Περί ΜΜΕ, δημοσιογράφων και κρατικής εξάρτησης

Αλήτες, ρουφιάνοι και άλλοι δημοσιογράφοι: Υπάρχει ενημέρωση χωρίς πλουραλισμό και διαφάνεια; 

Από το thepressproject.gr, γράφει ο Μηνάς Κωνσταντίνου

Μερική αναδημοσίευση του άρθρου

Το φιάσκο της ενίσχυσης του Τύπου

Όπως είναι προφανές, οι ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους εκδότες που χρωστάνε σε εργαζόμενους, δεν έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους και δεν είναι ασφαλιστικά και φορολογικά ενήμεροι, δεν ήρθαν τον περσινό Οκτώβριο επειδή ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης γνώριζε πως τον Μάρτιο επίκειται μία πανδημία που θα απαιτήσει προγράμματα χρηματοδότησης του Τύπου. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα,  ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θα ανακοίνωνε τη χρηματοδότηση του προγράμματος ενίσχυσης Τύπου της κυβέρνησης για τις εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας.

Ήταν τότε που ο Στέλιος Πέτσας δημοσίευε την πρώτη λίστα του, αυτή με τις 36 εφημερίδες που θα ελάμβαναν ετήσια κρατική επιχορήγηση στο πλαίσιο του προγράμματος ενίσχυσης του Τύπου, ένα μνημείο προχειρότητας και υποκρισίας του ανθρώπου που έχει αναλάβει να εκπροσωπεί την κυβέρνηση στον Τύπο. Εκδοτικές επιχειρήσεις με ελάχιστους εργαζόμενους και πολύ μικρή κυκλοφορία ετοιμάζονταν να λάβουν πλήρη ποσά, καθώς ο νόμος που το καλοκαίρι του 2019 όριζε αυστηρά κριτήρια για τις εργασιακές σχέσεις όσων επρόκειτο να επιδοτηθούν από το κράτος, αποδομήθηκε το φθινόπωρο με την έλευση της νέας κυβέρνησης.

Τελικά, οι αντιδράσεις για την προσβλητική συμπερίληψη της ρυπογόνας φυλλάδας του Μακελειού με χρηματοδότηση ύψους 200.000 ευρώ, ακριβώς όσα θα ελάμβαναν εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, ανάγκασε τον κυβερνητικό αξιωματούχο να κηρύξει άτακτη υποχώρηση. Καθυστερώντας για πολλούς τη «διάσωση» που περιγράφεται παραπάνω, ο Στ. Πέτσας υποσχέθηκε νέο πρόγραμμα ενίσχυσης, ρίχνοντας επί της ουσίας στο καναβάτσο τους εκδότες του περιφερειακού Τύπου, στους οποίους ο ίδιος είχε υποσχεθεί από τον περασμένο Νοέμβριο ουσιαστικές λύσεις για την ενίσχυσή τους, που είναι από τις ελάχιστες πηγές χρηματοδότησής τους.

Η ενίσχυση για τα περιφερειακά Μέσα  έμελλε να έρθει αρκετούς μήνες αργότερα, με την αφορμή του κορονοϊού, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως οι περιφερειακές εκδόσεις των οποίων η εκδοτική εξουσία σε τίποτα δεν θυμίζει αυτή των εργολάβων της ενημέρωσης, παρέμειναν για όλους αυτούς τους μήνες δέσμιες του κυβερνητικού εκπροσώπου, καθώς είχαν δομήσει τον οικονομικό τους προγραμματισμό στις «υποσχέσεις» του Στ. Πέτσα.

Η κρατική ενημέρωση και τα τανκς

Η ΕΡΤ είναι ένας ακόμα τομέας που οι παρεμβάσεις που έχει επιλέξει η κυβέρνηση να κάνει είναι εμβληματικές. Λουκέτο μπορεί να μην έβαλε όπως ο Αντώνης Σαμαράς, ρίχνοντας μαύρο σε μία νύχτα, όμως φαίνεται πως τα «τανκς» που ζητούσε ο βουλευτής Μπογδάνος για την κρατική τηλεόραση εμφανίστηκαν ως κομματικά πεζοπόρα στο ραδιομέγαρο.

Με την ΕΡΤ και το Αθηναϊκό Πρακτορείο να υπάγονται με το καλημέρα στο Μέγαρο Μαξίμου και τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η διοίκηση της κρατικής τηλεόρασης πέρασε στον διευθυντή του γραφείου Τύπου της Νέας Δημοκρατίας προ εκλογών και του πρωθυπουργού μετέπειτα, μία κίνηση που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Σαν να μην έφτανε η μεταπήδηση του Κωνσταντίνου Ζούλα στο τιμόνι της κρατικής τηλεόρασης, ο μέχρι πρότινος «ρεπόρτερ Νέας Δημοκρατίας», Γιάννης Τρούπης, ο ένας εκ των δύο δημοσιογράφων της ιστορικής πλέον συνέντευξης Σαμαρά στη ΝΕΡΙΤ, σκαρφάλωσε γρήγορα στη θέση του Διευθυντή Ειδήσεων και Ενημερωτικών Εκπομπών, αφού πέρασε λίγους μήνες στη θέση του Συντονιστή των δελτίων ειδήσεων, της Διεύθυνσης News Room και της Γενικής Διεύθυνσης Ενημέρωσης.

Παραλαμβάνοντας μία ΕΡΤ την οποία κατηγορούσε για έλλειψη πολυφωνίας και αντικειμενικότητας, μαζί με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, τα δύο κρατικά Μέσα γρήγορα εντάχθηκαν σε έναν μηχανισμό που οδήγησε το δεύτερο ακόμα και στην περικοπή δηλώσεων ευρωπαίων ηγετών ή και του ίδιου του πρωθυπουργού από συνεντεύξεις του σε ξένα Μέσα ενημέρωσης, και την πρώτη να συναγωνίζεται σε ευτέλεια τα ιδιωτικά ΜΜΕ και να παρουσιάζει εν μέσω πανδημίας ρεπορτάζ για την κατάσταση στα ξένα νοσοκομεία, και όχι τα ελληνικά. Αυτό το τελευταίο αποτελεί και την κύρια αιτία που οι εργαζόμενοι στον κλάδο της υγείας αναγκάζονταν ακόμα και να διοργανώνουν διαδικτυακές συνεντεύξεις Τύπου για να επικοινωνήσουν τα προβλήματα του συστήματος υγείας, αφού τα ιδιωτικά κανάλια αντλούν υλικό κυρίως από την κρατική τηλεόραση.

Σημειώνεται δε πως την περίοδο αυτή, εργαζόμενοι της ΕΡΤ και της ευρύτερης κρατικής τηλεόρασης έχουν δημοσίως καταγγείλει παρεμβάσεις και λογοκρισία με διάφορες αφορμές, που εκτείνονται από τα ρεπορτάζ για το προσφυγικό στα νησιά, έως και τα προβλήματα του υγειονομικού κλάδου. «Διοικείτε την ΕΡΤ 2020 όχι την ΥΕΝΕΔ 1971» διαμαρτυρήθηκαν τα μέλη της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) τον περασμένο Απρίλιο.

Οι αρμοί της διανομής Τύπου 

Ένα ακόμα από τα ελληνικά παράδοξα στον Τύπο είναι αναμφίβολα η συγκέντρωση μεγάλων Μέσων ενημέρωσης, έντυπων, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών στα χέρια του βαρόνου των μήντια Βαγγέλη Μαρινάκη. Ο ίδιος επιχειρηματίας είναι και εκείνος που κρατά το μονοπώλιο στη διανομή εφημερίδων και περιοδικών σε όλη τη χώρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα ΜΜΕ που εξαρτώνται από τη μοναδική εταιρεία διανομής στη χώρα. Το πρακτορείο «Άργος» είναι το μοναδικό πρακτορείο διανομής Τύπου στην Ελλάδα και ανήκει, ιδιοκτησιακά, στην Alter Ego (βλ. Μαρινάκης, ΝΕΑ και ΒΗΜΑ), στα Παραπολιτικά και στο Πρώτο Θέμα.

Έναν χρόνο από την ανάληψη της εξουσίας από το κόμμα με το οποίο αποδεδειγμένα έχει εξαιρετικά στενές σχέσεις ο υπόδικος επιχειρηματίας, παρά την φωτογραφική αλλαγή ηγεσίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ο ελέφαντας στο δωμάτιο της διανομής Τύπου δεν έχει καταφέρει να κρυφτεί πίσω από την επίφαση νομιμότητας, με εφημερίδες όπως το Documento και η Εφημερίδα των Συντακτών να έχουν κάνει επανειλημμένως δημόσιες καταγγελίες. Άλλωστε, ακόμα και με μια πιο φιλική Επιτροπή Ανταγωνισμού, η εταιρεία «Άργος» βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτεπάγγελτα ασφαλιστικά μέτρα και εκκλήσεις να παύσει την αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης συγκεκριμένων φύλλων εφημερίδων και τη διακριτική μεταχείριση εναντίον τους, ενώ πλέον, Κομισιόν και Επίτροπος Ανταγωνισμού παρακολουθούν στενά τις πρακτικές καρτέλ που ακολουθούνται.

Την εποχή όμως που το πρώτο κόμμα στη χώρα δαπανά το μεγαλύτερο ποσό στην Ευρώπη των 27 για διαδικτυακή διαφήμιση, όπως τα 256.000 της Νέας Δημοκρατίας που δημοσίευσε η Google για τις περσινές διπλές εκλογές, θα ήταν αφέλεια να αφήσουμε έξω από τη συζήτηση το «ψηφιακό» πρακτορείο διανομής ειδήσεων. Είτε με την απλή αναζήτηση, είτε στοχευμένα με τα Google News, ο διεθνής κολοσσός είναι ο ρυθμιστής που ανεβάζει και κατεβάζει ιστοσελίδες μέσα από τις υπηρεσίες της, συνεπώς δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρηθεί ως τέτοιο.

Πώς θα έμοιαζε όμως εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε εντάξει τον διευθυντή του μεγαλύτερου μηντιακού ομίλου της χώρας στο υπουργικό του συμβούλιο και είχε διορίσει στενό σύμβουλό του τον επικεφαλής του μεγαλύτερου εκδοτικού ομίλου της χώρας; Συνεπές, θα απαντούσε κανείς εάν είχε διάθεση για χιούμορ, αφού συντονιστής του κυβερνητικού έργου είναι σήμερα ο μέχρι πρότινος διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, ενώ τέτοια πρόσωπα έχουν και στο παρελθόν βρει χώρο στο Μέγαρο Μαξίμου. Ωστόσο, η συμμετοχή του Περιφερειακού Διευθυντή Νοτιοανατολικής Ευρώπης της Google μέχρι τον Μάιο, Γιώργου Ζαριφόπουλου, στην κυβέρνηση ως υφυπουργός Εσωτερικών, και αυτή του επικεφαλής του Δημιουργικού Εργαστηρίου (Creative Lab) της Google σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική μέχρι πρότινος στη θέση του επικεφαλής δημιουργικού (Chief Creative Officer) στην Προεδρία της Κυβέρνησης, Στηβ Βρανάκη, απαιτούν ως απάντηση κάτι παραπάνω από χιούμορ.

Με τόσο μεγάλα ποσά, ως μεγαλύτερος πελάτης και στο τιμόνι της κυβέρνησης, προκύπτει εύλογα η αγωνία για το κατά πόσο εξασφαλίζεται πως δεν θα επηρεαστεί η πληροφορία που παρέχει στους αναγνώστες της η Google, η οποία κρατά την πρόσβαση και τον έλεγχο της πληροφορίας. Αυτό όμως δεν είναι το μόνο ερώτημα ηθικής τάξης -και όχι μόνο- που γεννά η εμπλοκή της Google, καθώς το διαδίκτυο αποτέλεσε το προνομιακό πεδίο για τη Νέα Δημοκρατία στον δρόμο της προς την εξουσία, και η σύγκρουση συμφερόντων που δημιουργεί η εμπλοκή τόσο μεγάλων στελεχών στην κυβέρνηση αφήνει βαριές σκιές.

Άλλωστε, ποιος ξεχνάει πως η Νέα Δημοκρατία είχε «καταφέρει» να εξασφαλίσει τον μεγαλύτερο χώρο και χρόνο της πλατφόρμας του Youtube προεκλογικά, στρατηγική η οποία συνοδεύτηκε από καταγγελίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης για διάθεση υπέρογκων ποσών ύψους 1 εκατ. ευρώ εκτός θεσμικού πλαισίου. Παράλληλα, ακόμα και σήμερα μπορεί κανείς να βρει προεκλογικά βίντεο του κόμματος που δεν τηρούν την πολιτική της Google για την «αποκάλυψη που προσδιορίζει ποιος έχει πληρώσει για τη διαφήμιση», χωρίς καμία απολύτως κύρωση, ούτε για την εταιρεία, ούτε για το κόμμα.

Ολόκληρο το άρθρο του Μ.Κωνσταντίνου το βρίσκεται στο thepressproject.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *