Να διεκδικήσουμε την «ολική επαναφορά» του ρεπορτάζ και της έρευνας

προπαγάνδαΑπό τον Νάσο Μπράτσο στο metopoanatropismme

Σοβαρές είναι οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων στη δημοσιογραφία, που τείνει να γίνει είδος προς εξαφάνιση το ρεπορτάζ και η έρευνα, τα οποία για πολλά χρόνια ήταν η αιχμή του δόρατος στο να χτίζονται σχέσεις εμπιστοσύνης των ΜΜΕ με το κοινό τους.
Έτσι τα τελευατία χρόνια έχουν μπει στη δημοσιογραφία γενιές που δεν τρίφτηκαν στο ρεπορτάζ, αλλά βρέθηκαν με τη μία στην «ευκολία» των social media, των κινητών και των Non paper.
Η εξέλιξη αυτή όχι μόνο δεν χάλασε τους εργοδότες, αλλά ήταν αυτοί που την επεδίωξαν και την επέβαλλαν, ειδικά όταν άρχισε να μετασχηματίζεται η εργοδοτική πλευρά από παρδοσιακούς  εφημεριδάδες που τους ενδιέφεραν να πουλάνε ένα καλό προϊόν και όχι χαρτί για τυλίγουν τα ψάρια στα ιχθυοπωλεία, σε επιχειρηματίες που επένδυαν σε ΜΜΕ, με παράλληλη προώθηση μέσω αυτών και της υπόλοιπης επιχειρηματικής δράσης.
Εργοδοτικά συμφέροντα εκτός ΜΜΕ, διαπλοκή με κυβερνήσεις, περικοπές, παίξαν το ρόλο τους στην υποχώρηση της ερευνητικής δημοσιογραφίας και του ρεπορτάζ και τη γιγάντωση των «αιθουσών σύνταξης», ή της «καθετοποιημένης» εργασίας, αδιαφορώντας αν διαφορετικά ΜΜΕ στον ίδιο όμιλο (ραδιόφωνο, ιστοσελίδα, τηλεόραση) έχουν διαφορετικούς ρυθμούς  που δεν πρέπει να καταναλώνουν το ίδιο δημοσιογραφικό προϊόν με καρμπόν σε όλα τα ΜΜΕ του ομίλου, γιατί κάπου η δουλειά δεν θα γίνει καλά.
Ψιλά γράμματα τόσο για τους ιδιοκτήτες, όσο και για κάποιες κατηγορίες διευθυντικών στελεχών, που αντί να προβληματιστούν για το πόσα ΜΜΕ έχουν φουντάρει τα τελευταία χρόνια, αναπαράγουν τις ίδιες αποτυχημένες συνταγές, ως καπετάνιοι του Τιτανικού που δεν βλέπουν το παγόβουνο.
Δεν είναι αδυναμία κατανόησης του προβλήματος αλλά τολμώ να πω πολιτική επιλογή (ούτε καν δημοσιογραφική επιλογή).
Τα τελευταία χρόνια υπήρξε συστηματική προσπάθεια μεταξύ μεγάλων ομίλων και πρακτορείων, σε συνεργασία με κυβερνητικούς και επιχειρηματικούς κύκλους, να διοχετευτούν ρεπορτάζ, ταυτόχρονα, με στόχο την κάλυψη επικοινωνιακών αναγκών κυβερνήσεων.
Ελέγχεις λοιπόν το «υδραγωγείο ειδήσεων» και την «κάνουλα ενημέρωσης» και αποφασίζεις πόσο και τι ποιότητας «νερό» θα πιούν οι αίθουσες σύνταξης που δεν έχουν ρεπόρτερ, ή έστω έχουν ελάχιστους.
Συχνά – πυκνά το αναγνωστικό κοινό – ακροατές – τηλεθεατές αντιλαμβάνεται τις μαϊμουδιές και δικαίως διαμαρτύρεται και απαξιώνει το σύνολο των ΜΜΕ και του δημοσιογραφικού έργου. Άδικο για όλους η ισοπέδωση, αλλά συμβαίνει.
Έτσι επαναλαμβάνεται το φαινόμενο των πρώτων χρόνων της «ελεύθερης ραδιοφωνίας», όπως είχε ονομαστεί. Άνοιξαν πολλοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι περισσότεροι με παραπλήσιες φυσιογνωμίες και γρήγορα ξεφούσκωσαν όλοι, αφήνοντας χώρο για θεματικά ραδιόφωνα.
Έτσι και τα τηλεοπτικά κανάλια, που γέμισαν τις οθόνες μας με αντικολλητικά τηγάνια και μασαζοκαλσόν, έτσι και οι ιστοσελίδες που επιδίδονται σε ανελέητο copy paste πέρα από κάθε δεοντολογία, αλλά και φτηνά κόλπα με τίτλους του επιπέδου κάντε κλικ να δείτε ποιού μοντέλου ο αέρας σήκωσε τη φούστα. Τα «Μακελειά» δεν προέκυψαν από παρθενογέννεση, αλλά ως η πιο γνήσια εκδοχή μιας ολόκληρης σχολής.
Η ανάγκη που υπάρχει είναι να «ξαναγυρίσουμε» στις επιλογές της ενίσχυσης και ενθάρρυνσης της έρευνας και του ρεπορτάζ και αν φαντάζει «κοστοβόρο» για την εργοδοσία, στην πραγματικότητα δεν είναι γιατί φέρνει αποτέλεσμα, μόνο που ο βασικός νόμος του κεφαλαίου όπως έλεγαν και κάποιοι παλιοί, δεν είναι η ποιότητα, αλλά η γρήγορη συσσώρευση σε βάρος των ανταγωνιστών τους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που προκύπτουν. Δεκαετίες παραδειγμάτων σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας το επιβαβαιώνουν.
Άρα και στα ΜΜΕ η ποσότητα (πχ αριθμού αναρτήσεων, σελίδων, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών, κλπ) δεν οδηγεί υποχρεωτικά στην ποιότητα, όσο και αν οι διαχειριστές – διευθυντικά στελέχη τα μετράνε όλα με νούμερα (εκτός της χασούρας, εκεί φταίνε πάντα οι άλλοι και ειδικά οι εργαζόμενοι – άλλη παλιά αντίληψη που υπάρχει σε πολλούς κλάδους και εκτός ΜΜΕ).
Και όμως όπου υπήρξαν αχτίδες ερευνητικής δημοσιογραφία και πραγματικά ρεπορτάζ, είδαμε ότι τιμήθηκαν από την εμπιστοσύνη του κόσμου, δείγμα ότι «υπάρχει ζωή» και για τα συγκεκριμένα δημοσιογραφικά είδη δουλειάς, αλλά φυσικά και για το κριτήριο του κόσμου, τον οποίο αρκετοί στα ΜΜΕ αντιμετωπίζουν με σνομπισμό, ακόμα και στην ίδια την ΕΡΤ που άνοιξε κυρίως από τους αγώνες της κοινωνίας και ως δημόσιο ΜΜΕ θα έπρεπε να έχει άλλες ευαισθησίες.
Συνεπώς οφείλουμε να διεκδικούμε και να υπερασπιζόμαστε αταλάντευτα τρια πράγματα.
1)δημόσια ΜΜΕ ανοιχτά στην κοινωνία , που  να μην είναι υποστελεχωμένα όπως σήμερα, με ενίσχυση του τομέα των ρεπορτάζ και πραγματικό κοινωνικό έλεγχο. Αντίληψη που απέχει από την προωθημένη αντίληψη της αυτοδιαχείρισης που εκφράσαμε όσοι βρεθήκαμε τη διετία 2013-2015 στον αγώνα για το ξανάνοιγμα της ΕΡΤ,  αλλά δεν την αναιρεί ως στρατηγικό στόχο.
2)ενίσχυση των ανεξάρτητων φωνών στα ΜΜΕ που λειτουργούν σαν «πιλότοι» και σαν αντίβαρο στις ματσακονιές όσων ελέγχουν δημόσια και ιδιωτικά ΜΜΕ.
3)δυνατά σωματεία στα ΜΜΕ ώστε ειδικά στο χώρο των ιδιωτικών ΜΜΕ να μπορούν να εξελιχθούν σημαντικές παραγωγές χωρίς πιέσεις και εκβιασμούς σε βάρος ανασφαλών εργαζομένων  σε συνθήκες γαλέρας και να αποκρούονται παρεμβάσεις για ιδιοτελή συμφέροντα συχνά σε βάρος της κοινωνίας (θυμηθείτε μόνο πως καλυφθηκε η προεκλογική περίοδος του 2015 στο δημοψήφισμα που ο ΣΥΡΙΖΑ μετά έκανε την κυβίσθηση).
Και πάνω από όλα η αντίληψη ότι οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ είμαστε τμήμα της κοινωνίας, και πρέπει να βρισκόμαστε στο πλευρό της. Χωρίς αυτόν τον προσανατολισμό και με αρκετές αντιλήψεις «ξεπεσμένης αριστοκρατίας» εντός του κλάδου , δεν πάμε πουθενά.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *