Είναι γνωστό ότι αυτή η εβδομάδα είναι κρίσιμη για τις εξελίξεις στον ΕΔΟΑΠ καθώς συνεδριάζουν όλα τα όργανα της ΕΣΗΕΑ, ΕΔΟΕΑΠ και ΠΟΕΣΥ. Κι ενώ η απόφαση της γενικής συνέλευσης της ΕΣΗΕΑ με συντριπτική πλειοψηφία είναι η προκήρυξη απεργιακών κινητοποιήσεων διαρκείας, στα συνδικαλιστικά όργανα επεξεργάζονται και προετοιμάζονται για όλα τα άλλα σενάρια, πλην της αγωνιστικής διεκδίκησης. Σύμφωνα με πληροφορίες του blog για λογαριασμό της ΠΟΕΣΥ έγινε νομική τεκμηρίωση για τον ΕΔΟΕΑΠ από τη νομική σύμβουλο της ομοσπονδίας, με βάση τις τελευταίες εξελίξεις. Η πρόταση-όπως μπορείτε να διαβάσετε και εσείς- καταλήγει σε δυο-που τελικά είναι ένα- σενάρια. Το επαγγελματικό ταμείο!
Η αναφορά της νομικής συμβούλου είναι πολυσέλιδη, δημοσιεύουμε μόνο αποσπάσματα σχετικά με τον ΕΔΟΕΑΠ και την τεκμηρίωση επί των προτεινόμων σεναρίων. Είναι άγνωστο αν η εν λόγω γνωμοδότηση θα γίνει και θέση-πρόταση της ΠΟΕΣΥ!
ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΔΟΕΑΠ
Εδώ και αρκετό διάστημα λαμβάνει χώρα διαπραγμάτευση, μεταξύ των κοινωνικών φορέων, αναφορικά με το σχέδιο διάσωσης του ΕΔΟΕΑΠ, μετά την κατάργηση του αγγελιοσήμου. Οι επιμέρους παράμετροι του συστήματος, συνεπώς, θα καθοριστούν μέσω κοινής συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων. Στην παρούσα προσέγγιση επιχειρείται η ανεύρεση λύσεως αναφορικά με το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να κινηθεί η διατήρηση του συστήματος παροχών του ΕΔΟΕΑΠ.(…)
(…) Η διάκριση μεταξύ των οιονεί εισφορών και των κοινωνικών πόρων (που ως γνωστόν έχουν καταργηθεί) στα επικουρικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης συνάπτεται με το είδος και τον τρόπο είσπραξης των εισφορών αυτών. Είναι δε έννοια αμιγώς νομική. Κοινωνικοί πόροι είναι οι οικονομικές επιβαρύνσεις των προσώπων, που προβαίνουν σε ορισμένες από τον νόμο συναλλαγές, υπέρ μίας ομάδας ασφαλισμένων. Ειδικότερα κατά την αποτίμηση της αξίας των αγαθών/υπηρεσιών σε ορισμένες συναλλαγές, κάποιο ποσοστό προορίζεται για τους σχετικούς με αυτές ασφαλιστικούς φορείς. Οι κοινωνικοί πόροι αποτελούν έμμεσο τρόπο κρατικής συμμετοχής στην χρηματοδότηση των ασφαλιστικών φορέων, ως προς την νομική τους δε φύση αποτελούν έμμεσους φόρους υπέρ τρίτων, καθώς επιφέρουν την μείωση των εισοδημάτων των πολιτών με αφορμή κάποια καταναλωτική ή παραγωγική δαπάνη προκειμένου να αυξηθούν τα έσοδα ορισμένων φορέων που ασκούν κρατική αποστολή. Κρίσιμο στοιχείο για τον νομικό χαρακτηρισμό ενός πόρου ως κοινωνικού, είναι το ποσό του εν λόγω πόρου να εισπράττεται από και εν τέλει να βαρύνει πρόσωπα, τα οποία δεν ασφαλίζονται στον ασφαλιστικό οργανισμό υπέρ του οποίου ο πόρος.
Αντίθετα, οι εργοδοτικές εισφορές συνιστούν έσοδα του κοινωνικοασφαλιστικού φορέα, που βαρύνουν τους εργοδότες, και οι οποίοι δεν δύνανται να χαρακτηριστούν ως πρόσωπα άσχετα προς το σύνολο των ασφαλισμένων εργαζόμενων και επιπλέον οι εργοδοτικές εισφορές καταβάλλονται με αφορμή την παροχή εργασίας, ήτοι ως αντάλλαγμα της εργασίας του ασφαλισμένου (Κ.Κρεμαλή Κοινωνικοί πόροι, οιονεί εργοδοτικές εισφορές και οι μεταβολές στο νομοθετικό καθεστώς των ΤΕΑ υπό το φως του ν.4254/2014 ΕΔΚΑ 2015, σελ.8). (…)
(…)9. Η υπαγωγή στην ασφάλιση των ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης είναι προαιρετική. Κάθε εργαζόμενος στην επιχείρηση ή τον κλάδο ή τους κλάδους που λειτουργεί ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης έχει δικαίωμα να ασφαλίζεται σε ταμείο που λειτουργεί στον επαγγελματικό του χώρο, χωρίς να απαιτείται η συμμετοχή του σε συνδικαλιστική οργάνωση. Κάθε αυτοτελώς απασχολούμενος, κάθε ελεύθερος επαγγελματίας και κάθε αγρότης έχει δικαίωμα να ασφαλίζεται σε ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης που λειτουργεί στον επαγγελματικό του χώρο χωρίς να απαιτείται η συμμετοχή του σε επαγγελματική οργάνωση. Τα καταστατικά των ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης δεν επιτρέπεται να αποκλείουν την ασφάλιση των προσώπων που έχουν δικαίωμα να υπαχθούν σε αυτά ή να θέτουν προϋποθέσεις που εισάγουν διακρίσεις μεταξύ των προσώπων που έχουν δικαίωμα υπαγωγής. Ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα να επιλέξει σε ποια ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης θα υπαχθεί στην περίπτωση που έχει δικαίωμα υπαγωγής σε περισσότερα ταμεία. 10. Ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα να ζητήσει τη διαγραφή του από το ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης, εφόσον έχει ελάχιστο χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον ενός έτους και προειδοποιήσει προ ενός μηνός περί της ασκήσεως του δικαιώματός του. Ο ασφαλισμένος στην περίπτωση αυτή δικαιούται είτε να μεταφέρει τα δικαιώματά του σε άλλο ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης που λειτουργεί στο χώρο της απασχολήσεώς του είτε να λάβει την παροχή που του αναλογεί σε σχέση με το χρόνο παραμονής του στο ταμείο όταν έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση παροχής. Τα αυτά δικαιώματα έχει ο ασφαλισμένος και στην περίπτωση της αλλαγής της επαγγελματικής του δραστηριότητας χωρίς χρονικό περιορισμό παραμονής στο ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης και χωρίς μηνιαία προηγούμενη προειδοποίηση. 11. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την άσκηση του δικαιώματος διαγραφής, για το συνυπολογισμό του χρόνου επαγγελματικής ασφάλισης, τη μεταφορά δικαιωμάτων και το αρμόδιο για τη χορήγηση της παροχής ταμείο, σε περίπτωση διαδοχικής χρονικά επαγγελματικής ασφάλισης σε περισσότερα ταμεία στην ημεδαπή και στην περίπτωση της διαδοχικής χρονικά ασφάλισης σε περισσότερα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης στην ημεδαπή και σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 12. Τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης που χρηματοδοτούνται και από εργοδότες διοικούνται από Διοικητικό Συμβούλιο με τετραετή θητεία, στο οποίο μετέχουν οι ασφαλισμένοι συνταξιούχοι και οι εργοδότες, όπως το καταστατικό ορίζει. Τα λοιπά ταμεία διοικούνται όπως το καταστατικό ορίζει 13. Το ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης τηρεί υποχρεωτικά μητρώο ασφαλισμένων. 14. Ο έλεγχος των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και στοιχείων γίνεται από δύο ορκωτούς ελεγκτές. (…)
(…)19. Πόροι των ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης είναι οι τακτικές και έκτακτες εισφορές των ασφαλισμένων, οι τακτικές και έκτακτες εισφορές των εργοδοτών, οι πρόσοδοι περιουσίας, η απόδοση των κεφαλαίων και αποθεματικών και κάθε άλλο έσοδο. 20. Τα ταμεία έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν τους ασφαλισμένους για τις οικονομικές, τεχνικές και άλλες παραμέτρους της ασφαλιστικής σχέσης, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους έναντι του ταμείου και ενδεικτικά για τις αλλαγές των κανόνων του ασφαλιστικού καθεστώτος, για το επιδιωκόμενο επίπεδο παροχών, την πραγματική χρηματοδότηση των παροχών, το επίπεδο των παροχών σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης και τις οφειλόμενες παροχές. 21. Τα ταμεία έχουν υποχρέωση να χορηγούν ετησίως τουλάχιστον, με δαπάνη τους, βεβαίωση στους ασφαλισμένους για τις καταβληθείσες εισφορές και τα δικαιώματά τους για παροχές. 22. Τα ταμεία έχουν υποχρέωση να δημοσιεύουν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σε μία ημερήσια εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας και σε μία οικονομική, τις οικονομικές καταστάσεις, τα πιστοποιητικά ελέγχου των ορκωτών ελεγκτών και τα πορίσματα ελέγχου της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής».
Το άρ. 8 του ιδίου ως άνω νόμου προβλέπει: «Εποπτεία -Έλεγχος 1. Η εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αφορά την τήρηση του νόμου, την προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων και τη φερεγγυότητα των Ν.Π.Ι.Δ.. Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα, περιλαμβανομένων των διοικητικών κυρώσεων και ενδεικτικά των διοικητικών προστίμων, για να αποφευχθεί ή αποκατασταθεί οποιαδήποτε δυσλειτουργία επιζήμια για τα συμφέροντα των ασφαλισμένων. Μπορεί, μετά από γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των παγίων, όταν το ταμείο δεν έχει συστήσει επαρκή αποθεματικά, όσον αφορά το σύνολο της δραστηριότητάς του, και όταν διαθέτει ανεπαρκή πάγια στοιχεία για να καλύψει τα αποθεματικά. Μπορεί να θέσει σε αναγκαστική διαχείριση το ταμείο ή να περιορίσει ή να απαγορεύσει τις δραστηριότητές του μετά από γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής. «Κάθε σχετική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και κοινοποιείται στο εν λόγω ταμείο και γνωστοποιείται στην ΕΑΑΕΣ.» ….3 2. Ο έλεγχος της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής αφορά την οικονομική λειτουργία και βιωσιμότητα των ταμείων σε σχέση με το πρόγραμμα παροχών και επενδύσεων. 4 3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, ρυθμίζεται ειδικότερα η διαδικασία επιβολής διοικητικών κυρώσεων, θέσης σε αναγκαστική διαχείριση, διάλυσης, το ύψος των διοικητικών προστίμων και κάθε αναγκαίο θέμα απαραίτητο για την εκτέλεση του παρόντος. 5 4. Επί των ασφαλιστικών τοποθετήσεων έχουν προνόμιο που προηγείται κάθε άλλου γενικού ή ειδικού προνομίου και το οποίο ασκείται μετά τη διάλυση του ταμείου για τις απαιτήσεις από παροχές οι ασφαλισμένοι άμεσα και έμμεσα και οι εργαζόμενοι του ταμείου με σχέση εξαρτημένης εργασίας, με εξαίρεση όσους ασκούν τη διοίκηση και διαχείριση του ταμείου. Η κατάσχεση της ασφαλιστικής τοποθέτησης επιτρέπεται μόνο με τελεσίδικη δικαστική απόφαση από τους ασφαλισμένους άμεσα και έμμεσα και τους εργαζόμενους. 6 5. Σε περίπτωση εκπλειστηρίασης περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί ασφαλιστική τοποθέτηση επιτρέπεται να αναγγελθούν μόνον ασφαλισμένοι, εργαζόμενοι του ταμείου και τρίτοι που έχουν δικαίωμα κατασχέσεως κατόπιν τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως. 7 6. Σε περίπτωση διάλυσης ταμείου επαγγελματικής ασφάλισης το προϊόν της εκκαθάρισης στο οποίο ανήκουν και οι εργοδοτικές εισφορές διανέμεται ανάλογα με την ασφαλιστική προσδοκία στους ασφαλισμένους».
Βάσει των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει και τα χαρακτηριστικά των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης, τα οποία διακρίνονται από τον πρώτο πυλώνα (και δη από τα επικουρικά ταμεία), αφού δεν έχουν υποχρεωτικό ούτε και καθολικό χαρακτήρα (Α. Στεργίου Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης ΕΕΔ 2016 1165). Τα εν λόγω ταμεία ανήκουν στην προαιρετική (συμπληρωματική) ασφάλιση και ως εκ τούτου μπορούν να αποτελέσουν αποτέλεσμα συλλογικής συμβάσεως εργασίας, σύμφωνα με το ν. 1876/1990 [κατ’ εξαίρεση των απαγορεύσεων ρητρών σσε, που ρυθμίζουν κοινωνικοασφαλιστικά θέματα (άρ. 2 παρ. 3 του ν. 1876 και άρ. 43 παρ.3 του ν. 1902/1990)]. Η επαγγελματική –συμπληρωματική ασφάλιση είναι προαιρετική, αφού η υπαγωγή στο Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης εξαρτάται από την βούληση του εργαζόμενου. Φυσικά, η υπαγωγή σε ένα επαγγελματικό ταμείο δεν συνεπάγεται την εξαίρεση από το δημόσιο σύστημα ασφάλισης. Η προσχώρηση στην επαγγελματική ασφάλιση δεν μπορεί σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία – η οποία εξαρτά την υποχρεωτικότητα από τον δημόσιο χαρακτήρα του φορέα- παρά να είναι προαιρετική. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε κατά την παγία νομολογία του ΣτΕ (Ολ ΣτΕ 5024/1987) η υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία (Ο. Αγγελοπούλου Η υποχρεωτικότητα ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνικής ασφάλισης, 2004 σελ.271 επ.).
Η συστατική του Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης συλλογική σύμβαση εργασίας δεν μπορεί να καταστήσει υποχρεωτική για τα μέλη της συνδικαλιστικής οργάνωσης την προσχώρηση σε Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης, αφού κάτι τέτοιο θα έρχονταν σε αντίθεση προς το δικαίωμα της αρνητικής συνδικαλιστικής ελευθερίας. Ομοίως, μπορεί να επιλεγεί εκ μέρους του ασφαλισμένου ελεύθερα η αποχώρηση του από το Ταμείο. Μάλιστα, ο νόμος (άρ. 7 παρ.4 ν. 3029/2002) προβλέπει, ότι το καταστατικό πρέπει να ρυθμίζει τους όρους εξόδου του ασφαλισμένου από το Ταμείο.
Πρόσθετο χαρακτηριστικό των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης είναι η παροχή στους δικαιούχους των παροχών επαγγελματικής ασφάλισης, πέραν της παρεχόμενης από την υποχρεωτική (δημόσια) κοινωνική ασφάλιση (Στεργίου ο.α. 1174). Η συμπληρωματική προστασία αφορά, κατ’ αρχήν, τους κλασικούς ασφαλιστικούς κινδύνους γήρατος, θανάτου, αναπηρίας, επαγγελματικού ατυχήματος, ασθενείας, διακοπή της εργασίας. Τέλος, γίνεται δεκτό, ότι στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης μπορούν να συμμετέχουν συνταξιούχοι [είτε υφιστάμενοι κατά τον χρόνο σύστασης του Ταμείου είτε λαβόντες σύνταξη μεταγενεστέρως) (Στεργίου ο.α. σελ. 1165).
Τέλος, αναφορικά με τα έσοδα των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης το άρ. 7 προβλέπει, ότι έσοδα των Ταμείων είναι οι εισφορές εργαζομένων, οι τακτικές και έκτακτες εισφορές των εργοδοτών, οι πρόσοδοι της περιουσίας, η απόδοση των κεφαλαίων και αποθεματικών και κάθε άλλο μέσο. Οι συνέπειες της μη καταβολής των εισφορών δεν προβλέπονται από τον νόμο αλλά καταλείπονται στο καταστατικό του κάθε Ταμείου. Οι εργοδοτικές εισφορές στο επαγγελματικό ταμείο έχουν μισθολογικό χαρακτήρα, αφού δίνονται ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης από τον μισθωτό εργασίας με αφορμή την σχέση εργασίας. Ο μισθολογικός τους χαρακτήρας που συνδέεται και με τον προαιρετικό χαρακτήρα της υπαγωγής στα εν λόγω Ταμεία καθιστά ανεπίτρεπτη οποιαδήποτε μονομερή ανατροπή της προσδοκίας ή του δικαιώματος από τον εργοδότη. Οι εισφορές στα επαγγελματικά/συμπληρωματικά συστήματα ασφάλισης αποτελούν κατά τρόπο σαφή μισθό. Η ενοχική και προαιρετική βάση στην οποία αυτά λειτουργούν προσδίδει στις καταβαλλόμενες εισφορές (που δεν καθορίζονται από το νόμο αλλά από το καταστατικό του Ταμείου) έναν μισθολογικό χαρακτήρα, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός, ότι με τα συστήματα αυτά οργανώνεται λίγο ή πολύ η επαγγελματική αλληλεγγύη (Κ.Κρεμαλή Κοινωνικοί Πόροι, οιονεί εργοδοτικές εισφορές και οι μεταβολές στο νομοθετικό πλαίσιο των ΤΕΑ υπό το φως του Ν. 4254/2014 ΕΔΚΑ 2015 σελ.8).(…)
(…)Ένα εξαιρετικά ιδιόρρυθμο και αμφιβόλου συνταγματικότητας κράμα νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου με την μορφή Επαγγελματικών Ταμείων υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης έχει διαμορφωθεί μέσω της θέσπισης του άρ. 36 του ν. 4052/2012, σύμφωνα με το οποίο: «1. Στο ΕΤΕΑ εντάσσονται από την έναρξη λειτουργίας του: α) το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), β) οι τομείς του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα (ΤΕΑΙΤ), γ) το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΕΑΔΥ) και οι τομείς αυτού «ΤΕΑΠΟΚΑ» και «ΤΑΔΚΥ», δ) το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ) ως προς την επικουρική ασφάλιση, ε) οι τομείς του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ) και στ) ο Κλάδος Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ ως προς τους κατ` επικουρική ασφάλιση ασφαλισμένους του. Το ΕΤΕΑ λειτουργεί με ενιαία διοικητική και οικονομική οργάνωση.
2. Μέχρι την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του ΕΤΕΑ τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο ταμεία, τομείς και κλάδοι δύνανται με αποφάσεις των αντιπροσωπευτικότερων οργανώσεων των ασφαλισμένων κάθε ταμείου ή τομέα ή κλάδου να εξαιρούνται από την ανωτέρω ένταξη.
3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης δύνανται να εντάσσονται στο ΕΤΕΑ μέχρι 31.12.2012, μετά από σύμφωνη γνώμη των αντιπροσωπευτικότερων οργανώσεων των κλάδων ασφαλισμένων και μετά από εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης και άλλα επικουρικά ταμεία, καθώς και όσα από τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου εξαιρέθηκαν.
4. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού ταμεία, τομείς ή κλάδοι επικουρικής ασφάλισης που δεν εντάσσονται μέχρι τις 31.12.2012 στο ΕΤΕΑ μετατρέπονται αυτοδίκαια σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) υποχρεωτικής ασφάλισης, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 7 και 8 του ν. 3029/2002 (Α` 160)».
Τέτοια ταμεία, που εξαιρέθηκαν από την ένταξη στο ΕΤΕΑ και συστάθηκαν ως Επαγγελματικά Ταμεία επικουρικής υποχρεωτικής ασφάλισης είναι συνολικά 4 (Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων, Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Υπαλλήλων Εμπορίου Τροφίμων, Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Υπαλλήλων Φαρμακευτικών Εταιριών και Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης προσωπικού Εταιρειών Πετρελαιοειδών). Σημειώνεται, ότι η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί γενικά για την δημιουργία αντίστοιχων ταμείων, αφού αφενός είχε μεταβατικό χαρακτήρα και αφετέρου αφορούσε συγκεκριμένα νομικά πρόσωπα, στα οποία δόθηκε η δυνατότητα να τραπούν σε Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης υποχρεωτικού χαρακτήρα.
Το κρισιμότερο, ωστόσο, θέμα, που ανακύπτει από την εν λόγω διάταξη είναι ότι μοναδικό στοιχείο, που στηρίζει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των ταμείων αυτών είναι η αναφορά της λέξεως «υποχρεωτικής ασφάλισης» στο τέλος της παρ. 4 του άρ. 36 του ν. 4052/2012. Αντιθέτως, η παραπομπή του ιδίου του νομοθέτη στις διατάξεις του άρ. 7 και 8 του ν. 3029/2002, που ωστόσο, διέπει τα επαγγελματικά ταμεία, με όλα τα χαρακτηριστικά του, όπως εκτέθηκαν ανωτέρω [μεταξύ αυτόν τον συμπληρωματικά και προαιρετικό χαρακτήρα, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συμβαδίσει με την έννοια της υποχρεωτικότητας και της καθολικότητας, που προκύπτει από την μετατροπή των ταμείων αυτών σε φορείς υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης] καθιστά το είδος αυτό των ασφαλιστικών Ταμείων εξόχως προβληματικό.
Και τούτο διότι ο νομοθέτης φαίνεται, χωρίς συστηματικό τρόπο να δανείζεται χαρακτηριστικά δύο διαφορετικών τύπων ασφαλιστικών φορέων, ήτοι των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (που εντάσσονται στον δεύτερο πυλώνα) και των Φορέων επικουρικής ασφάλισης (που εντάσσονται στον πρώτο πυλώνα) (Κ.Κρεμαλή Είναι νόμιμη η διατήρηση των καταστατικών διατάξεων του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων (ΤΕΑΑΠΑΕ, ως προς το σύνολο της εργοδοτικής εισφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις της μνημονιακής νομοθεσίας ΕΔΚΑ 2016, σελ. 120) (…)
(…) Υπό την έννοια αυτή στην Ελλάδα το σύστημα συντάξεων είναι σύστημα κοινωνικής ασφάλειας, όπως έχει γίνει δεκτό στην σκέψη 9 της απόφασης C-109/91 (Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-04879), όπου γίνεται δεκτό, ότι: «9. Αντιθέτως, η κατ’ αυτό τον τρόπο ορισθείσα έννοια της αμοιβής δεν μπορεί να αφορά τα συστήματα ή τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως όπως, παραδείγματος χάρη, τις συντάξεις λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, που ρυθμίζονται απευθείας από τον νόμο, με αποκλεισμό κάθε στοιχείου διαβουλεύσεως στους κόλπους της επιχειρήσεως ή του οικείου επαγγελματικού κλάδου, και που έχουν υποχρεωτική εφαρμογή σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων. Πράγματι, τα συστήματα αυτά διασφαλίζουν στους εργαζομένους το ευεργέτημα ενός προβλεπόμενου από τον νόμο συστήματος στη χρηματοδότηση του οποίου συμβάλλουν εργαζόμενοι, εργοδότες και, ενδεχομένως, οι δημόσιες αρχές σε έκταση που τελεί σε συνάρτηση λιγότερο με τη σχέση εργασίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου και περισσότερο με λόγους κοινωνικής πολιτικής (απόφαση της 25ης Μαΐου 1971, 80/70, Defrenne, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 815, σκέψεις 7 και 8).»
Εκ των ανωτέρω προκύπτει, ότι εννοιολογικά και συστηματικά, τόσο το εθνικό όσο και το κοινοτικό δίκαιο δομεί την ασφάλιση των εργαζομένων και των αυταπασχολούμενων βάσει του συστήματος των τριών πυλώνων, η δε ένταξη των επιμέρους συστημάτων σε έναν εκ των πυλώνων επιφέρει συνέπειες στην οργάνωση και την λειτουργία τους.
3] Ο ΕΔΟΕΑΠ ως φορέας επικουρικής ασφάλισης. Μετά από την παραπάνω συστηματική προσέγγιση των πυλώνων ασφάλισης, πρέπει να αναζητήσουμε την νομική φύση του ΕΔΟΕΑΠ, προκειμένου να καταλήξουμε και στα επιμέρους χαρακτηριστικά του. Ο ΕΔΟΕΑΠ έχει συσταθεί από τον ιδρυτικό του νόμο (άρ. 1 και 2 του α.ν. 248/1967) ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, του οποίου η σύσταση, οργάνωση και λειτουργία διέπεται από τις διατάξεις του καταστατικού του, του α.ν. 248/1967 και των περί αλληλοβοηθητικών σωματείων διατάξεων. Παρόλη την νομική του φύση ως ΝΠΙΔ ο σκοπός του ΕΔΟΕΑΠ είναι η παροχή επικουρικής ασφάλισης, στα οριζόμενα από τον νόμο πρόσωπα. Πρόκειται επί της ουσίας για ένα σκοπό, που αρμόζει σε ΝΠΔΔ, πολύ δε περισσότερο από την στιγμή, που η υπαγωγή των ασφαλισμένων στον ΕΔΟΕΑΠ και η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών εκ μέρους τους ορίζονται ως υποχρεωτικές (αρ.3 και 6 του α.ν.248/1967). Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έκρινε με την υπ’ αρ. 5/2002 απόφαση του, ότι ο εν λόγω οργανισμός λειτουργεί κατά νόμο ως οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης, η πλειοψηφία όμως των μελών του απέφυγε να τοποθετηθεί εάν είναι επιτρεπτή η παροχή δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με την αιτιολογία, ότι εν προκειμένω κρίσιμο ζήτημα ήταν η διακρίβωση του αρμοδίου δικαστηρίου για την επίλυση των διαφορών, που προέκυπταν από τις πράξεις των οργάνων του ΕΔΟΕΑΠ, οι οποίες αφορούσαν στην υπαγωγή στην ασφάλιση και εν γένει στις σχέσεις μεταξύ αυτού και των ασφαλισμένων του. Από την πλευρά του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο ΕΔΟΕΑΠ αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο έχει προέλθει από την συγχώνευση των αλληλοβοηθητικών σωματείων, που είχαν συστήσει οι αντίστοιχες συνδικαλιστικές οργανώσεις, τα μέλη των οποίων υπάγονταν στην υποχρεωτική ασφάλιση του. Εξάλλου, με την υπ’ αρ. 5/2002 απόφαση του ΑΕΔ επιλύθηκε μόνο το ζήτημα της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων για την επίλυση των διαφορών, που ανακύπτουν μεταξύ αυτού και των ασφαλισμένων του χωρίς να λυθεί το πρόβλημα εάν αυτός θεωρείται ΝΠΔΔ. Τούτο συνεπάγεται, ότι αποτελεί ιδιόρρυθμό ασφαλιστικό οργανισμό, ο οποίος δεν αποτελεί φορέα γενικής υποχρεωτικής επαγγελματικής κατηγορίας, αφού διατηρεί όπως προκύπτει από τις καταστατικές του διατάξεις την σωματειακή του υφή και απευθύνεται σε πρόσωπα, που συμμετέχουν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, που το ίδρυσαν.
Προσφάτως, ωστόσο, το Συμβούλιο της Επικρατείας (Α Τμήμα) με τις υπ’ αρ. 1314/2016 και 1483/2016 αποφάσεις του έκρινε, εμμέσως πλην σαφώς τον χαρακτήρα του ΕΔΟΕΑΠ ως φορέα υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης, δεχόμενο, ότι οι δημοσιογράφοι υπάγονται στην υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση του ΕΔΟΕΑΠ, ανεξαρτήτως της συμμετοχής τους ή μη σε επαγγελματικής ενώσεις.
Από τον συνδυασμό των κανόνων, που διέπουν την λειτουργία του ΕΔΟΕΑΠ και της νομολογίας του ΣτΕ, προκύπτει, ότι ο ΕΔΟΕΑΠ είναι φορέας υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης και όχι αλληλοβοηθητικό σωματείο επικουρικής ασφάλισης, στο οποίο η συμμετοχή προϋποθέτει την ιδιότητα του μέλους συγκεκριμένης συνδικαλιστικής οργάνωσης. Ο ΕΔΟΕΑΠ, συνεπώς, ανήκει στον πρώτο πυλώνα ασφάλισης, χορηγεί δηλαδή παροχές εκ του νόμου, υποκαθιστώντας το δημόσιο σύστημα επικουρικής ασφάλισης για συγκεκριμένη κατηγορία ασφαλισμένων.
Μολαταύτα, οργανώνεται σε δημοκρατική- συμμετοχική βάση, σύμφωνα με το καταστατικό του, στοιχείο, που συναντάται έντονα στα αλληλοβοηθητικά σωματεία. Υπό την έννοια αυτή, ο ΕΔΟΕΑΠ είναι μοναδικός στην σύλληψη και την οργάνωση του, καθώς δεν ομοιάζει με κανένα άλλο σύστημα υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης.
4] Επί των δυνατών λύσεων στο πρόβλημα της αναμόρφωσης του ΕΔΟΕΑΠ. Εκ των ανωτέρω προκύπτουν και οι λύσεις, μέσω των οποίων μπορεί ο ΕΔΟΕΑΠ νομικά να μεταβληθεί στις επιμέρους παραμέτρους, που τον διέπουν, σύμφωνα με το περιεχόμενο της συμφωνίας, που θα επιτευχθεί μεταξύ των μερών (εργοδοτών και εργαζομένων).
Έτσι, δύο λύσεις θα μπορούσαν να προταθούν:
[α] Τροποποίηση του υφιστάμενου νομοθετικού καθεστώτος, που διέπει τον ΕΔΟΕΑΠ (Ν.248/1967 και Καταστατικού του).
Όπως και ανωτέρω εκτέθηκε ο ΕΔΟΕΑΠ είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ιδιότυπος φορέας υποχρεωτικής, επικουρικής ασφάλισης, με μοναδικότητα στην λειτουργία και την οργάνωση του. Οι διατάξεις, που τον διέπουν είναι αυτές του ν. 248/1967 “Περί σύστασης Ενιαίου Δημοσιογραφικού Οργανισμού Επικουρικής Ασφάλισης και Περίθαλψης” (όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 712/1977), του καταστατικού του και των διατάξεων, που αφορούν τα αλληλοβοηθητικά σωματεία.
Συνεπεία αυτού, και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος, ότι οι διατάξεις περί αλληλοβοηθητικών σωματείων, συνεχίζουν να ισχύουν, θα μπορούσε μέσω τροποποιήσεως του ν.248/1967 και του καταστατικού του ΕΔΟΕΑΠ να μεταβληθούν τα κρίσιμα στοιχεία της οργάνωσης και της λειτουργίας του, όπως θα προκύψουν μέσω της συμφωνίας των μερών (εργοδοτών και εργαζομένων), ήτοι τα μέλη του, τους πόρους του, την σύνθεση του Διοικητικού του Συμβουλίου (εάν κάτι τέτοιο αποφασιστεί από την κοινή συμφωνία των μερών) καθώς και κάθε άλλο θέμα, που αφορά την μετάβαση στην νέα οργανωτική δομή. Η προσέγγιση αυτή διασώζει πλήρως τον χαρακτήρα του ΕΔΟΕΑΠ ως ασφαλιστικό φορέα εντεταγμένο στον πρώτο πυλώνα ασφάλισης, ήτοι φορέα υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης, διασφαλίζει πλήρως την ιδιοτυπία, για την οποία κάναμε λόγο ανωτέρω και τελικώς μεταβάλλει κατ’ ελάχιστο την λειτουργία και την νομική του φύση. Πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι ο νομοθέτης δεν περιορίζεται από κανέναν συνταγματικό κανόνα να αποδεχτεί και να ενσωματώσει στην νομοθετική του παραγωγή συμφωνίες των κοινωνικών εταίρων, ιδιαίτερα όταν αυτό γίνεται εντός του υφιστάμενου πλαισίου, που διέπει τον Οργανισμό.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί, ότι ως φορέας υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης (εντεταγμένος στον πρώτο πυλώνα) μπορεί να απολαμβάνει τα προνόμια των φορέων του Δημοσίου, μεταξύ άλλων και των διαδικασιών είσπραξης, βάσει των διατάξεων του ΚΕΔΕ, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές, που το ίδιο το Δημόσιο εξοπλίζει φορείς του, ανεξαρτήτως της νομικής τους μορφής με προνόμια, που ανήκουν σε αυτό.
[β] Μετατροπή σε καθεστώς Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης υποχρεωτικού χαρακτήρα.
Όπως και ανωτέρω εκτέθηκε είναι σοβαροί οι προβληματισμοί, που μπορεί κανείς να εκφράσει αναφορικά με τα 4 υβριδικά Επαγγελματικά Ταμεία, που παρέχουν υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση. Ο κυριότερος προβληματισμός είναι, ότι δεν υφίσταται τεχνικά δομημένο νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου οι εν λόγω φορείς κινούνται, με αποτέλεσμα να έχουν χαρακτηριστικά και του πρώτου και του δεύτερου πυλώνα ασφάλισης. Το σενάριο αυτό, προκαλεί ομοίως σοβαρούς προβληματισμούς αναφορικά με την δυνατότητα του κράτους να παρέχει υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση μέσω φορέων, που τεχνικά αποτελούν ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης και συνεπεία αυτού κινούνται στο πλαίσιο του δεύτερου πυλώνα. Η λύση αυτή καθιστά εξόχως προβληματική και την δυνατότητα να υπάρξει παραχώρηση δικονομικών και άλλων προνομίων του Δημοσίου, στους εν λόγω φορείς αφού στην πραγματικότητα οι κανόνες, που τους διέπουν είναι αυτοί των επαγγελματικών ταμείων.
Εάν τελικώς αυτή η λύση προκριθεί στην περίπτωση του ΕΔΟΕΑΠ, τότε επιβάλλεται να προβλεφθεί ένα συστηματικά δομημένο νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου οι εν λόγω φορείς κινούνται, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που δεν θα καταλείπονται στην βούληση των συμβαλλόμενων μερών και με κανόνες, που θα διέπουν την λειτουργία τους κατά τρόπο, ώστε να είναι σαφής ο χαρακτήρας τους. Σε αντίθετη περίπτωση, η δημιουργία ενός υβριδικού μοντέλου ασφάλισης, προκαλεί ποικίλα προβλήματα αναφορικά με την υποχρεωτικότητα για τους εργοδότες, που δεν συμβάλλονται για την δημιουργία του φορέα, την δυνατότητα είσπραξης ποσοστού επί του τζίρου και εν γένει την λειτουργία του φορέα.
Η παρούσα ανάλυση αποτελεί πρόταση -πλαίσιο, που αποσκοπεί να διευκρινίσει το νομοθετικό καθεστώς του ΕΔΟΕΑΠ και να υποδείξει τον βέλτιστο τρόπο, μέσω του οποίου μπορεί να δρομολογηθεί η μετεξέλιξη του. Το περιεχόμενο της συμφωνίας, οι επιμέρους όροι, που θα προβλεφθούν καταλείπεται στους κοινωνικούς εταίρους, οι οποίοι και αναλαμβάνουν, μέσω διαπραγμάτευσης να προβούν στον καθορισμό τους.