Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, λένε. Και μέχρι τώρα, δυο μήνες και κάτι από τις εκλογές πολλά λόγια λέγονται για τη γνωστή μας “διαπλοκή”. Από το 1995 και δώθε όλοι οι πρωθυπουργοί της χώρας “συγκρούστηκαν” με τη διαπλοκή. Με τα γνωστά αποτελέσματα, την ενσωμάτωσή των κυβερνήσεων τους στους στόχους της διαπλοκής. Ενόψει μιας νέας σκληρής, κατά πώς φαίνεται- διαπραγμάτευσης με επίκεντρο τα “διαπλεκόμενα” και επειδή ακόμη δεν είδαμε και δεν ακούσαμε τίποτε (σε σχέση με όσα έχουν συμβεί και καταγραφεί στο πολιτικό παρελθόν), το blog δημοσιεύει την επίσημη θέση των ιδιοκτητών τηλεόρασης (των καναλαρχών και διαπλεκόμενων, όπως χαρακτηρίζονται παντού) το 2013. Τότε ακριβώς που αναμενόταν άλλη μια τηλεοπτική αδειοδότηση ως “μνημονιακή υποχρέωση” της κυβέρνησης. Για να καταλήξει η υπόθεση τον Νοέμβρη του 2013, στη γνωστή έγκριση από την κυβέρνηση της ψηφιακής πλέον διαπλοκής. Είχαν προηγηθεί ωστόσο κι άλλες διακηρύξεις. Το 2010, τότε που για πρώτη φορά η τηλεοπτική αδειοδότηση εντάχθηκε-για να βγει μετά από τη μνημονιακή σύμβαση- στις υποχρεώσεις του κράτους προς τους δανειστές. Για να θυμίσουμε λίγο τα μεγάλα λόγια, είχαν γραφτεί τα εξής:
“Απάντηση στο ερώτημα σε πόσα εκατομμύρια ευρώ αποτιμάται η δημόσια περιουσία του τηλεοπτικού φάσματος επιχειρείται να δοθεί από την κυβέρνηση το επόμενο διάστημα. Η απόφαση αυτή συνδέεται άμεσα με τις εξελίξεις στη χορήγηση των ψηφιακών τηλεοπτικών αδειών για τις οποίες η προκήρυξη θα πρέπει να γίνει έως το 2011″ (Ισοτιμία, Γενάρης 2010). “Να διακόψει ή να φρενάρει την ανέγερση του πολυτελούς αυθαιρέτου των «καναλαρχών» που λέγεται «ψηφιακή τηλεόραση» και στήθηκε στα θεμέλια του νόμου 3592/2007 της Ν.Δ, μελετά η κυβέρνηση με εντολή του Γ.Παπανδρέου“. (Ελευθεροτυπία, Γενάρης 2010)
Μετά 5 χρόνια, η νέα κυβέρνηση θέτει πάλι στις υποχρεώσεις προς δανειστές, το στόχο είσπραξης 350 εκατ. ευρώ από τηλεοπτικές αδειοδοτήσεις. Επειδή τα πιθανά σενάρια εκτίμησης ανήκουν στον τομέα της χειραγώγησης, τα κυβερνητικά αρμόδια στελέχη οφείλουν να ξεκαθαρίσουν το επόμενο διάστημα το πώς ακριβώς προκύπτει το ποσό αυτό. Και επειδή οι καναλάρχες έχουν την εμπειρία τουλάχιστον πέντε κυβερνήσεων που “χτύπησαν” τη διαπλοκή, τηρούν στάση αναμονής. Τόσοι νόμοι για τα ΜΜΕ έχουν ξαναγραφτεί με τη συμμετοχή τους…
Προς το παρόν ας θυμηθούμε την επίσημη θέση τους, στο όχι και τόσο μακρυνό 2013.
Ε.Ι.ΤΗ.Σ.Ε.Ε. Τηλεοπτικές Συχνότητες, Παραεμπόριο και Τέλη Συχνοτήτων
Με αφορμή το δημόσιο διάλογο των ημερών για τις τηλεοπτικές άδειες και τη χρήση συχνοτήτων από τους τηλεοπτικούς σταθμούς, η Ενωση Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ) έχει να παρατηρήσει τα ακόλουθα:
Από το 1989 μέχρι σήμερα, το Κράτος έχει προκηρύξει 4 φορές τις τηλεοπτικές άδειες (1990, 1992, 1998, 2003) και, με εξαίρεση την ημιτελή αδειοδότηση το 1993 του διαγωνισμού του 1992, δεν ολοκλήρωσε τις διαδικασίες αξιολόγησης χωρίς καμμία σοβαρή αιτιολόγηση. Καίτοι μονίμως – επί 24 έτη – αναμένεται η προκήρυξη και ολοκλήρωση των σχετικών διαγωνιστικών διαδικασιών, το Κράτος ακολουθεί εμβαλωματικές λύσεις, συνεχώς μεταβάλλοντας το νομικό πλαίσιο, χωρίς όμως, να το εφαρμόζει. Ετσι σήμερα λειτουργούν όσοι απέμειναν από τους αρχικά 12 αδειοδοτηθέντες σταθμούς (από το 1993), αλλά και άνω των 120 επιγενομένως «νομίμως λειτουργούντες» περιφερειακοί σταθμοί καθώς και άνω των 15 τηλεοπτικά προγράμματα που μεταδίδονται από τους πάσης φύσεως φορείς του δημόσιου τομέα.
Από το 1995 – που το πρώτον προβλέφθηκαν νομοθετικώς τα τέλη συχνοτήτων ως αντάλλαγμα – μέχρι σήμερα, το Κράτος εισπράττει ανελλιπώς και εμπροθέσμως τα οριζόμενα τέλη συχνοτήτων από τους τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας μέλη της ΕΙΤΗΣΕΕ. Παρατηρείται όμως ότι εξακολουθεί να διακινείται από πολιτικά χείλη, διαχρονικά, η ατεκμηρίωτη αιτίαση ότι «τα κανάλια» δεν πληρώνουν αντάλλαγμα για τις κρατικές συχνότητες.
Από το 1989 – που το πρώτον προβλέφθηκε νομοθετικά η υποχρέωση του Κράτους να εκδώσει χάρτη συχνοτήτων και να εκχωρήσει τη χρήση συγκεκριμένων συχνοτήτων σε κάθε τηλεοπτικό σταθμό – έως σήμερα, ουδέποτε εκδόθηκαν οι κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου διοικητικές πράξεις εκχώρησης των συχνοτήτων για τις οποίες όπως προείπαμε πληρώνουν οι σταθμοί μέλη της
Από το 1989 μέχρι σήμερα, το Κράτος ουδέποτε προσδιόρισε με πλήρη, διαφανή, αιτιολογημένο και σαφή τρόπο τα όρια που επιθυμεί για τη δημόσια δραστηριότητα στην τηλεόραση. Ως αποτέλεσμα, ο πάσης φύσεως δημόσιος τομέας διαρκώς διογκούται με προφανή κατασπατάληση δημοσίου χρήματος (παραδείγματα: Αγροτικό Κανάλι «Δήμητρα», «EURONEWS – ΕΛΛΑΣ», διόγκωση της ΕΡΤ ΑΕ, Κανάλι της Βουλής, κ.ο.κ.). Το κόστος λειτουργίας του δημόσιου τομέα υπερβαίνει το συνολικό ετήσιο τζίρο των επιχειρήσεων της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης.
Ο ορισμός των μελών του ΕΣΡ αποτελεί αρμοδιότητα της διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, γίνεται με κομματικά κριτήρια, τα δε μέλη του ΕΣΡ ουδέποτε ορίζονται εγκαίρως. Κατ’ αποτέλεσμα το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε παράνομες τις συνθέσεις του ΕΣΡ για μακρές χρονικές περιόδους του παρελθόντος, ενώ εκκρεμούν κρίσεις του δικαστηρίου και για τρέχουσες περιόδους.
Όλες αυτές οι διαπιστώσεις προφανώς δεν χρεώνονται ως ευθύνη των τηλεοπτικών σταθμών μελών της ΕΙΤΗΣΕΕ, που όλοι τους έχουν αδειοδοτηθεί. Όμως τα αποτελέσματα αυτών των παραλείψεων επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην τηλεόραση. Τέτοιες παραλείψεις οδηγούν τους εσαεί «υπό νομιμοποίηση» επιγενομένως «νομίμως λειτουργούντες» σταθμούς σε πελατειακές σχέσεις καθώς και στο παραεμπόριο συχνοτήτων με την ανοχή του Κράτους και με τη διαχρονική αβελτηρία του ΕΣΡ. Ετσι φθάσαμε μέχρι του σημείου να δηλωθεί πρόσφατα από την ιδιοκτησία σταθμού που διέκοψε προ πολλού τη λειτουργία του αλλά κατόπιν μετέγνωσε ότι «… έχει κερδίσει στην πράξη την άδεια πανελλαδικής εμβέλειας και θα την υπερασπισθεί με κάθε τρόπο» (!).
Η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος στον κόσμο που το εγχείρημα της μετάβασης στην ψηφιακή τηλεοπτική εκπομπή έχει πέσει αποκλειστικά στους ώμους του ιδιωτικού τομέα. Και όμως, ακόμη και αυτό το εγχείρημα, που υλοποιεί ευρωπαϊκή υποχρέωση της χώρας, που θα προσφέρει στο Δημόσιο το λεγόμενο «ψηφιακό μέρισμα» ως πλούτο συχνοτήτων για εφαρμογή νέων τεχνολογιών, που απαιτεί επένδυση πρόσθετων κεφαλαίων στην παρούσα συγκυρία από τις επιχειρήσεις και που προϋποθέτει την κρατική μέριμνα για την «εκπαίδευση» των τηλεθεατών στη λήψη ψηφιακών προγραμμάτων, συναντά μικρόνοες αντιδράσεις. Αναφέρουμε ως δείγμα γραφής ότι το ΕΣΡ απορρίπτει ακόμη και τις αιτήσεις του αρμόδιου Υπουργείου για έγκριση της δωρεάν καμπάνιας ενημέρωσης του κοινού για την ψηφιακή μετάβαση.
Αυτά είναι τα δεδομένα και αυτή είναι η αλήθεια.
Ε.Ι.ΤΗ.Σ.Ε.Ε.
Αθήνα, 10 Ιανουαρίου 2013