Διαβάζουμε τη συνέντευξη του Γ. Πλειού στη Free Sunday στην Αγγελική Σπανού
Στη δίνη της διαπλοκής και των συχνοτήτων
Ενώ η σύγκρουση κυβέρνησης-καναλαρχών μαίνεται, με φόντο τον νέο νόμο για τις τηλεοπτικές συχνότητες, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ανάλυση του καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργου Πλειού, που γνωρίζει σε βάθος όλα όσα έχουν συνδεθεί με τον όρο «διαπλοκή» στη χώρα μας και έχει ισχυρή πολιτική σκέψη, ώστε να βλέπει τις πτυχές που υπερβαίνουν το στενά οικονομικό πλαίσιο.
Έχει γίνει πολύς θόρυβος γύρω από τον νέο νόμο για τις τηλεοπτικές συχνότητες. Θα βγάλει κάπου;
Δεν γνωρίζουμε ακόμα. Είχα επισημάνει από την αρχή ότι αν δεν οριστεί πρώτα το ΕΣΡ, θα είναι δύσκολη η εφαρμογή του νέου νόμου. Διότι δεν ήταν πιθανό τα κόμματα της αντιπολίτευσης να συναινέσουν να συγκροτηθεί το ΕΣΡ προκειμένου να εφαρμόσει έναν νόμο τον οποίον είχαν καταψηφίσει. Αυτό ακριβώς λένε επισήμως τα κόμματα της αντιπολίτευσης σήμερα. Θέλω όμως να σημειώσω ότι είναι ανορθολογικό και καθόλου ευρωπαϊκό να τορπιλίζει κάποιος τη συγκρότηση μιας ανεξάρτητης αρχής προκειμένου να μην εφαρμόσει έναν νόμο με τον οποίο διαφωνεί. Στην πράξη, αυτό συνιστά στήριξη του ισχύοντος ανομικού καθεστώτος. Η εμπειρία των τελευταίων ετών έχει δείξει ότι όργανα όπως το ΕΣΡ, που προαπαιτούν μια κουλτούρα συναίνεσης, δυσλειτουργούν, καθώς αυτή εκλείπει, και επομένως ίσως πρέπει να γίνουν κάποιες αλλαγές. Το Σύνταγμα, στο άρθρο 15, γράφει ότι το ΕΣΡ ασκεί έλεγχο και επιβάλλει πρόστιμα. Τις αρμοδιότητές του τις ορίζει λεπτομερώς ο νόμος, ο οποίος μπορεί και να αλλάξει.
Υπάρχει ορθολογικός-αποτελεσματικός-δημοκρατικός τρόπος να μπει τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο;
Το μεγάλο πρόβλημα των ελληνικών ΜΜΕ είναι η μεγάλη εξάρτησή τους από την πολιτική εξουσία και ιδιαίτερα από το κράτος. Διότι η οικονομική στήριξη των ΜΜΕ εκ μέρους του κράτους και του πολιτικού προσωπικού προϋποθέτει πολιτικά ανταλλάγματα. Αυτή η τριτοκοσμική μετατροπή χρήματος σε πολιτική στήριξη και αντιστρόφως συνιστά το δικό μας δημοκρατικό έλλειμμα. Κατά την άποψή μου, ο πιο αποτελεσματικός και συνάμα δημοκρατικός τρόπος να μπει τάξη είναι να ακολουθήσουμε όχι τα πρόσωπα, δηλαδή τους καναλάρχες (όπως εισήγαγε η λογική του βασικού μετόχου), αλλά το χρήμα τους.
Το χρήμα α) που ρέει από το κράτος ή τις τράπεζες με την εγγύηση του κράτους προς μη βιώσιμα αλλά πολιτικώς χρήσιμα και συνεπώς διαπλεκόμενα ΜΜΕ, β) το μαύρο χρήμα, που αφενός είναι παράνομο και αφετέρου στηρίζει παράνομα ΜΜΕ. Αν αυτό συμβεί, θα είναι πολύ δύσκολο για τα πολιτικά πρόσωπα να εξυπηρετήσουν οικονομικά τους καναλάρχες για να εξυπηρετηθούν πολιτικά από αυτούς.
Στελέχη της αντιπολίτευσης μιλούν για πρακτικές Βόρειας Κορέας, η κυβέρνηση τους καταγγέλλει ως υπηρέτες της διαπλοκής. Ισχύει κάτι από τα δύο;
Προφανώς είναι υπερβολικός και άστοχος ο όρος με στόχο να περιγραφεί η κυβερνητική παρέμβαση στη λειτουργία των ΜΜΕ. Αυτές τις πρακτικές ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις από τότε που δημιουργήθηκε η κρατική τηλεόραση και προηγουμένως το κρατικό ραδιόφωνο. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 τις ίδιες πρακτικές ακολούθησαν οι κυβερνήσεις και στην ιδιωτική τηλεόραση. Επ’ αυτής της βάσεως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εισήγαγε τον όρο «διαπλοκή», τον οποίο χρησιμοποίησε ο Κώστας Καραμανλής και πλέον πολλοί άλλοι, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ. Γενικότερα, η πολιτική-κρατική εξάρτηση των ΜΜΕ είναι ένα μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα. Συνεπώς, όταν κάποιος φορέας που έχτισε το φαινόμενο μιλάει για «Βόρεια Κορέα», θυμόμαστε τη φράση «είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα». Η παρούσα κυβέρνηση ήρθε στην εξουσία επαγγελλόμενη την καταπολέμηση της διαπλοκής και των ολιγαρχών, ως έναν από τους σημαντικότερους στόχους της. Συνεπώς θα κριθεί, και μάλιστα αυστηρά, όταν έρθει η ώρα του απολογισμού.
Θα σας ενοχλούσε η αγορά συχνότητας από ξένο επενδυτή; Μπορεί να υπάρξει διεθνές ενδιαφέρον;
Η ενοικίαση, όχι αγορά, δεν μπορεί να απαγορευτεί σε ξένο επενδυτή στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Άλλωστε Έλληνας επιχειρηματίας είχε λ.χ. τηλεοπτικό σταθμό στη Βουλγαρία και έμαθα ότι το ίδιο κάνει σήμερα κάποιος άλλος. Επιπλέον, δεν μπορούμε να ξέρουμε με σιγουριά την εθνικότητα του αυριανού ιδιοκτήτη ούτε των υπαρκτών ΜΜΕ, όταν οι μετοχές αλλάζουν γρήγορα χέρια.
Αν και είναι δύσκολο, θεωρώ ότι δεν πρέπει να αποκλείεται το ενδιαφέρον ξέρων επενδυτών ευθέως ή μέσω παρένθετων προσώπων. Έχω ακούσει, αν και δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, ότι θα υπάρξει τέτοιο ενδιαφέρον από χώρες της Ε.Ε. Πολλά ελληνικά τηλεοπτικά ΜΜΕ είναι υπερχρεωμένα και ουσιαστικά χρεοκοπημένα. Αν μάλιστα κοπεί ή περιοριστεί η διαπλοκή, θα επιταχυνθεί η χρεοκοπία τους, οπότε οι δυνατότητες για ξένες επενδύσεις πολλαπλασιάζονται. Έτσι, δεν αποκλείεται χρεοκοπημένοι καναλάρχες να επενδύσουν στον «πατριωτισμό» για να περισώσουν τις προβληματικές επιχειρήσεις τους.
Μία από τις κατηγορίες που δέχεται ο αρμόδιος υπουργός αναφέρεται σε παρασκηνιακή προεπιλογή δυνητικών ιδιοκτητών καναλιών. Είναι δυνατόν;
Φαντάζομαι, αντιλαμβάνεστε ότι δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν κάτι τέτοιο ισχύει. Υποθέτω ότι όσοι το υποστηρίζουν το κάνουν επειδή ο αρμόδιος υπουργός έχει μεγάλη δύναμη αναφορικά με την αδειοδότηση. Θεωρητικά, εξαιτίας αυτής της δύναμης, δεν μπορεί να αποκλειστεί η προσυνεννόηση. Το έχω γράψει, άλλωστε, στη δημόσια αξιολόγηση του νόμου που έκανα στο πρόσφατο παρελθόν. Ωστόσο, από το σημείο αυτό μέχρι να θεωρούμε βέβαιο ότι συμβαίνει υπάρχει μεγάλη απόσταση. Σε κάθε περίπτωση, καλό θα ήταν ο νόμος να μη δίνει τέτοια δύναμη στον υπουργό, αλλά να διαπνέεται από τη λογική «follow the money», όπως ήδη εξήγησα. Παρά τις ατέλειες, στις οποίες έχω αναφερθεί δημόσια, ο νόμος έχει θετικά που πρέπει να αξιοποιηθούν, ώστε επιτέλους να γίνει μια αρχή να νομιμοποιηθεί το τοπίο των ΜΜΕ.
Το Μέγαρο Μαξίμου ανοίγει μέτωπο με τα κανάλια. Έχουν δίκιο στον ισχυρισμό ότι γίνεται ωμή προπαγάνδα για να πληγεί η κυβέρνηση;
Όπως προείπα, δεν είναι η πρώτη φορά που το Μαξίμου ανοίγει αυτό το μέτωπο. Το επιχείρησε λ.χ. ο Κ. Καραμανλής. Στο παρελθόν αυτή η προσπάθεια αποσκοπούσε στην απεξάρτηση από συγκεκριμένους οικονομικούς κύκλους, όχι γενικά από τους οικονομικούς κύκλους. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να υπάρξει πλήρης απεξάρτηση του πολιτικού προσωπικού από τους ολιγάρχες, διότι απεξάρτηση της πολιτικής από την οικονομική εξουσία γενικώς είναι αδύνατο.
Τα ελληνικά ΜΜΕ πάντα έκαναν προπαγάνδα. Ιδιαίτερα από τότε που ξέσπασε η κρίση, περισσότερο τα ιδιωτικά. Αυτά υπήρξαν πάντα πιο μνημονιακά και από τις κυβερνήσεις που εφάρμοσαν μνημονιακές πολιτικές. Τώρα επίσης κάνουν περισσότερο προπαγάνδα και λιγότερο δημοσιογραφία. Ωστόσο, να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα. Ο ρόλος των ΜΜΕ είναι να ελέγχουν την κυβέρνηση εκπροσωπώντας τους πολίτες, όχι το αντίστροφο, όπως έκαναν μέχρι πρόσφατα. Είναι μεροληπτικά, όχι επειδή τώρα ασκούν κριτική στην κυβέρνηση αλλά επειδή δεν το έκαναν στο παρελθόν. Από την άλλη, είναι προσεκτικά στην προπαγάνδα τους, καθώς περιμένουν να δουν πώς θα εξελιχθεί η δική τους σχέση ως επιχειρήσεων με την εκτελεστική εξουσία.
Και η ΕΡΤ; Ποιο είναι το κεντρικό συμπέρασμα περίπου έναν χρόνο μετά την επαναλειτουργία της;
Είχα γράψει σε ανύποπτο χρόνο πως η επαναφορά της ΕΡΤ σε ικανοποιητικά επίπεδα ίσως διαρκέσει 3-5 χρόνια. Ωστόσο, αυτό θα ίσχυε στην περίπτωση που η ΕΡΤ θα άνοιγε με ένα ικανοποιητικό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, χωρίς εξάρτηση από την εκάστοτε κυβέρνηση, αξιοποιώντας την εμπειρία των δύο χρόνων λειτουργίας παρά το «μαύρο» και κάνοντας να κινητοποιηθεί αυτός ο κοιμώμενος ραδιοτηλεοπτικός γίγαντας, σε μια εποχή, μάλιστα, κατάρρευσης των ιδιωτικών σταθμών. Σχεδόν έναν χρόνο μετά την επαναφορά της, αν και δεν λείπουν τα προβλήματα, η ΕΡΤ είναι περισσότερο πλουραλιστική απ’ ό,τι κατά το παρελθόν. Υπάρχουν όμως ζητήματα στο περιεχόμενο και στη λειτουργία της. Είναι «πολύ πολιτική», την ίδια ώρα που εξελίσσονται χιλιάδες πράγματα στην Ελλάδα και στον κόσμο, κατά κύριο λόγο στα περισσότερα ζητήματα έχει φωνή ο πολιτικός κόσμος, ενώ λείπουν οι «ειδικοί» (βλ. λ.χ. ISIS), έχει μια ξεπερασμένη δομή και ύφος, η περιφέρεια εξακολουθεί να είναι αφανής και πολλά άλλα. Θεωρώ ότι πρέπει να αλλάξει γρήγορα η οργάνωση και το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, αλλά κυρίως η μορφή και το περιεχόμενο του προγράμματος.
Σε σχέση με την ελευθερία του Τύπου, η ελληνική κατάσταση είναι καλή, κακή, μέτρια;
Ως μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ελευθερία του Τύπου και των ΜΜΕ (ECPMF), αλλά και με βάση την κατάταξη των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RWB) για το 2015, που μας τοποθετεί στη θέση 91 μεταξύ 180 χωρών –η Ουγκάντα λ.χ. είναι στη θέση 97–, η κατάσταση του Τύπου στην Ελλάδα δεν είναι καθόλου καλή. Σε αυτό έχει συμβάλει ο χειρισμός της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στο παρελθόν, η αστυνομική βία κατά δημοσιογράφων, η παρεμπόδιση πρόσβασής τους στα γεγονότα, οι διώξεις εναντίον δημοσιογράφων και δημοσιολογούντων (λ.χ. υπόθεση Παστίτσιου), η μεροληπτική στάση ιδιοκτητών και διευθυντών ΜΜΕ απέναντι στα γεγονότα, καθώς και η εργοδοτική στάση τους απέναντι στους δημοσιογράφους. Τέλος, μην ξεχνάμε δολοφονίες, όπως του Γκιόλια και του Φύσσα. Ο Φύσσας, αν και δεν ήταν δημοσιογράφος, δολοφονήθηκε για τις απόψεις που εξέφραζε. Η δολοφονία του ήταν και ένα έγκλημα κατά της ελευθερίας του λόγου με πολύ ευρύτερη σημασία. Γι’ αυτό οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί πρέπει να γνωρίσουν την πιο αυστηρή τιμωρία που προβλέπουν οι νόμοι.