Η δημοσιογραφική αποτυχία στις Βρυξέλλες

χρέοςΕυρώπηΔιαβάζουμε:

ΚΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΕΣ: Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ ΤΩΝ ΜΜΕ
Της Ηλιάνας Γιαννούλη

Σε περιόδους οικονομικής και κοινωνικής αναταραχής συνηθίζεται να αναζητούνται οι θύτες και τα θύματα, οι ένοχοι και οι αθώοι, οι φαύλοι και οι ενάρετοι. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια απλουστευμένη, ρομαντική, ίσως, «αφήγηση» της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε. Ένα όμως ερώτημα που συχνά περνά απαρατήρητο είναι το ποιος υπήρξε ο ρόλος του «αφηγητή» στη δημοσιογραφική κάλυψη μιας κρίσης που ξεκίνησε ως αμιγώς ελληνική, αλλά στην πορεία διαφάνηκε ότι υπήρξε καθ’ όλα ευρωπαϊκή. Αλλιώς ειπωμένο, οι δημοσιογράφοι και ιδίως το σώμα των ανταποκριτών που ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες, καλύπτοντας την ΕΕ και τους θεσμούς, τι ρόλο έπαιξε στην εμπέδωση του κυρίαρχου αφηγήματος για την ελληνική κρίση;

Κατόρθωσε να επιτελέσει το δημοσιογραφικό του καθήκον, ενημερώνοντας έγκαιρα την κοινή γνώμη για την έλευση της μεγάλης «καταιγίδας» ή για άλλη μια φορά η δημοσιογραφία αρκέστηκε στο «αναμάσημα» δηλώσεων πολιτικών αξιωματούχων και στην «πώληση» all time classic θεωριών συνομωσίας;

Πριν όμως ασχοληθούμε με τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι ανταποκριτές στις Βρυξέλλες στην κάλυψη της οικονομικής κρίσης, θα ήταν σκόπιμο να δούμε κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτής της ιδιαίτερης κατηγορίας ανταποκριτών. Σύμφωνα με την Lecheler (2013) «οι ανταποκριτές στις Βρυξέλλες δεν αποτελούν τον “παραδοσιακό” τύπο ανταποκριτή, υπό την έννοια ότι δεν καλύπτουν διεθνή θέματα, αλλά εθνικά θέματα από μια διεθνή τοποθεσία». Παράλληλα, πρόκειται για ένα σώμα ανταποκριτών με διαφορετική μεταχείριση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ανάλογα με τη χώρα προέλευσης των δημοσιογράφων και την απήχηση του μέσου για το οποίο εργάζονται (2013b, σ.34-35).

Την ίδια στιγμή, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και ιδίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρούν με έναν καταιγισμό Δελτίων Τύπου και έτοιμων για δημοσίευση video να καλλιεργήσουν την εικόνα μιας ανοιχτής και διαφανούς πληροφόρησης (Martins et al., 2011), ενώ στην ουσία αποβλέπουν στο να επιβάλλουν την ατζέντα τους, μη αφήνοντας περιθώριο για κριτικό αναστοχασμό από τους δημοσιογράφους. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αυξημένη πίεση για στιγμιαίες ειδήσεις που προκαλείται από τον ανταγωνισμό του μιντιακού περιβάλλοντος οδηγεί στην αναπαραγωγή ειδήσεων που καλύπτουν επιφανειακά τα ευρωπαϊκά ζητήματα, χωρίς να επεξηγούν το παρασκήνιο, τα συγκρουόμενα συμφέροντα και τη σύνθετη δυναμική της ευρωπαϊκής διαδικασίας λήψης αποφάσεων[1].

Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί σε άρθρο του ο Σμυρναίος (2015) οι ανταποκριτές στις Βρυξέλλες υιοθετούν κοινά πρότυπα αντίληψης και κοινές ερμηνείες των γεγονότων με τους διοικητικούς και τους πολιτικούς παράγοντες της ΕΕ. Αυτή η εγγύτητα, συνεχίζει ο ίδιος, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ιδεολογική ενισχύει την στενή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των δημοσιογράφων και των πηγών τους διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό τη χειραγώγηση των πρώτων. Στην ίδια ανησυχητική διαπίστωση καταλήγει σε άρθρο της και η Cristina Romero (2009), σημειώνοντας ότι οι πηγές αποτελούν μια τεράστια πρόκληση για τους ανταποκριτές, καθώς πολλές φορές οι δημοσιογράφοι εμφανίζονται «συγκαταβατικοί» ως προς τις απόψεις των πηγών τους.

Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα κατά την περίοδο της κρίσης φάνηκε να διαρρέουν εμπιστευτικές πληροφορίες σε ένα μικρό κύκλο έμπιστων δημοσιογράφων στις Βρυξέλλες, οι οποίοι μεταφέροντας αυτές τις διαρροές ως αποκλειστικές ειδήσεις κατόρθωσαν να επιβάλλουν την ατζέντα που επιθυμούσαν στο σύνολο των διεθνών μέσων και από εκεί μέσω της αναπαραγωγής τους από τα εθνικά ΜΜΕ να επηρεάσουν ακόμα και την εγχώρια πολιτική σκηνή, όπως ακριβώς και στην περίπτωση της Ελλάδας (Σμυρναίος, 2015). Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι οι Financial Times αναδεικνύονται από τους ίδιους τους ανταποκριτές στις Βρυξέλλες ως το χαρακτηριστικό παράδειγμα ευνοϊκής μεταχείρισης από την Ε.Επιτροπή με κάποιους μάλιστα να λένε χαρακτηριστικά «ότι οι υπολογιστές των FT είναι απευθείας συνδεμένοι με τα γραφεία της Επιτροπής» (Lecheler, 2013 b, σ.35).

Την ίδια στιγμή, Έλληνες δημοσιογράφοι στις Βρυξέλλες ασκούσαν κριτική στην ελληνική κυβέρνηση ότι κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές για το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής την περίοδο 2013-2014 προσπαθούσε με αθέμιτα μέσα να σταματήσει τη ροή των πληροφοριών προς την Ελλάδα, καθώς συχνά οι ειδήσεις από τις Βρυξέλλες έρχονταν σε αντίθεση με το “success story” που προωθούσε το εγχώριο μιντιακό σύστημα[2].

Η Marconi (2011) καταγράφοντας τις απόψεις των ίδιων των ανταποκριτών για τον τρόπο που κάλυψαν την κρίση χρέους στην Ελλάδα αποδεικνύει περίτρανα ότι πρόκειται για μια τεράστια αποτυχία των δημοσιογράφων. Οι ίδιοι οι ανταποκριτές παραδέχονται ότι αντιμετώπισαν την ελληνική κρίση ως μεμονωμένη περίπτωση, εστιάζοντας στην περιπτωσιολογική ανάλυση και αδυνατώντας να δουν τις πραγματικές προεκτάσεις του ζητήματος, που έθετε στο προσκήνιο συστημικές αδυναμίες της Ευρωζώνης και ως εκ τούτου απειλούσε την ίδια τη συνοχή της.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η ανταποκρίτρια της ιταλικής οικονομικής εφημερίδας Sole -24 Οre

Ο Τύπος γνώρισε μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες του στη σύγχρονη ιστορία. Ο διεθνής τύπος ήταν μοιρασμένος, όπως ακριβώς οι οπαδοί σε ένα στάδιο, κάνοντας διακρίσεις ανάμεσα στους καλούς λαούς του Βορρά και τους κακούς του Νότου, χρησιμοποιώντας στερεότυπα όπως οι Γερμανοί Ναζί και οι Τεμπέληδες Έλληνες. Παρατηρώντας το πώς οι ευρωπαϊκές εφημερίδες έγραφαν όταν ξέσπασε η κρίση στην Ελλάδα ο αναγνώστης είχε την εντύπωση ότι ο καθένας έβλεπε αυτό που ήθελε να δει στην ελληνική περίπτωση: την αποτυχία των αριστερών κυβερνήσεων, τα σατανικά παιχνίδια κερδοσκοπίας των αγορών, την αναζωπύρωση μιας γερμανικής υπερδύναμης ακόμη και τον αμερικανικό επεκτατισμό. Παραδόξως, η Ελλάδα από την αρχή έγινε το πειραματόζωο για την σωτηρία της Ευρωζώνης, σε μια πορεία που έμοιαζε με προσπάθεια κατασκευής μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας (Marconi, 2011, σ. 29-30).

Εξίσου διαφωτιστική είναι και η διαπίστωση του ανταποκριτή της γαλλικής εφημερίδας Le Monde, ο οποίος αναφέρει ότι η κρίση άλλαξε τον τρόπο που οι ανταποκριτές καλύπτουν τα ευρωπαϊκά θέματα. «Η ατζέντα πλέον υπαγορεύεται από την πραγματικότητα και όχι από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς», σημειώνει χαρακτηριστικά ο ίδιος (Marconi, 2011, σ.27).

Ο τρόπος που λειτούργησαν οι ανταποκριτές στις Βρυξέλλες στην κάλυψη της ελληνικής κρίσης, επιβεβαιώνει την σημαντική απουσία της ερευνητικής δημοσιογραφίας και της κριτικής αρθογραφίας στις Βρυξέλλες, αλλά και τις αδυναμίες ενός επικοινωνιακού συστήματος που έχει δομηθεί και λειτουργεί πάνω στους κανόνες της αγοράς. Στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν σύνθετα θέματα σε ένα συχνά αδιάφορο και ομολογουμένως ανεπαρκώς ενημερωμένο κοινό, οι ανταποκριτές υιοθέτησαν ένα πρωτίστως επεξηγηματικό πλαίσιο παρουσίασης των γεγονότων. Παράλληλα, η ανάγκη για γρήγορη μετάδοση ειδήσεων με το μικρότερο δυνατό κόστος στερεί τους πόρους για έρευνα και δεν δίνει στους συντάκτες τον απαραίτητο χρόνο να αποστασιοποιηθούν από τις πηγές τους και να φιλτράρουν τις πληροφορίες που διαχέονται από επίσημους φορείς και όργανα, με αποτέλεσμα οι ανταποκριτές να μετατρέπονται σε Γραφείο Τύπου των Βρυξελλών.

Η κρίση χρέους στην Ευρώπη επαναφέρει στο προσκήνιο τόσο το επικοινωνιακό έλλειμμα στην Ευρώπη όσο και τον ρόλο των δημοσιογράφων στην κατασκευή της πραγματικότητας, μιας πραγματικότητας η οποία στην περίπτωση των ανταποκριτών στις Βρυξέλλες εισβάλλει στην καθημερινότητα απομακρυσμένων από το κέντρο λήψης αποφάσεων πολιτών, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την ζωή τους. Και πάνω απ’ όλα θέτει τον προβληματισμό κατά πόσο τα ΜΜΕ μπορούν τελικά να λειτουργήσουν ως «τέταρτη εξουσία» σε μια σύνθετη πολύ-διαστρωματική μορφή διακυβέρνησης, όπως αυτή που χαρακτηρίζει την ΕΕ.

Πηγή και όλο το άρθρο στο http://medianalysis.net

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *