
Μόλις πρόσφατα το Netflix ανακοίνωσε τη λειτουργία «έδρας» στο Λονδίνο με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση του ευρωπαϊκού περιεχομένου του. Η Sky με τη στήριξη της Comcast δημιούργησε τη Sky Studios για την παραγωγή και διανομή περιεχομένου για τους τηλεοπτικούς σταθμούς της Sky, το NBC και τους σταθμούς της Universal Pictures. Και η σχετικά νέα ευρωπαϊκή συμμαχία ιδιωτικών καναλιών της ΕΜΑ (European Media Alliance) στην οποία ανήκει και ο ΑΝΤ1 στη χώρα μας, αποφάσισε τη δημιουργία πλατφόρμας παραγωγής και διανομής on line video. Αν σε αυτά προστεθεί η είσοδος της Disney στο video streaming και η έναρξη της Apple TV+, δημιουργείται ένα εντελώς καινούργιο περιβάλλον θέασης παγκοσμίως. Στη χώρα μας φθάνει προς το παρόν μόνο ο απόηχος των σημαντικών αυτών εξελίξεων, με τους τηλεοπτικούς σταθμούς να βρίσκονται ακόμη σε αμηχανία.
Και ενώ διεθνώς ο ανταγωνισμός για την απόκτηση πρωτότυπου περιεχομένου δείχνει πως θα φθάσει στα ύψη, όλες οι έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα πως οι τηλεοπτικοί οργανισμοί παραδοσιακής εκπομπής έχουν τη δυνατότητα να μετάσχουν σε αυτή τη «χρυσή εποχή» παραγωγής του περιεχομένου. Κι αυτό γιατί, όπως πάλι καταδεικνύουν μελέτες σε διεθνές επίπεδο, η παραδοσιακή μετάδοση έχει αποδεχθεί ιδιαίτερα ανθεκτική και την περίοδο της «εξοατομικευμένης χρήσης μέσων». Η παραδοσιακή οθόνη φαίνεται πως γίνεται η κύρια οθόνη και για το streaming και αυτή «ανήκει» στους παραδοσιακούς τηλεοπτικούς broadcasters, την τηλεοπτική βιομηχανία, η οποία φαίνεται πως δέχεται τη μεγαλύτερη πρόσκληση στην ιστορία της. Να κατοχυρώσει τη δυναμική της εξελίσσοντας ή μάλλον διεισδύοντας με νέα μοντέλα στην τάση του video streaming.
Πριν μερικούς μήνες στην τελευταία σύνοδο της ITU στη Γενεύη διατυπώθηκε μια σειρά ενεργειών που οφείλει να κάνει η βιομηχανία της τηλεόρασης για να παραμείνει ισχυρή στο νέο τοπίο της τηλεόρασης. Βασική κατεύθυνση στις συζητήσεις που έγιναν είναι πως οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί θα πρέπει να ασκήσουν πιέσεις στις κυβερνήσεις των χωρών τους για ίσους όρους ανταγωνισμού με τις αναδυόμενες πλατφόρμες του video streaming, και να συνεργαστούν με τους κατασκευαστές τηλεοπτικών συσκευών, ώστε να βρουν «χώρο» για τα δικά τους προγράμματα.
Κορυφαία στελέχη διεθνών τηλεοπτικών φορέων όπως η EBU αλλά και ο οργανισμός DVB εξέφρασαν ανησυχίες για τον διεθνή σκληρό ανταγωνισμό, επισημαίνοντας πως είναι ανάγκη να επιτευχθεί στην Ευρώπη μια πραγματικά ενιαία αγορά και να εξαλειφθούν ο κατακερματισμός στα μοντέλα μετάδοσης και η έλλειψη διαλειτουργικότητας ανάμεσα στην εκπομπή και τις ευρυζωνικές συνδέσεις. Και εδώ βρίσκεται η δεύτερη μεγάλη μάχη της τηλεοπτικής βιομηχανίας.
Με δεδομένο ότι οι υπηρεσίες OTT αναπτύσσονται συνήθως μέσω εφαρμογών, οι τελικοί χρήστες καλούνται να εγκαταστήσουν πολλές και διαφορετικές από αυτές, ενώ οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς είναι αναγκασμένοι να διατηρούν τις εφαρμογές τους σε πολλές και διαφορετικές πλατφόρμες, ώστε να παρέχουν τις νέες υπηρεσίες τους. Υπηρεσίες σε IPTV, σε DVB-T, σε Hybrid TV. Όπως διαπιστώθηκε οι κατασκευαστές τηλεοπτικών συσκευών δεν ενδιαφέρονται να ενημερώσουν το λογισμικό των συσκευών τους και έτσι οι παραδοσιακοί ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί μένουν εκτός της νέας αγοράς. Ένα πρόσφατο παράδειγμα από τη χώρα μας προέρχεται από την ΕΡΤ που ανέπτυξε τη Hybrid TV, υπηρεσία που είναι προσβάσιμη από ελάχιστους, καθώς οι συσκευές δεν υποστήριζαν τα πρωτόκολλα αυτά. Απαιτήθηκαν πολλές συναντήσεις και συζητήσεις προκειμένου οι κορυφαίες μάρκες τηλεοπτικών συσκευών να αρχίσουν σταδιακά να εντάσσουν το «κόκκινο κουμπί» της υβριδικής της ΕΡΤ στο μενού τους.
Το διαδίκτυο και η IP λειτουργία και διανομή περιεχομένου φαίνεται να είναι το μέλλον της τηλεοπτικής αγοράς και σε αυτό το πεδίο οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί δεν έχουν ακόμη προσαρμοστεί. Πόσο μάλλον στη χώρα μας, όπου ο σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των τηλεοπτικών δικτύων δίνεται για την τηλεθέαση ενός ριάλιτυ παιχνιδιού και όχι για το μέλλον συνολικά του τηλεοπτικού περιεχομένου και της διανομής του.