Τοπίο MME μετά τη μάχη

φέικΑπό τον Γιώργο Πλειό, Καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στα “Ενθέματα” της “Αυγής” 

 

Το 1970 το σκηνοθετικό καμάρι της Λ.Δ. Πολωνίας και μετέπειτα οπαδός του Βαλέσα, Αντρέι Βάιντα, έριχνε στις κινηματογραφικές αίθουσες του κόσμου την ταινία «Τοπίο μετά τη μάχη». Ο νεαρός ποιητής Tadeusz, σοκαρισμένος από την εμπειρία του εγκλεισμού του στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, διστάζει να δεχθεί την πρόταση της Εβραιοπούλας Νίνα να φύγουν μαζί στη Δύση. Κάποια στιγμή η Νίνα πέφτει νεκρή κατά λάθος από αμερικανικά πυρά.

Αν είχαν φύγει στη Δύση αντί να μένουν στη χώρα τους υπό την παρουσία Δυτικών, ίσως και να ’χε γλιτώσει. Η Νίνα δεν είχε πεθάνει από τους ναζί, αλλά από τους λυτρωτές της απ’ αυτούς. Η αντινομία αυτή είναι, νομίζω, ένα σημαντικό δίδαγμα της ταινίας, το οποίο θέλω να προεκτείνω στα ΜΜΕ.

Πριν από μερικά χρόνια δυο ξένοι ερευνητές σημείωναν ότι μερικά βασικά γνωρίσματα των ΜΜΕ στις χώρες της Ν. Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, είναι η παρουσία πολλών ΜΜΕ, ιδιαίτερα έντυπων (πλέον θα πρόσθετα και διαδικτυακών), σε αντίθεση με τις χώρες της βόρειας Ευρώπης (πάντα σε συνάρτηση με το μέγεθος της χώρας και του πληθυσμού), χαμηλός βαθμός πωλήσεων, χαμηλός βαθμός επαγγελματισμού, υψηλός βαθμός εξωτερικού πλουραλισμού και σχολιαστικής δημοσιογραφίας, κρατική μορφή δημόσιας τηλεόρασης, παρέμβαση (και οικονομική) του κράτους και των πολιτικών κομμάτων στον χώρο των ΜΜΕ, συμπεριφορά των στελεχών των ΜΜΕ κυρίως ως προπαγανδιστών και λιγότερο ως δημοσιογράφων που εκπροσωπούν το κοινό τους κ.ά.

Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, και ιδιαίτερα με το σοκ της κρίσης, πολλά πράγματα άλλαξαν. Πολλά ΜΜΕ έκλεισαν. Συγκεκριμένα στα χρόνια της κρίσης έκλεισαν 50 έντυπα ΜΜΕ, 48 στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, 9 ραδιοσταθμοί και 3 τηλεοπτικοί σταθμοί, ενώ έκλεισαν ή πουλήθηκαν τουλάχιστον 4 μεγάλοι όμιλοι. Τα διαφημιστικά έσοδα το διάστημα 2007 – 2017 μειώθηκαν σχεδόν 55%.

Κατά την περίοδο της κρίσης (2010 – 2017) η ανεργία μόνο στους δημοσιογράφους έφτασε το 40% τη στιγμή που την περίοδο 2000 – 2005 ήταν μόλις 2%, ενώ δύσκολα υπολογίζεται ο αριθμός των εργαζομένων στα ΜΜΕ που έχασαν τη δουλειά τους, ο οποίος φαίνεται να ανέρχεται πανελλαδικά σε πάνω από 6.000 – 7.000. Πρέπει να υπολογιστούν ακόμα εκείνοι που «γράφουν» αλλά δεν πληρώνονται (η λέξη «εργάζονται» δεν ταιριάζει σ’ αυτήν την περίπτωση), εκείνοι που πληρώνονται με καθυστέρηση και βεβαίως το μέγα πλήθος των χαμηλά αμειβόμενων.

Στις συνέπειες της κρίσης θα πρέπει ακόμη να συνυπολογιστούν η μείωση των ανταποκριτών των ΜΜΕ και η αγορά έτοιμων ειδήσεων από τα πρακτορεία ή/και το copy – paste, η διόγκωση του σχολιασμού από δημοσιογράφους ή άμισθους δημοσιολογούντες, η επανάληψη, η προσφυγή σε ολοένα και πιο εντυπωσιοθηρικά περιεχόμενα κ.ο.κ. Δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας και η επέλαση μιας φοβικής στάσης προς τον κόσμο, είτε είναι η Ευρώπη είτε οι γείτονες είτε οι πρόσφυγες είτε γενικώς κάποιοι άλλοι.

Φυσικά πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά των ΜΜΕ δεν εμφανίστηκαν με την κρίση. Η κρίση λειτούργησε ως καταλύτης, επιτάχυνε περισσότερο και σε κάποιες περιπτώσεις ανέστειλε κάποια χαρακτηριστικά του ελληνικού επικοινωνιακού τοπίου. Με την έννοια αυτή μπορούμε να πούμε ότι, ανεξάρτητα από το σημείο της κρίσης στο οποίο βρισκόμαστε, πολλές φωνές συμφωνούν ότι το τοπίο των ΜΜΕ είναι διαφορετικό, και μάλιστα με γυμνό μάτι. Ωστόσο αυτό είναι το εύκολο μέρος της προσέγγισης. Το δύσκολο είναι να εντοπίσουμε το περιεχόμενο αυτής της αλλαγής. Με κίνδυνο απλοποίησης ή υπερβολής θα έλεγα ότι ένα από τα κύρια γνωρίσματα της αλλαγής στο τοπίο των ΜΜΕ είναι η αντινομία, για την ακρίβεια μια σειρά από αντινομίες

Πριν απ’ όλα στο σύνολο των ΜΜΕ παρατηρείται μια αλλαγή στη σύνθεση των επιχειρήσεων ή ομίλων που το αποτελούν. Όμως σε γενικές γραμμές ο τύπος των επιχειρήσεων που το απαρτίζουν σήμερα δεν έχει σημαντικές διαφορές σε σχέση με τον τύπο των επιχειρήσεων του χθες. Φυσικά κάποια παλαιά ονόματα φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων δεν θα τα συναντήσει κάποιος στον χώρο των επιχειρήσεων ΜΜΕ, ενώ θα συναντήσει νέα. Ωστόσο παλαιά ονόματα επιχειρήσεων έχουν περάσει σε νέους ιδιοκτήτες και παλαιοί ιδιοκτήτες εμφανίζονται με νέα ονόματα. Κυρίως όμως ο τύπος των επιχειρήσεων ΜΜΕ, όπως και κάθε άλλου κλάδου στη χώρα, έχει μείνει δομικά ο ίδιος.

Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση συνολικά των ΜΜΕ (και όχι ενός εκάστου ξεχωριστά), αν και παρουσιάζεται μια υποχώρηση των αρνητικών δεικτών στα χρηματοδοτικά στοιχεία πολλών από αυτά, εντούτοις οι ζημίες και τα υψηλά δάνεια εξακολουθούν να αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό τους. Ομοίως, αν και η διαφημιστική δαπάνη παρουσιάζει μια αύξηση περίπου 8% από το 2014 μέχρι πέρυσι, δεν φαίνεται ακόμα ικανή, κατά τη γνώμη μου, να αποτελέσει ισχυρό μηχανισμό χρηματοδότησης των ΜΜΕ. Συνολικά η αγορά δεν φαίνεται ότι είναι ακόμα σε θέση να στηρίξει έναν ισχυρό τομέα ΜΜΕ την ίδια στιγμή που αρκετοί από τους παλαιούς τρόπους επιβίωσής τους, όπως τους περιγράφουν οι προαναφερθέντες ξένοι μελετητές, αλλά και Έλληνες, δεν υπάρχουν.

Σε ό,τι αφορά την απασχόληση, θέσεις εργασίας μπορεί να βρίσκονται, αν και με το σταγονόμετρο, με εξαντλητικά ωράρια, εξαιρετικά χαμηλές αμοιβές (λ.χ. υπάρχουν και αμοιβές 150 ευρώ) και πολλές πιέσεις. Αυτές εντοπίζονται κυρίως στα διαδικτυακά ειδησεογραφικά μέσα και προορίζονται για νέους και εν γένει ψηφιακά εγγράμματους, χωρίς εργασιακή και άλλη (λ.χ. συνδικαλιστική) εμπειρία -οι οποίοι επιπλέον μπορούν ακόμα να συγκατοικούν με τους γονείς τους. Συνολικά οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ, λόγω των συνθηκών εργασίας, είναι συχνά ευάλωτοι σε ποικίλες πιέσεις.

Μιλώντας για την παραγωγή ειδήσεων, ενώ η Ελλάδα διατρέχεται από κρίσεις, όπως την οικονομική, εκείνη της διαχείρισης των προσφυγικών ροών, της επερχόμενης αναδιάρθρωσης στην περιοχή της Μ. Ανατολής κ.ο.κ., η συλλογή ειδήσεων, παρά την πολλαπλότητα των μέσων, φαίνεται να είναι μικρότερη από όσο στο παρελθόν. Αντ’ αυτού ή μεθ’ αυτού, ο ατέρμων σχολιασμός φαίνεται να παίρνει τη θέση των ειδήσεων. Κι αυτό είναι το πιο ευνοϊκό, δωρεάν μάλιστα, λίπασμα για τις ψευδεπίγραφες ή «μαϊμού» ειδήσεις. Γι’ αυτό αρκετοί στρέφονται στα διεθνή μέσα προκειμένου να εξισορροπήσουν αυτό το κενό. Πολλοί ειδησεογραφικοί φορείς, αντί να είναι παραγωγοί και εξαγωγείς ειδήσεων, τη στιγμή μάλιστα που έχουν «χηρεύσει» θέσεις στη διεθνή αγορά, γίνονται εισαγωγείς και καταναλωτές ειδήσεων.

Σε ό,τι, τέλος, αφορά το κοινό, ενώ τα στοιχεία έδειξαν μια σχετική επιστροφή του κοινού στην τηλεόραση τα προηγούμενα χρόνια, συνολικά το μέγεθος του κοινού μειώνεται με την πάροδο του χρόνου και στρέφεται στο Διαδίκτυο κι ακόμα πιο συγκεκριμένα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η Ελλάδα, όπως και η Πορτογαλία, είναι από τις χώρες της Ε.Ε. στις οποίες το ποσοστό των χρηστών Facebook σε σχέση με το ποσοστό των συνδεδεμένων στο Διαδίκτυο είναι υψηλό. Είναι επίσης από τις χώρες κυκλοφορίας σημαντικού ποσοστού ειδήσεων διά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Κυρίως όμως τα στοιχεία δείχνουν ότι η δυσπιστία του κοινού προς τα ΜΜΕ στην Ελλάδα, αν και ελαφρώς μειωμένη, σταθεροποιείται σε υψηλά ποσοστά, περίπου διπλάσια σε σχέση με την υπόλοιπη Ε.Ε. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ε.Ε. στην οποία το Διαδίκτυο, συγκριτικά το πιο «εύκολο» μέσο για τις ψευδεπίγραφες ειδήσεις, τη στιγμή μάλιστα που στις υπόλοιπες χώρες επανέρχεται η εμπιστοσύνη του κοινού στα παραδοσιακά μέσα και μειώνεται προς τα νέα.

Συνοπτικά και συνολικά, το τοπίο των ΜΜΕ στην Ελλάδα μοιάζει σαν «τοπίο μετά τη μάχη». Αυτό όμως που πρέπει να προσέξουμε είναι μήπως κάποιος «λυτρωτής» σκοτώσει τη Νίνα. Μια ματιά στο βουλγαρικό και το τουρκικό τοπίο των εντύπων των τελευταίων χρόνων μπορεί να μας δώσει μια ιδέα για το τι σημαίνει αυτό.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *