Μιντιακοί αυτοσαρκασμοί
του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
στην “Αυγή της Κυριακής”
Επιτρέψτε μου να καταχραστώ τον χώρο με ένα ολίγον αυτοαναφορικό κείμενο. Που μπορεί, πάντως, να έχει ευρύτερο ενδιαφέρον.
Ξεκινώ από τον τίτλο. Η λέξη σαρκάζω, από το σαρξ- σαρκός, αρχικά σήμαινε ξεσκίζω σάρκες. Αργότερα απέκτησε τη μεταφορική έννοια που γνωρίζουμε: ειρωνεύομαι, αλλά με τόσο δηκτικό (εκ του δάκνω=δαγκώνω) τρόπο, που μοιάζει με δάγκωμα, με ξέσκισμα σάρκας. Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει, λέμε, πόσο μάλλον σάρκες. Ο σαρκασμός, όμως, μπορεί να έχει και εντελώς μαζοχιστικό στόχο, οπότε γίνεται αυτοσαρκασμός. Αυτά με την ετυμολογία.
Στο θέμα τώρα. Ο σαρκασμός και ο αυτοσαρκασμός μπορεί να έχουν στις μέρες μας μια ανυπόφορη σχέση με την αρχική τους κυριολεξία, όταν αφορούν τις σχέσεις κανιβαλικού ανταγωνισμού ανάμεσα σε επιχειρήσεις, κλάδους, εργαζόμενους. Καθώς η μνημονιακή «προσαρμογή» της οικονομίας συρρικνώνει δραματικά τη «λεία» των επιχειρήσεων, την «πίτα» των αγορών, τις δουλειές και τους μισθούς των εργαζομένων, ο ανταγωνισμός όλων με όλους φτάνει σε αυτο-σαρκαστικά επίπεδα.
Τα ΜΜΕ είναι χαρακτηριστικό πεδίο της μάχης. Τις μέρες αυτές κυκλοφορεί μια νέα εβδομαδιαία εφημερίδα που ονομάζεται «Επένδυση», από τον όμιλο (πλέον) Κουρτάκη. Η εφημερίδα «επενδύει» στο κενό που άφησε εδώ και δέκα μήνες η εκτός κυκλοφορίας συνώνυμη εφημερίδα «Επενδυτής». Εδώ και ένα μήνα, επίσης, κυκλοφορεί μια ακόμη εβδομαδιαία εφημερίδα, του πασίγνωστου «πρωταθλητή» εκδοτικών χρεοκοπιών Μ. Ανδρουλιδάκη, υπό τον τίτλο «Εξέλιξη». Αυτό που πραγματικά «εξελίσσεται» στην «Εξέλιξη» είναι η εφημερίδα που κάποτε ανήκε στον ίδιο «εκδότη», άλλαξε χέρια τέσσερις φορές, και τώρα εμφανίζεται ως οικονομικό ένθετό της, υπό τον τίτλο «ο αυθεντικός Επενδυτής». Το «αυθεντικός», εννοείται, στις διαφημίσεις εξαφανίζεται.
Αυτό που δεν γνωρίζουν οι αναγνώστες που ίσως αγοράσουν τις δύο εφημερίδες είναι ότι η «γέννησή» τους συναρτάται μεν τον «θάνατο» της προκατόχου τους, του «κανονικού» Επενδυτή, και με τον εργασιακό «θάνατο» μερικών δεκάδων εργαζομένων (μεταξύ τους και ο υπογράφων, παρ’ ότι ομολογεί ότι «βολεύτηκε» σε νέο πεδίο), τους οποίους οι ιδιοκτήτες του άφησαν απλήρωτους, ανασφάλιστους, ξεκρέμαστους, με πλήθος παρανομιών που απασχολούν ήδη τη Δικαιοσύνη. Η ΕΣΗΕΑ έχει καταγγείλει το «πλιάτσικο» με τους τίτλους των εφημερίδων. Ωστόσο, οι μεν εκδότες των νέων βερσιόν «Επενδυτή» κρύβονται πίσω από την τυπική νομιμότητα που επιτρέπει τον «κανιβαλισμό», οι δε εκδότες του «κανονικού» Επενδυτή (Σκαναβής – Μπενέκος) μια χαρά βολεύονται από την εξέλιξη: Ελπίζουν ότι η αγορά θα ενταφιάσει οριστικά τις τεράστιες υποχρεώσεις τους έναντι εργαζομένων, Ταμείων, Δημοσίου, τραπεζών, οι ίδιοι θα αφιερωθούν απερίσπαστοι στη διάσωση της άλλης υπερχρεωμένης εφημερίδας τους, του «Ελεύθερου Τύπου», και, τελικώς, οι λίγοι και καλοί survivors θα βολευτούν στο συρρικνωμένο μετα-μνημονιακό μιντιακό σύμπαν.
Αυτό είναι μια ιστορία μάλλον κοινότοπη για τα σαρκαστικά και αυτοσαρκαστικά ήθη του επιχειρηματικού ανταγωνισμού. Δεν σοκάρει πια η πειρατική μεθοδολογία που επικρατεί, στηριγμένη πάνω στη διάτρητη «νομιμότητα» -εργασιακή, ασφαλιστική, επιχειρηματική- που έχει αφήσει η «μεταρρυθμιστική» πλημμυρίδα.
Εκείνο που, προσωπικά τουλάχιστον, με σοκάρει είναι η χαλαρότητα με την οποία υπεισέρχονται στο ίδιο ηθικό σύμπαν οι εργαζόμενοι: Κανείς δεν βρίσκει κάτι αυτοκαταστροφικό στη δημιουργία ενός νέου προϊόντος πάνω στην εξαφάνιση του παλιού. Κανείς δεν βρίσκει παράδοξο να δουλέψει σε μια νέα εφημερίδα, απόλυτη προσομοίωση της παλιάς που οδηγήθηκε στη χωματερή. Κανείς δεν βρίσκει προβληματικό το ότι η θέση εργασίας που καταλαμβάνει προϋποθέτει την καταστροφή μιας άλλης. Κανείς δεν θεωρεί αφύσικο το να «προχωρά μπροστά» αφήνοντας τους άλλους πίσω, με αποδυναμωμένα τα διαπραγματευτικά τους όπλα για τα αυτονόητα που διεκδικούν.
Ούτε αυτό είναι καινούργιο, φυσικά. Από καταβολής καπιταλισμού αυτό που έτρεφε τον ανταγωνισμό των αστών ήταν η μετατροπή του σε ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων – τα έχει περιγράψει γλαφυρά ο Ένγκελς αυτά. Απλώς, στον ιδιότυπο κόσμο των εγχωρίων ΜΜΕ, όπου η έννοια του ανταγωνισμού αποτελεί ευφημισμό για το καρτέλ που έχει συγκροτηθεί γύρω από τον μνημονιακό μονόδρομο, έχει καταλυθεί ακόμη κι ο στρεβλός, ηθικός κώδικας της δημοσιογραφικής «συντεχνίας». Αυτός που συντηρούσε την ψευδαίσθηση του «περιούσιου λαού» της 4ης Εξουσίας. Η 4η Εξουσία έχει μείνει γυμνή, ο περιούσιος λαός της κατά 50% άνεργος κι όσοι επιμένουν να συντηρούν τον επίπλαστο «ανταγωνισμό» απλώς συμβάλλουν στην περαιτέρω συρρίκνωση ενός κλάδου σε ιστορική υπαρξιακή κρίση.
Το ηθικό δίδαγμα είναι ότι όσοι «προχωρούν μπροστά» αφήνοντας άλλους «πίσω», απλώς θέτουν υποψηφιότητα να βρεθούν κι αυτοί σύντομα ανάμεσά τους. Όσοι έχουμε εμπλακεί στις διαδοχικές περιπέτειες του «Επενδυτή» από ιδιοκτήτη σε ιδιοκτήτη (Ανδρουλιδάκης, Πειραιώς, Αλαφούζος, Γιαννίκος, Σκαναβής – Μπενέκος – ρεκόρ!) ίσως καταλαβαίνουμε τι σήμαιναν τελικά οι μικρές «απώλειες» που καταγράφονταν από τη μια επανεκκίνηση στην άλλη. Αυτό εν είδει αυτο-σαρκασμού για τους κατόχους του «κώδικα»…